Η αρχή του rock/metal τριημέρου του ιστορικού Rockwave Festival έγινε την Παρασκευή 7/7, έχοντας στο προσκήνιο το δις αναβληθέν live των Deep Purple!
Ανταπόκριση: Σπύρος Ζαρμπαλάς / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (πλήρες photo report εδώ)
Πρώτοι στην σκηνή ανέβηκαν οι …ήρωες Lazy Man’s Load, με ζέστη σε ακραία επίπεδα και τον ήλιο φάτσα φόρα. Αν όμως έχεις φάει τα stage με το κουτάλι, αποδίδεις κάτω από κάθε συνθήκη, έτσι και η πεντάδα μας έδωσε ένα πολύ δυνατό live στα γνωστά τους standards. Οι γενναίοι που είχαν πιάσει από νωρίς κάγκελο (κάποιοι θεοί με ομπρέλες για τον ήλιο μεταξύ αυτών) έδειξαν να αντιδρούν πολύ θετικά στα βρώμικo heavy riffing των κομματιών του “All Hat No Cattle”, αλλά και στα καινούρια tracks που έπαιξαν, τα οποία ήδη μοιάζουν να έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο set. Yπερ-άνετοι στην σκηνή, έδειχναν στην πράξη ανά πάσα στιγμή ότι όχι μόνο ήθελαν πολύ αυτό το gig, αλλά το άξιζαν κιόλας.
Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε tribute bands σε festival slots και η επιλογή αυτή ξένισε πολλούς. Οι Rock & Roll Children όμως έχουν δώσει καιρό τώρα τα διαπιστευτήρια τους στην ελληνική σκηνή, και έχουν δικό τους πυρήνα οπαδών. Δυστυχώς, ο μπροστάρης Γιάννης Παπανικολάου είχε την ατυχία να είναι άρρωστος αλλά τόσο αυτός όσο και η υπόλοιπη μπάντα έδωσαν για 50 λεπτά μια γερή δόση Dio στον κόσμο, που προσπαθούσε να τους ενισχύσει με το απαραίτητο boost τραγουδώντας πίσω τα περισσότερα ρεφρέν. Ακούστηκαν οι καλύτερες στιγμές από Rainbow, Black Sabbath & Dio (κάποια tracks «δεμένα» και σαν medley), κλείνοντας με την χρυσή τριάδα των Die Young/Heaven & Hell/Holy Diver.
Oι Bokassa έσκασαν στο stage οριακά χωρίς να το πάρει χαμπάρι ο κόσμος, αλλά με την τρέλα που κουβαλούσαν έκαναν άμεσα αισθητή την παρουσία τους. Το power trio από Νορβηγία παίζοντας ένα μείγμα μεταξύ punk rock και stoner, ανέβασε ταχύτητες και μουσικά αλλά και σαν stage presence, καταφέρνοντας να κάνουν πολλούς να φύγουν από το καταφύγιο της σκιάς και να πλησιάσουν την σκηνή. Ο κάπως λασπωμένος ήχος δεν βοηθούσε τα riff να βγουν προς τα έξω και προσωπικά δεν ξεχώρισα κάποιο κομμάτι, όμως απότι φάνηκε από τις αντιδράσεις έφτιαξαν την διάθεση των παρευρισκόμενων με το «συναυλιακό» τους vibe αλλά και τα χιουμοριστικά rants του frontman τους ανάμεσα στα κομμάτια. Στα δικά μου μάτια είναι μπάντα που ένα κλειστό club θα τους ταίριαζε περισσότερο, και πιστεύω αρκετοί μετά το live στο Rockwave τους περιμένουν για headline εμφάνιση στην χώρα μας. Bonus points για το απόσπασμα-σφήνα από το “Riff Raff”!
Μετά την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα στους Bokassa, ακολούθησε το μελανό σημείο της βραδιάς. Αρκετός κόσμος είχε μαζευτεί για να δει για πρώτη φορά τους metalcore heroes As I Lay Dying, αλλά δυστυχώς τα συνεχή προβλήματα στον ήχο δεν πιο πολύ εκνεύρισαν παρά χαροποίησαν τους οπαδούς τους. Στην αρχή έμοιαζαν όλοι ανεπηρέαστοι από το γεγονός ότι τα μισά μέλη της μπάντας δεν ακουγόντουσαν, ανοίγοντας και circle pits (τα οποία ζητούσε συνεχώς και ο πολύ επικοινωνιακός Tim Lambesis) όμως μετά από 4-5 κομμάτια οι AILD σταμάτησαν για ένα αμήχανο break προσπαθώντας να φτιάξουν τα τεχνικά προβλήματα, αφού πλέον και οι ίδιοι είχαν καταλάβει ότι ο ήχος τους δεν βγαίνει προς τα έξω. Αυτό «κρύωσε» πολύ τον κόσμο, αλλά και την μπάντα που στο υπόλοιπο σετ ήταν σε διαρκή επιφυλακή και απορία για το τι συμβαίνει, κάνοντας συχνά νοήματα μεταξύ τους και με τους ηχολήπτες τους. Κρίμα γιατί το setlist και η απόδοση της μπάντας ήταν πραγματικά καλή, αλλά τα παραπάνω θέματα τους ξενέρωσαν, τους χαντάκωσαν και δεν μπόρεσαν να προσφέρουν το show τους.
