Rockwave Festival (Day 3) @ Terra Vibe Park, 20/07/18
Η 20η Ιουλίου είχε γραφτεί στα ημερολόγια όλων μας ως «η μέρα με τους Maiden». Καλώς ή κακώς, οι Iron Maiden καθόριζαν, και καθόρισαν, τα πάντα εκείνη τη μέρα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν απολαύσαμε μια γεμάτη φεστιβαλική Rockwave μέρα! Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή για να δούμε πως φτάσαμε στο καθοριστικό σημείο της βραδιάς (καλά το μαντέψατε), στους MAIDEN.
Δυστυχώς μερικές λάθος οδηγίες σχετικά με τις εισόδους του χώρου μας ανάγκασαν να χάσουμε ένα μέρος του set των Rollin’ Dice. Μπαίνοντας στον χώρο περίπου στις 14:15 λοιπόν, η μπάντα είχε ήδη ξεκινήσει. Ο ήλιος καυτός και η προσέλευση ακόμα πολύ μικρή, περί τα 80-100 άτομα ήταν μπροστά στη σκηνή. Παρά τις αντίξοες συνθήκες οι Rollin’ Dice τα έδωσαν όλα. Εμφανώς προβαρισμένοι και σίγουρα πολύ πιο δεμένοι από την προηγούμενη φορά που τους είχα δει, ειδικά σε ότι αφορά τα τύμπανα, απέδωσαν εξαιρετικά το υλικό από τον ντεμπούτο δίσκο τους “Way to the Sun”. Η διασκευή στο “I Want You (She’s So Heavy)” των Beatles ήταν πολύ καλή επιλογή και ταίριαξε απόλυτα με το set τους. Μπράβο στα παιδιά που έφεραν σε πέρας ένα πολύ δύσκολο έργο και που δείχνουν ότι δεν σταματάνε να δουλεύουν και να εξελίσσονται! – A.Π.
Ακολούθησε ένα αρκετά μεγάλο διάλειμμα, και περιέργως χωρίς καθόλου μουσική από τα ηχεία του χώρου, που έκανε την φάση κάπως αμήχανη. Την αράξαμε λοιπόν σε μια σκιά μέχρι να φτάσει η ώρα των, βετεράνων πλέον, W.E.B. Ο Σάκης και η υπόλοιπη μπάντα βγήκαν στην σκηνή με corpse paint και ντυμένοι όπως σε κάθε άλλο live τους, πράγμα ιδιαιτέρως θαρραλέο, καθώς οι υπόλοιποι βράζαμε από τη ζέστη. Ο ήχος ήταν πολύ καλός και η μπάντα ιδιαιτέρως κεφάτη. Η καλή διάθεση μεταφέρθηκε και στον κόσμο ο οποίος μέχρι και mosh pit άνοιξε σε κάποια φάση. Μια πάρα πολύ καλή εμφάνιση από μια μπάντα που έχει χτίσει το όνομα της με κόπο και ιδρώτα. – A.Π.
Συνέχεια με Mai… εννοώ με Monument. Ο κόσμος είχε πλέον αρχίσει να συγκεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό, και αρκετοί ήταν αυτοί που ήταν διατεθειμένοι να κάτσουν στο λιοπύρι (πολλοί με τις ομπρελίτσες τους) προκειμένου να δουν τον Peter Ellis και την παρέα του. Με sestlist επικεντρωμένο στον καινούριο τους δίσκο, η μπάντα ήταν σε μεγάλα κέφια και με έντονη σκηνική παρουσία. Ο Ellis πολύ ομιλητικός, είπε και λίγα λόγια στα Ελληνικά, καθότι Έλληνας, και ιδιαίτερα ευδιάθετος, απέδωσε τα κομμάτια στο επίπεδο του δίσκου. Όσο καλή ήταν το συγκρότημα εκτελεστικά, άλλο τόσο κακός δυστυχώς ήταν ο ήχος, καθώς οι κιθάρες ήταν αρκετά πνιγμένες, και σε αρκετά σημεία ο ήχος ήταν απλά βαβούρα. Προσωπικά κάπου με κούρασαν, τόσο λόγω ήχου όσο και γιατί τα κομμάτια ήταν κάπως επαναλαμβανόμενα (και υπερβολικά κοντά στους headliners). Ο κόσμος ωστόσο φάνηκε να απολαμβάνει το maiden-ικό τους metal παρά τις όποιες παραφωνίες στο ζήτημα του ήχου και τους καταχειροκρότησε στο τέλος. – A.Π.
