Είτε πρόκειται για συγκυρία, είτε για συνειδητή επιλογή, από το Sanctus Diavolos και μετά, οι Rotting Christ έχουν επιλέξει την τριετία ως το χρονικό διάστημα που θα χωρίζει τις κυκλοφορίες τους. Συνεπείς λοιπόν στο δισκογραφικό ραντεβού τους, επιστρέφουν με την 13η κυκλοφορία τους, το “The Heretics”.
Στην συνέντευξη που μας παραχώρησε (δείτε την εδώ), εξήγησε ότι ο δίσκος είναι εμπνευσμένος από ανθρώπους της διανόησης, οι οποίοι ακολουθήσαν στην ζωή τους έναν αιρετικό τρόπο ζωής. Ο ίδιος όταν έγραφε το βιβλίο για τα τριάντα χρόνια της μπάντας, συνειδητοποίησε, πως τηρουμένων των αναλογιών και ο δικός του τρόπος ζωής έχει κάτι το αιρετικό. Στα δικά μου αυτιά, η διαδικασία της συγγραφής του βιβλίου, δεν τον επηρέασε μόνο ως προς το όνομα, αλλά και συνθετικά. Ακούγοντας τον δίσκο, είχα αρκετά flashbacks σε προγενέστερες εποχές του ήχου των Rotting Christ, με αυτήν της Century Media να δεσπόζει.
Ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά λοιπόν. Το “The Heretics” είναι ένα concept album, με ότι καλό ή κακό μπορεί να σημαίνει αυτό. Μία παγίδα, που έχουν υπάρξει σε τέτοιου τύπου δίσκοι, είναι ότι κάποιο κομμάτι μπορεί μόνο να ακούγεται αδύναμο, αλλά μέσα στον δίσκο να παίζει σημαντικό ρόλο. Το πρώτο πράγμα λοιπόν που θα σας συμβούλευα, είναι όταν το πάρετε να τον ακούσετε δύο τρεις φορές ολόκληρο και με την σειρά, έτσι θα μπορέσετε να αφουγκραστείτε καλύτερα το μήνυμα του.
Η έναρξη του δίσκου ανήκει στο “In The Name Of God” καθώς γίνεται με μία φράση από τους Αδελφούς Καραμαζόβ του Ντοστογιέφσκι, η οποία επί της ουσίας φανερώνει την ανάγκη του ανθρώπου να «κατασκευάζει» θαύματα και να πιστεύει σε αυτά, διαφορετικά καταλήγει αιρετικός (άσχετο, αλλά να διαβάσετε το βιβλίο όσοι δεν το έχετε κάνει). Ενώ σε επίπεδο ήχου, αποτελεί φυσική συνέχεια του Rituals, φανερώνει αμέσως τα νέα στοιχεία που θα ακούσουμε, απείρως περισσότερα riffs συγκριτικά με τον προκάτοχο του, ακούγεται αρκετά κοντά στο “Theogonia”. Ξεκινάει με μία σύντομη, ατμοσφαιρική εισαγωγή, που συνοδεύει μία απαγγελία του Σάκη, σαν αυτές που θα συναντήσουμε αρκετές φορές στον δίσκο, κατά κύριο λόγο στην εισαγωγή και το κλείσιμο των κομματιών. Η ατμόσφαιρα του κομματιού, αλλά και συνολικά του album, είναι αρκετά σκοτεινή, μυστηριακή αλλά έχει και κάτι το απόκοσμο, το απροσδιόριστο, κάτι το έξοχο. Οι εναλλαγές στα φωνητικά είναι πράγματι αριστοτεχνικές, καθώς εξυπηρετούν πλήρως τον σκοπό τους, τόσο αισθητικά όσο και στο χτίσιμο της «θέσης» του έργου των Rotting Christ. Οι ψαλμωδίες που ακούμε από την χορωδία είναι σωστά τοποθετημένες και δεν παρατηρείται υπερβολική χρήση τους. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα τραγούδι που προλογίζει και προϊδεάζει τον ακροατή για το τι θα ακολουθήσει. Το κομμάτι κλείνει με Νίτσε, πώς θα μπορούσε άλλωστε να λείπει ένας από τους μεγαλύτερους επικριτές των θρησκειών και δη του Χριστιανισμού, όπου ο Γερμανός φιλόσοφος και στοχαστής αναφέρει: “Αυτός ο κόσμος είναι η θέληση για δύναμη- και τίποτε άλλο”, “και εσείς οι ίδιοι είστε αυτή η βούληση για δύναμη- και τίποτε άλλο!”. Μία σημαντική λεπτομέρεια, ο Νίτσε ήταν μεγάλος θαυμαστής του Ντοστογιέφσκι, δεν νομίζω ότι η ταυτόχρονη αναφορά στο έργο τους είναι τυχαία.