Το Terra Vibe από τις 8:30 και έπειτα άρχισε να γεμίζει απότομα κόσμο, που ερχόταν να τιμήσει το «κυρίως πιάτο» της βραδιάς. Οι Saxon είναι μια περίπτωση μπάντας που έχουν βρει μια συνταγή επιτυχίας, την εκτελούν αλάνθαστα και χωρίς πολλά-πολλά, και έχουν φανατικό κοινό. Ξέρεις από πριν τι θα δείς, αλλά είναι τόσο καλό που ξαναπάς όσες φορές και αν χρειαστεί. O ορισμός ενός διασκεδαστικού Heavy Metal live, με την μπάντα (όπως πάντα άλλωστε) να είναι σε μεγάλα κέφια και κλασικά κομμάτια όπως τα “Motorcycle Man” και “Wheels of Steel” να είναι ικανά να αναστήσουν και πεθαμένους. H εμφάνιση των Saxon είχε και ένα bonus για αρκετούς «ρομαντικούς», καθώς ο τεράστιος Brian Tatler των Diamond Head έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την μπάντα αντικαθιστώντας τον Paul Quinn, και φαινόταν σαν να παίζει ήδη εκεί 30 χρόνια. Με μια πρόχειρη ψηφοφορία δια βοής είχαμε επιτέλους την ευκαιρία να ακούσουμε και το “Ride Like The Wind”, κομμάτι που όπως είπε και ο Biff ζητούν ασταμάτητα οι οπαδοί σε κάθε εμφάνιση των Βρετανών στην χώρα μας, ενώ το “Princess of the Night” ήταν ιδανικό κλείσιμο ενός φοβερού live.
Πολλά έχουν ακουστεί τα τελευταία χρόνια για την κατάσταση των Deep Purple συναυλιακά, και ειδικότερα για αυτήν του Ian Gillan. Μιλάμε άλλωστε για ένα group που εκτός του «βενιαμίν» Simon McBride, κυμαίνονται από 75 έως 78 χρονών· βλέποντας τους στην σκηνή του Terra Vibe όμως ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει. Ξεκινώντας με το “Highway Star” -και τις τσιρίδες του- είδαμε για πάνω από 90’ ένα καταπληκτικό live απ’όλες τις απόψεις, για μένα προσωπικά καλύτερο από την τελευταία φορά που είχα δει την μπάντα το μακρινό 2006. Αψεγάδιαστος ήχος, φοβερή διάθεση απ’όλη την μπάντα είτε στα solo τους είτε εντός των κομματιών, και ένα σέτλιστ άριστα υπολογισμένο ώστε να αναδεικνύει τα δυνατά χαρτιά της μπάντας.
Από το “Uncommon Man” και την συγκινητική αφιέρωση στον Jon Lord, στα σκετσάκια του “Lazy”, την ανατριχίλα στο “When a Blind Man Cries”, και τo εμβληματικό “Perfect Strangers”, η βραδιά ήταν γεμάτη highlights που οδηγούσαν στο κλείσιμο με το πιο γνωστό riff στον κόσμο. Ο ΜcBride έδωσε μια παράσταση-tribute στον Ritchie Blackmore, αποδίδοντας πιστά το υλικό και έχοντας ένα από τα καλύτερα tone κιθάρας που έχω ακούσει σε live, ενώ παρά τον μόλις ένα χρόνο του στην μπάντα όχι απλά δεν έμενε πίσω από τα υπόλοιπα ιερά τέρατα στο stage, αλλά τραβούσε και τα φώτα όσο συχνά έπρεπε. Tα απόλυτα ταιριαστά “Hush” και “Black Night” στο encore απλά σφράγισαν με τον καλύτερο τρόπο το τέλος του live των Deep Purple. Αν αυτή ήταν η τελευταία τους εμφάνιση στην χώρα μας, ήταν άξια του θρύλου τους και μας αποχαιρέτησαν με το κεφάλι ψηλά.