Για τους Τhe Raven Age δεν ξέρω πραγματικά τι να γράψω. Για όσους δεν γνωρίζουν οι Raven Age είναι η μπάντα του γιου του Steve Harris και μάλλον αυτός είναι και ο μόνος λόγος που βρίσκονται εκεί που βρίσκονται. Αδιάφορο και άνευρο μοντέρνο metal, χωρίς κανένα σοβαρό hit. Παίξανε κομμάτια από το ντεμπούτο τους “Darkness Will Rise”, το οποίο είχα τσεκάρει από περιέργεια πριν το live και είχα κλείσει κάπου στα μισά. Σίγουρα υπήρξε κόσμος που απόλαυσε τo σχήμα, καθώς εκτελεστικά ήταν άψογοι. Μουσικά ωστόσο δεν είπαν και πολλά και αυτό φάνηκε, καθώς αρκετός κόσμος προτίμησε να περιμένει στο main stage τους Tremonti, παρά να παρακολουθήσει τους Raven Age. – A.Π.
Στις 18:45, όπως ήταν προγραμματισμένο, πήραν θέση στο stage οι Tremonti. Η εμφάνισή τους ήταν συγκλονιστική, με την μπάντα να παραδίδει ψυχή και σώμα επί μία ώρα. Όπως ήταν αναμενόμενο οι περισσότεροι δεν ήταν και πολύ εξοικειωμένοι με το υλικό του συγκροτήματος, αλλά αυτό δε στάθηκε εμπόδιο να ανοίξουν κάποια pits και να κουνηθούν αρκετά κεφάλια. Σε αυτό, φυσικά, βοήθησε και η εξαιρετική setlist, η οποία απαρτίζονταν από τα πιο heavy κομμάτια που έχει γράψει ο Mark, με μοναδική εξαίρεση το “The Things I’ve Seen” που αποτέλεσε ένα ‘ρομαντικό’ διάλειμμα από το συνεχές κοπάνημα. Η αρχή έγινε με το “Another Heart” για να έρθουν στη συνέχεια τα “You Waste Your Time” και “My Last Mistake” να ζεστάνουν ακόμα περισσότερο το κοινό. Γενικά την τιμητική τους είχαν οι δύο πρώτοι δίσκοι, ενώ από τον τελευταίο ακούστηκαν το ομότιτλο και το thrash-ύτατο “Throw Them To The Lions”. Άλλα highlights ήταν το “Flying Monkeys” που το βαρύ και αργόσυρτο riff του ανάγκασε πολλούς σε headbanging, το επικό refrain του “Radical Change” που τραγουδήθηκε από μια μερίδα του κόσμου και φυσικά το καταιγιστικό “I Wish You Well” που έκλεισε το live τους, πυρωδωτώντας μερικά τελευταία σπρωξίματα. Σε γενικές γραμμές ο Mark και η παρέα του έκαναν μία εξαιρετική εμφάνιση με έναν στιβαρό ήχο που έπειθε και τον πιο δύσπιστο και δικαίως εισέπραξαν το ένθερμο χειροκρότημα. Μακάρι να ξαναδούμε σύντομα στη χώρα μας αυτόν τον μεγάλο μουσικό και γιατί όχι ως headliner. – Π.Κ.
Η ώρα πήγε 20:00 ακριβώς και στη μικρή σκηνή του Terra Vibe ανέβηκαν οι Volbeat. Οι πρώτες νότες του “The Devil’s Bleeding Crown” ακούστηκαν, το τεράστιο πανί με το logo του συγκροτήματος που κάλυπτε το stage έπεσε και αυτό που ακολούθησε δεν περιγράφεται. Ασταμάτητος χορός, mosh pits και headbanging από τον κόσμο που είχε μαζευτεί στις πρώτες σειρές. Η συνέχεια ήταν εξίσου δυναμική με το τρίπτυχο “Heaven Nor Hell”/”A Warrior’s Call”/”I Only Wanna Be With You” να ξεσηκώνει ακόμα περισσότερο τους οπαδούς και να τους βάζει στο κατάλληλο rock and roll κλίμα. Φοβερή ενέργεια και δέσιμο από τους Δανούς, οι οποίοι είχαν σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο, με μόνο μελανό σημείο τα λίγα δευτερόλεπτα που ‘έπεσε’ η ένταση στο τέλος του “The Lonesome Rider”. Εξαιρετική εμφάνιση από όλη τη μπάντα, με την παράσταση, όμως, να κλέβει ο ‘αλάνθαστος’ Rob Caggiano (κιθάρα) και φυσικά ο frontman, Michael Poulsen, ο οποίος είχε τρομερή επικοινωνία με το κοινό. Μάλιστα, τόνισε αρκετές φορές πόσο εντυπωσιασμένος ήταν από την αποδοχή του κόσμου και ότι δεν έπρεπε να αργήσουν τόσο να επισκεφτούν τη χώρα μας.