To τελευταίο χρονικά κομμάτι του album, που είδε το φως της δημοσιότητας και μία από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου φέρει τον τίτλο του “Vetry Zlye”. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λιτό και περιεκτικό, μέσα σε τρία λεπτά σου λέει ότι πρέπει να πει, εμπνευσμένο από τον σλαβικό παγανισμό, καταλήγεις δικαίως στο συμπέρασμα πως αποτελεί το μελωδικότερο κομμάτι του δίσκου. Φανταστικό guest από την Irina Zybina των pagan/folk metallers, GRAI, όπου στο refrain δημιουργεί μία υπέροχη αντίθεση με τα φωνητικά του Σάκη, τα οποία είναι από τα πιο σκληρά σε ύφος στο album. Η ατμόσφαιρα του κομματιού παραπέμπει σε προσευχή, επίκληση αν προτιμάτε, με τα χορωδιακά μέρη να μην απουσιάζουν ούτε εδώ. Ένα στοιχείο που ακούσαμε στο συγκεκριμένο τραγούδι, είναι η βαρύτονη απαγγελία στο τέλος του, το οποίο αν σας άρεσε είστε τυχεροί, καθώς θα ακούσετε αρκετές τέτοιες. Το “Vetry Zlye” είναι μουσική συνέχεια του προκατόχου, φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο την concept φύση του δίσκου. Κάτι άλλο επίσης που παρατήρησα και θέλω να τονίσω, είναι τα αρκετά χαρακτηριστικά του ελληνικού black metal ήχου που συναντάμε, από τα οποία είχαν κάπως απομακρυνθεί τα προηγούμενα χρόνια. Στο κλείσιμο του κομματιού, έχουμε μία απαγγελία, που αν δεν κάνω λάθος είναι από κάποιο έργο του Βρετανού John Muir. Νομίζω ότι γίνεται αντιληπτό σε όλους, η πληθώρα των «πράγματα» που χώρεσαν αρμονικά σε ένα τρίλεπτο κομμάτι.
O λόγος για το δεύτερο τραγούδι που λάβαμε ως πρόγευση του δίσκου, το “Heaven and Hell and Fire” με το οποίο μεταφερόμαστε στην Αγγλία του 17ο αιώνα, όπου ακούμε έναν στοίχο του μεγάλου Βρετανού ποιητή John Milton, που στο ποίημα υποτίθεται ότι τον λέει ο Σατανάς ο ίδιος. Εδώ συνθετικά φαίνεται ακόμα πιο έντονα η στροφή της μπάντας στο πρότερο, πιο «κιθαριστικό» βίο της. Επίσης αρκετά μελωδικό όπως διαπιστώσατε και μόνοι σας, με ένα εκπληκτικό solo που ακολουθεί την φράση που είπε ένας από τους δύο ληστές, όταν βρίσκονταν στον σταυρό δίπλα από τον Ιησού. Τα επικά χορωδιακά μέρη, μαζί με τα τύμπανα (τα οποία by the way, είναι εκφραστικότατα καθ’ όλη την διάρκεια του “The Heretic”, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι σαν να του άρεσε ιδιαίτερα ο δίσκος του Θέμη, θα μου πείτε οι άλλοι δηλαδή δεν του άρεσαν; Δεν εννοώ αυτό, εννοώ ότι του ταιριάζει καλύτερα), δίνουν πιο επικό χαρακτήρα στην κυκλοφορία, που μέχρι τώρα δεν είχαμε συναντήσει. Τέλος, ο επόμενος αιρετικός που συναντάμε είναι ο Thomas Payne.
