O Μάιος ήταν μήνας επιστροφών για τους Rusty Bonez. Νέος δίσκος μετά από έξι χρόνια και live στην Αθήνα μετά από τρεισήμισι χρόνια, παρέα με τους Ninkasi και Chlorini.
Ανταπόκριση: Σπύρος Ζαρμπαλάς / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (πλήρες photo report εδώ)
Tηρώντας πιστά το πρόγραμμα της συναυλίας, την βραδιά άνοιξαν οι Chlorini, μια (πολύ) νέα pop-punk μπάντα από Αθήνα. Με αυστηρά Ελληνικό στίχο, τίμησαν μουσικά και τις 2 περιόδους του pop-punk heyday, αν και έτειναν πιο πολύ προς την κλασική 00s έκφανσή του. Υψηλές ταχύτητες, συνεχόμενες (αψεγάδιαστες) διφωνίες, μελωδικά bass intros, χαβαλές εντός και εκτός τραγουδιών και πάρα πολλή ενέργεια, οι Chlorini έδειξαν στο Temple όλα εκείνα τα συστατικά που έκαναν αυτό το ιδίωμα βασιλιά πριν 25 χρόνια. Kαι αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι το έκαναν με χαρακτηριστική ευκολία. Έχουν κυκλοφορήσει ένα μόνο κομμάτι μέχρι στιγμής, αν καταφέρουν να δώσουν λίγη περισσότερη ποικιλία στα επόμενα που ακούσαμε στο live, το σχήμα έχει γερές βάσεις να σταθεί σε μια σκηνή που χρειαζόταν έναν σύγχρονο εκπρόσωπο.
Είναι η δεύτερη φορά που βλέπω τους Ninkasi live και σε σχέση με την πρώτη, υπήρχε ένα πολύ μεγάλο energy boost το βράδυ της Παρασκευής. To fusion μεταξύ grunge και ‘77 punk rock που παίζουν άλλωστε απαιτεί αυτήν την δυναμική για να αποδοθεί σωστά, ώστε να ματσάρει τα έγχορδα και τα φωνητικά που ηχητικά «δάγκωναν». Ωραίος, ωμός ήχος στις κιθάρες, γρεζάτα φωνητικά, overdriven μπάσο που δεν έχανε το bottom end, και το σημαντικότερο, υπήρχαν και τα τραγούδια για να υποστηρίξουν τα παραπάνω, που σε συνδυασμό με τις δύο στοχευμένες διασκευές συμπλήρωσαν ένα πολύ δυνατό σετ. Έχουν ένα –δωρεάν- EP ήδη σαν κυκλοφορία στις ψηφιακές πλατφόρμες, αλλά κυρίως την προσοχή μου τράβηξαν οι νέες συνθέσεις που μας παρουσίασαν, οι οποίες ήταν πολύ πιο straightforward και συναυλιακές. Το ρεφρέν του τελευταίου “All my Love” μάλιστα μας είχε κολλήσει για ώρα στην παρέα μετά το live, πέτυχε τον σκοπό του και με το παραπάνω.
Είχε φτάσει η ώρα για τους headliners Rusty Bonez, οι οποίοι μετά από ένα σύντομο intro έριξαν τις ταχύτητες και ανέβασαν το heaviness, για να ντεμπουτάρουν το υλικό του “Brainworm”, το οποίο ακούσαμε στην ολότητά του. Μοντέρνο heavy rock τόσο συνθετικά όσο και ηχητικά, που πατάει κυρίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και θα ταίριαζε απόλυτα σαν άκουσμα σε οποιοδήποτε Dive Bar.
H χαρακτηριστική φωνή του frontman τους μπόλιαζε τα κομμάτια με το απαραίτητο edge, ενώ πολύ όμορφο ήταν ότι στο live έδωσαν το παρόν όλοι οι συντελεστές του δίσκου καθώς και τα παλιά μέλη της μπάντας, δίνοντας την εντύπωση οικογενειακού κλίματος. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου (που είχε πρόσφατα κυκλοφορήσει και ως video clip) αποτέλεσε για μένα το highlight της εμφάνισής τους, με τον Motorhead-ικό ρυθμό του να ταρακουνάει το κοινό. Αφού ολοκληρώθηκε το main part του setlist, ακούσαμε και κάποια κομμάτια του “Wrath”, με ένα μεγάλο, groovy jam για κερασάκι στην τούρτα μιας δυνατής επανεμφάνισης του συγκροτήματος.