Πραγματικά είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιος το highlight αυτής της εμφάνισης. Από πού να ξεκινήσεις και που να τελειώσεις; Από τον ξέφρενο χορό στο “Sad Man’s Tongue”; Από τo υπερ-hit “Seal The Deal” που παίχτηκε προς τιμήν του Vinnie Paul; Τα καπνογόνα στο άκουσμα του “16 Dollars”; Το “Lola Montez” που το τραγουδούσε σύσσωμο το κοινό; Ή τον πανικό που επικράτησε στο τέλος με το “Still Counting”; Από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο κομμάτι ζήσαμε μια απίστευτη εμπειρία από μία μπάντα που ξέρει πολύ καλά πώς να κάνει τον κόσμο να διασκεδάζει. Όσοι παρακολουθήσαμε τους Volbeat απλά διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι ότι πρόκειται για μία τεράστια μπάντα που δικαίως έχει αποκτήσει το όνομα που έχει σήμερα. – Π.Κ.
Ωραία όλα αυτά αλλά η ώρα είχε φτάσει. Η Μαλακάσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη με πάνω από 36000 κόσμο. Οι ιαχές “Maiden-Maiden-οεοεοε” δονούσαν τον χώρο. Με μια μισάωρη περίπου καθυστέρηση, προκειμένου να μπει όσο περισσότερος κόσμος γίνεται, τα φώτα χαμηλώνουν και το “Doctor Doctor” των UFO ακούγεται από τα ηχεία. Μαζική ανατριχίλα. Αυτό που ακολούθησε δύσκολα περιγράφεται με λόγια. Ο λόγος του Churchill θα δώσει το σύνθημα. Το Spitfire εμφανίζεται και το “Aces High” μας αρπάζει από τα μούτρα. Μιλάμε για τον απόλυτο χαμό, ο αγέραστος Bruce κάνει την εμφάνιση του με το γνωστό άλμα και ο κόσμος γίνεται ένα καθώς τραγουδάει κάθε στίχο “RUUUUUUN, LIVE TO FLY, FLY TO LIIIIVE, DO OR DIEEEE, WON’T YOU RUUUUN, LIVE TO FLY, FLY TO LIVE, ACES HIIIIGH”. Καπάκια “Where Eagles Dare” και ο παροξυσμός συνεχίζεται. Το spitfire δίνει τη θέση του σε ένα σκηνικό που δείχνει το οχυρό στο οποίο αναφέρεται το κομμάτι. Το πρώτο μέρος του «πολεμικού» σετ θα κλείσει με το “Two Minutes to Midnight” και τι να λέμε τώρα. O Bruce μας καλωσορίζει και λέει δύο λόγια για τα κομμάτια που προηγήθηκαν, για την περιοδεία, για τον πόλεμο, την ελευθερία, αλλά και για το κομμάτι που θα ακολουθήσει, καθώς μας προτρέπει να το τραγουδήσουμε όσο πιο δυνατά μπορούμε. Αυτή θα ήταν και η τελευταία φορά που θα μας απευθυνόταν μέχρι το τέλος της συναυλίας. Το σκηνικό πλέον δείχνει έναν Eddie βαμμένο στα χρώματα του William Wallace και είναι ώρα για το “The Clansman”. Ο Dickinson με το σπαθί στο χέρι μας χαρίζει μια αδιανόητη ερμηνεία και το κοινό ακολουθεί φωνάζοντας FREEDOOOOM καλύπτοντας τα πάντα. Το τελευταίο πολεμικό τραγούδι είναι, πιο άλλο, “The Trooper” και γίνεται το αδιαχώρητο. Φωτοβολίδες, ο κόσμος ένα κουβάρι, ένας μεγάλος Eddie στη σκηνή ξιφομαχεί με τον Dickinson, είμαστε και επίσημα πλέον σε ένα παράλληλο σύμπαν, στο σύμπαν των Maiden.