Και έπεται συνέχεια…Με το “Hallowed Be Thy Name” έχουμε μία διασκευή των Iron Maiden, όχι εντάξει, πλάκα κάνω. Ίσως το κομμάτι που μου άρεσε λιγότερο. Δεν είναι κακό, αλλά και να απουσίαζε από το tracklist, δεν νομίζω να άλλαζε κάτι, πάντως είναι και αυτό αρκετά προσεγμένο. Ταιριάζει καλύτερα στο “Rituals” από συνθετική άποψη με ότι συνεπάγεται αυτό για τον καθένα μας. Βέβαια, μπορεί το γεγονός ότι είναι από τα τρία μεγαλύτερα κομμάτια του album, να τονίζει την κάπως παράταιρη του ύπαρξη. Αρκετά πιο αργό από ο,τι είχαμε ακούσει μέχρι τώρα, προσπαθεί να εμφυσήσει τον ακροατή βαθύτερα την ατμόσφαιρα του “The Heretics”. Ωστόσο είναι αρκετά «οπτικό» κομμάτι, καθώς δεν είναι λίγες οι εικόνες που δημιουργεί. Όσον αφορά τον αιρετικό στοιχείο που συναντάμε εδώ, αυτό είναι ο William Shakespeare.
Με τον λατινικό τίτλο να μεταφράζεται σε «η μέρα της οργή», φθάνουμε στο τέταρτο κομμάτι του album, το “Dies Irae”. Πρόκειται για μία Ρωμαιοκαθολική ψαλμωδία, της οποίας η θεματολογία περιστρέφεται γύρω από τις ψυχές των νεκρών που οδηγούνται στην κόλαση και η σύνθεση της αποδίδεται είτε στον καρδινάλιο Malabranca Orsini, είτε στον ποιητή Thomas of Celano. Μουσικά, παρατηρούνται αρκετές εναλλαγές στο tempo, ξεχωρίζουν τα βαρύτονα φωνητικά που προσδίδουν ένα ιδιαίτερα θρησκευτικό χαρακτήρα στο κομμάτι, τα βαριά riffs και το drumming, τα οποία συνδυάζονται σωστά και φέρνουν στις μνήμες σκληρότερες εποχές της μπάντας, ικανοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τους black metal οπαδούς. Μοιάζει να έχει γραφτεί αρκετά κοντά με το Vetry Zlye, καθώς πάνω κάτω μοιάζει να έχει την ίδια δομή, προσοχή όμως, σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για δύο ίδια κομμάτια.
Είναι προφανές πως το “I Believe” αποτελεί αναφορά στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη καθώς είναι εμπνευσμένο από το έργο, “Ασκητική”. Το τραγούδι είναι αποκλειστικά στα Ελληνικά, με τον Σάκη να απαγγέλλει με πομπώδες ύφος τους στίχους. Η μουσική από την άλλη θυμίζει πρώιμες black metal, με αυτό το υπέροχα επιθετικά μονότονο «ξύσιμο» στις κιθάρες. H μουσική με την χορωδία μοιάζουν να έχουν ρόλο κομπάρσου, καθώς είναι σαν μουσικό χαλί για την απαγγελία. Αναλογιζόμενοι λοιπόν όλα τα παραπάνω, είναι εμφανής η πρόθεση της μπάντας να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στους στίχους, για το οποίους νομίζω ότι κάθε κριτική περιττεύει.
