Ένατο full album για τους Σουηδούς power metallers και, όπως ο τίτλος του μας προϊδεάζει, οι ιστορίες που μας αφηγούνται, δεν αφορούν σε καμία περίπτωση κάτι διαφορετικό από τον πόλεμο. Όπως και ο μπασίστας Pär Sundström είχε εκμυστηρευθεί στο Rockin’Athens.gr πριν πολλά χρόνια, δε θα μπορούσε να φανταστεί το συγκρότημα να ασχολείται με άλλη θεματολογία. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα αξιοσημείωτα του δίσκου, είναι η πρώτη δουλειά του συγκροτήματος με τον κιθαρίστα Tommy Johansson, που αντικατέστησε πριν λίγα χρόνια τον Thobbe Englund.
Το σχόλιό μου για τη θεματολογία του album θα μπορούσε να εκληφθεί και ως passive-aggressive από τον κακοπροαίρετο ανάμεσά μας. Δεν έχω αποφασίσει και εγώ ο ίδιος αν είναι. Ίσως γιατί οι Sabaton είναι ένα συγκρότημα που μισώ να αγαπώ. Ίσως γιατί όσοι ευχαριστιούνται τη μουσική τους, χωρίς να κυκλοφορούν με παραλλαγή και μπότες στον καύσωνα, θεωρούν την επιμονή στην πολεμική θεματολογία μονότονη αλλά, την ίδια στιγμή όπως και οι ίδιοι, δεν μπορούν να φανταστούν τους Sabaton να επιλέγουν κάποια άλλη πρώτη ύλη έμπνευσης, διαφορετική από την ιστορία του πολέμου.
Θα ξεκινήσω αναφέροντας ένα μικρό παράπονο, το έπος που λέγεται “Bismarck” επιβάλλεται να είναι στον δίσκο. Δεν είναι όμως. Οι Sabaton δείχνουν να έχουν ωριμάσει στιχουργικά και μουσικά, απομακρυνόμενοι από τις επιλογές που έκαναν σε δίσκους όπως το “Art of War” και, σταδιακά, πασπαλίζουν τον ήχο τους με περισσότερη μελωδία όσο περνάνε τα χρόνια. Το είδαμε στο “Heroes”, το είδαμε περισσότερο στο “The Last Stand” και τώρα το βλέπουμε σε μεγαλύτερο βαθμό στο “The Great War”. Μία άλλη μικρή μετάλλαξη που καταφέρνουν στο album, είναι μία πιο υπεύθυνη στάση σε στιχουργικό επίπεδο σε ό,τι αφορά τον πόλεμο. Είναι εύκολο για το εφηβικό κοινό τους να είναι σε μία συνεχόμενη φάση πριαπισμού με τη θεματολογία, όταν η μόνη επαφή του με τον πόλεμο είναι το Battlefield και το Call of Duty.
Οι Sabaton δείχνουν να επικεντρώνονται περισσότερο στην φρίκη του πολέμου, στο παγκόσμιο σοκ που προκάλεσε για την εποχή του ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, καθώς η ανθρωπότητα δεν είχε ξαναδεί τέτοια επίπεδα φρικαλεότητας μέχρι και τον δεύτερο. Επικεντρώνονται περισσότερο στις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων που συμμετείχαν στον πόλεμο, παρά στη μεγάλη εικόνα και τις φανφαρολογίες περί γενναιότητας, θυσίας και μεγαλείου. Ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα της πιο σκοτεινής και άσχημης γωνίας του ανθρώπινου νου, με την κορύφωση αυτής της μικρής μετάλλαξης να αποτελεί το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου και τον Joachim Broden να αναρωτιέται κραυγάζοντας, “where is this greatness I’ve been told?” Το εξώφυλλο του δίσκου που εστιάζει στο άτομο, προϊδεάζει τον υποψιασμένο ακροατή για τη συνέχεια.
Σε ό,τι αφορά τις επιλογές στη μουσική, δε θα βρείτε πολλές διαφορές με προηγούμενες δουλειές του σχήματος πέραν των πλήκτρων που κάνουν περισσότερο αισθητή την παρουσία τους σε τραγούδια όπως το “Red Baron”. Οι Sabaton δεν φημίζονται για την ποικιλία στον ήχο τους αλλά περισσότερο για την ικανότητα τους να κερδίζουν περισσότερους οπαδούς και να εξιστορούν γεγονότα με έναν τρόπο που θα σου αποσπάσει την προσοχή, παρά τις εμμονές τους σε συγκεκριμένες φόρμες και συνταγές. Άλλωστε, και χωρίς να θέλω να συγκρίνω ανόμοια μεγέθη, θα περίμενε κανείς τους AC/DC να αλλάξουν ποτέ τον ήχο τους; Όχι. Ο ήχος των Sabaton είναι ένα love letter στον Ευρωπαϊκό power metal ήχο των 90’s, έντονα πασπαλισμένο με κλασικό heavy metal.
Ευπρόσδεκτη και η ωρίμανσή τους στιχουργικά αλλά και οι μικρές διαφοροποιήσεις στον ήχο τους λοιπόν, που θα κρατήσουν το ενδιαφέρον των παλιών τους οπαδών ζωντανό. Το “The Great War” δε θα κερδίσει αυτόν που κάνει cringe στο άκουσμα του ονόματος της μπάντας αλλά θα τους δώσει υλικό για νέα σκηνικά, νέα περιοδεία και μερικά γραφικά video clips. Και, όχι, δε θα αναστήσει έναν ήχο που αργοπεθαίνει, για να στεναχωρήσω κάποιους χατζημέταλους εκεί έξω.