Το σκηνικό αλλάζει ακόμα μια φορά και πλέον έχει τα βιτρό που ήταν και το σήμα κατατεθέν της Legacy of the Beast περιοδείας. Οκ, σχεδόν όλοι ξέραμε απ’έξω το σέτλιστ, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να σοκαρίζομαστε με κάθε εισαγωγή κομματιού. Ειδικά όταν αυτό το κομμάτι είναι το “Revelations”, και γινόμαστε όλοι έρμαια στα χέρια του Dickinson. Το “For The Greater Good of God” που ακολούθησε ήταν ένα διάλειμμα τόσο για τη μπάντα όσο και για τον κόσμο. Το κομμάτι είναι τεράστιο, τι να λέμε τώρα, αλλά μέσα σε έναν τυφώνα από classics σίγουρα δυσκολεύεται να βρει την θέση που του αξίζει. Το “The Wicker Man” μας αρπάζει ξανά μέσα στον τυφώνα και ο γράφων αναρωτιέται αν θα μπορέσει να ξαναβγάλει ποτέ φωνή από το λαιμό του. Το “The Sign of the Cross” είναι επίσης κομματάρα και αν ανήκε σε δίσκο με τον Dickinson σίγουρα θα είχε το status των ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΩΝ classics. Ένας τεράστιος Ίκαρος όμως κάνει την εμφάνιση του στο πίσω μέρος της σκηνής. Ο Bruce εξοπλίζεται με ένα φλογοβόλο και είναι ώρα για το έπος που ακούει στο όνομα “Flight of the Icarus”. Στη Μαλακάσα γίνεται το αδιαχώρητο κανονικά, ο κόσμος βρίσκεται σε απόλυτη έκσταση. Στο τέλος του κομματιού ο Bruce «καίει» τα φτερά του Ίκαρου και φλόγες πετάγονται στο πάνω μέρος της σκηνής δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων ανάμεσα στους μεταλάδες (και στους maiden-αδες) που θα σου πει «έλα μωρέ, έχουν πολύ καλύτερα κομμάτια από το “Fear of the Dark”» ή «έλα μωρέ, μάθανε όλοι Maiden μάθανε και το “Fear of the Dark”». Σε αυτούς τους ανθρώπους έχω να πω ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ. Γιατί ήταν και αυτοί εκεί και δάκρυσαν και ανατρίχιασαν μαζί μας ακούγοντας τον μοναδικό αυτό ύμνο. “The Number of the Beast” και είτε είσαι 6 χρονών είτε 66 (γιατί τέτοιο ήταν το εύρος των ηλικιών στη συναυλία) θα φωνάξεις κι εσύ 666 μέχρι να πονέσουν τα πνευμόνια σου. Ένας τεράστιος Eddie κάνει την εμφάνιση του στα σκηνικά και είχε έρθει η ώρα να κλείσει η κανονική διάρκεια του set με τι άλλο, το “Iron Maiden” και τον χαμό που προκαλεί το κομμάτι. Το ξέρεις όμως ότι θα έρθει το encore. Τα 5 αυτά λεπτά αναμονής είναι μόνο ένα μικρο διάλειμμα για να μαζέψεις ανάσες, γιατί θα τις χρειαστείς. Θα τις χρειαστείς γιατί το “The Evil That Men Do” είναι ένα από τα καλύτερα Maiden κομμάτια. Η μπάντα ακούραστη παίζει λες και είναι 1988 και μόλις έχουν βγει για περιοδεία. Το ρίγος που προκλήθηκε από το “Hallowed Be Thy Name”, το κελί και την κρεμάλα στο σκηνικό κυριολεκτικά μας γονάτισε. Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν, αλλά μακάρι να τελειώνουν όπως τελείωσε η συναυλία, με μια εμπειρία σαν αυτή του “Run to the Hills” ζωντανά. Οι Maiden μας αποχαιρετούν με την υπόσχεση ότι θα ξανάρθουν. Ελπίζω σύντομα.