Το “Fire, God and Fear” είναι πρώτο κομμάτι που δόθηκε στην δημοσιότητα, ώστε να αποκτήσουμε μία ιδέα για το τι πρόκειται να ακούσουμε. Rotting Christ, βγαλμένοι από τις ενδοξότερες στιγμές της πλούσιας ιστορίας τους, πλήρως εναρμονισμένοι στον ήχο του σήμερα. Με τον Βολτέρο να μας προειδοποιεί για το ποιοι μπορούν να μας οδηγήσουν σε φρικαλεότητες, ακολουθεί μία μουσική εμπλουτισμένη με χορωδιακά μέρη, ώστε να δημιουργηθεί μία μοναστηριακή ατμόσφαιρα. Αρκετά μελωδικό κομμάτι και αυτό όπως έχετε ακούσει, με ένα εκπληκτικό solo.
To κομμάτι highlight για τα τύμπανα του δίσκου, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το “The Voice Of Universe”. Εδώ στιχουργικά οι Rotting Christ νομίζω ότι καταπιάνονται με τον ζωροαστρισμό και λέω νομίζω, γιατί οι στίχοι είναι γραμμένοι σε τρεις διαφορετικές γλώσσες (και πάλι δεν είμαι σίγουρος), Λατινικά, Αγγλικά και τα αραβικά που ερμηνεύει ο τραγουδιστής των Melechesh, Ashmedi aka Murat Cenan. Tα riffs είναι «αιχμηρά» και διαδέχονται το ένα το άλλο, δημιουργώντας μία πολεμική αίσθηση στον ακροατή, χωρίς να χάνουν κάτι από την μελωδικότητα τους.
Με το “Τhe New Messiah”,μπορούμε να αναφέρουμε πως λίγες λέξεις μπορούν να περιγράψουν επάξια αυτό το τραγούδι. Όπως καταλάβετε μιλάμε για το αγαπημένο μου στον δίσκο. Με ζοφερή αλλά και επιθετική ατμόσφαιρα, ποικιλία σε riffs και πλουραλισμό στο tempo. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο, στην αρχή μου ακούστηκε αδιάφορο, με τις επαναλαμβανόμενες ακροάσεις όμως, με κέρδιζε και εξακολουθεί να το κάνει.
Είχα βαρεθεί τους δίσκους που χρησιμοποιούσαν ως τελευταίο κομμάτι ο,τι περίσσευε, εδώ πάλι, έχουμε ακριβώς το αντίθετο. Ο λόγος φυσικά στο “The Raven”. Ένα κομμάτι που μας υπενθυμίζει τι ακούσαμε κατά στην σχεδόν σαρανταπεντάλεπτη διάρκεια του. To κομμάτι αποτελεί φόρο τιμής στον Edgar Allan Poe και στο ομότιτλο, διασημότερο έργο του. Μουσικά δεν έχω να σχολιάσω κάτι ιδιαιτέρως, καθώς το έχετε ήδη ακούσει, αλλά και όπως προανέφερα, δεν έχει να προσθέσει κάποιο νέο στοιχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υστερεί σε κάτι, το αντίθετο θα έλεγα.
Εν κατακλείδι, ίσως στο “Rituals” οι Rotting Christ να ακούστηκαν σε κάποιους κουρασμένοι και άδειοι από έμπνευση, με το “The Heretics”, αποδεικνύουν όχι μόνο ότι κάτι τέτοιο είναι αναληθές, αλλά και πως θα παραμείνουν για καιρό στην παγκόσμια elite. Στιχουργικά το album κινείται σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ μουσικά, χωρίς να περιέχει κάτι το εξεζητημένο, είναι αρκετά ατμοσφαιρικό και σκοτεινό, με ωραίες συνθέσεις και αρκετά riffs, αυτό τελευταίο το αναφέρω για όσους τους πεθύμησαν στο “Rituals”. Τέλος, ο δίσκος είναι black metal, όσο και να μην αρέσει σε κάποιους, το είδος έχει αρχίσει να βαδίζει σε νέα μονοπάτια εδώ και κάποιον καιρό, οι Rotting Christ λοιπόν είναι μία από τις μπάντες που χαράζει τον δρόμο.