Μετά από αυτήν την βιωματική ανταπόκριση ας πούμε και δύο πράγματα κάπως πιο συγκρατημένα (lol). Οι Maiden είναι πλέον ο καθένας τους σχεδόν 60 χρονών. Δεν υπάρχει κανένας άλλος 60χρονος σε όλο τον κόσμο που να μπορεί να κάνει αυτό που κάνουν. Δεν υπάρχει γενικά κανένας άλλος στον κόσμο, ασχέτως ηλικίας, που να μπορεί να το κάνει. Είναι αδιανόητο ότι αντέχουν να βγάζουν ένα τέτοιο show, τέτοια διάρκειας και έντασης λες και είναι πιτσιρικάδες. Ειδικά ο Bruce, ο οποίος ακόμα και τώρα τρέχει πάνω κάτω σαν το κατσίκι. Οκ, η κόπωση του πλέον κάπως έχει αρχίσει και φαίνεται, και προς το τέλος έσπασε σε κάποια σημεία η φωνή του. Αλλά WHO FUCKING CARES. Ο ήχος επίσης δεν ήταν ο καλύτερος. Ειδικά οι κιθάρες ήταν κάπως μπουκωμένες και κάποια riffs περισσότερο τα μάντευες γιατί τα ήξερες απ’έξω, παρά τα άκουγες. Αντιθέτως τα solo ακούγονταν κρύσταλλο. Αλλά και πάλι, ΠΟΙΟΣ ΝΟΙΑΖΕΤΑΙ; Αυτό που ζήσαμε όσοι ήμασταν εκεί δεν περιγράφεται με λέξεις. Θα το θυμόμαστε και θα δακρύζουμε. Θα το λέμε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας, ότι ήμασταν κι εμείς εκεί. Όταν ΑΥΤΗ η αγέραστη ΜΠΑΝΤΑ μας έκανε να βρεθούμε όλοι μαζί σε έναν άλλο κόσμο, στον κόσμο των Iron Maiden.
Θα ήθελα να πω και δυό λόγια για το φεστιβάλ όπως το βίωσα εγώ. Η μέρα έμοιαζε περισσότερο με μια μεγάλη συναυλία με πολλές μπάντες παρά με φεστιβάλ. Οι δύο σκηνές δεν φάνηκε να εξυπηρετούν κάποιο σκοπό, ειδικά η δεύτερη που ήταν τοποθετημένη με ανάποδη κλήση και δεν έβλεπες και πολλά αν ήσουν κάπως πίσω. Ο χώρος των ΑΜΕΑ, τουλάχιστον στην αριστερή πλευρά της κεντρικής σκηνής που ήμουν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας, ήταν πολύ δύσκολα προσβάσιμος καθώς έπρεπε οι άνθρωποι να περάσουν από χαλίκια. Δεν κοστίζει τίποτα να τοποθετηθεί τουλάχιστον ένας πλαστικός δρόμος ή μια ράμπα να μην δυσκολεύεται ο κόσμος. Επίσης αν πείναγες δεν είχες και πολλές επιλογές. Καλό θα ήταν σε επόμενο Rockwave να έχει λίγο παραπάνω επιλογές για φαΐ/ποτό, όπως έχει σε όλα τα φεστιβάλ του κόσμου, για να κάνει την εμπειρία ακριβώς λίγο πιο «φεστιβαλική». Κατά τα άλλα ήταν σίγουρα μια απολαυστικότατη μέρα γεμάτη metal, όπως ακριβώς τις θέλουμε. Άντε και του χρόνου καλύτερα! – Α.Π.
Υ.Γ.1: Δεν ψαρώνει κανείς πια με το “Alexander the Great”. Δεν το ζήτησε κανένας, και ο κόσμος δεν το τραγούδησε καν όταν είπε δυο στίχους ακαπέλα ο Bruce.
Υ.Γ.2: ΜΟΝΟ MAIDEN.
Ο Άρης έχει βάλει σκοπό της ζωής του να μην ξαναχάσει κανένα Roadburn Festival. Ζει στην Ολλανδία και εκτός από το να γράφει στο Rockin'Athens και να τρέχει σε συναυλίες είναι αρχαιολόγος, gamer και ενίοτε και τα δύο ταυτόχρονα.
Τα cookies επιτρέπουν μια σειρά από λειτουργίες που ενισχύουν την απόλαυση του Rockin'Athens.gr. Χρησιμοποιώντας τον ιστότοπο, συμφωνείτε με τη χρήση τους.ΑΠΟΔΟΧΗΜΗ ΑΠΟΔΟΧΗΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