Η έναρξη του πιο “καυτού” διημέρου του καλοκαιριού ήταν γεγονός, με τους θρυλικούς Judas Priest στη θέση των headliners της Πέμπτης, αλλά και ιδιαιτέρως δημοφιλή ονόματα στο billing όπως οι Accept και οι Sabaton. Πάμε να δούμε τι έγινε;
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης, Μανώλης Ροδοκανάκης, Στέφανος Λοΐσιος & Αναστασία Παπαδάκη / Φωτογραφίες: Aναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Δύσκολη αποστολή είχαν να βγάλουν εις πέρας οι Jacks Full, αφού εγκαινίασαν το νέο Vibe Stage του Terra Vibe -που είχε στηθεί λίγα μέτρα μπροστά από την ανατολική πύλη- με τον ήλιο να καίει. Oι hard rockers ωστόσο κατάφεραν και μάζεψαν αρκετό μέρος του κοινού στο κάγκελο, παίζοντας κομμάτια από το ντεμπούτο album τους, αλλά και τρία καινούρια, τα οποία ακούστηκαν πολύ ενδιαφέροντα τόσο σε μένα, όσο και στον κόσμο που τους χάρισε το χειροκρότημά του. – A.Π.
Οι Null’o’zero μπορεί να υπάρχουν μόλις από το 2012, αλλά με ένα EP και δύο full length στο ενεργητικό τους δεν τους λες άπειρη μπάντα. Αυτό φάνηκε και στην εμφάνιση του Σαββάτου στην μικρή σκηνή του Terra Vibe, όπου η μπάντα δε μάσησε ούτε από τον ήλιο, ούτε από το μέγεθος της διοργάνωσης, και απέδωσε το μοντέρνο heavy metal της με σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Εγώ απλά να προσθέσω ότι όταν ο ήχος είναι τόσο τεράστιος, ακόμα και η υποψία λάθους ακούγεται, οπότε ίσως κάποια πραγματάκια σε 1-2 solos να θέλανε λίγη προπόνηση ακόμα. Πέραν τούτου, όλη η μπάντα απέδωσε τίμια, η φωνή ήταν εντυπωσιακή, ο κόσμος που ήδη είχε αρχίσει να μαζεύεται – προφανώς όχι στα νούμερα που είδαμε μετά – το έπιασε, και έτσι οι Null’o’zero αν και γέμιζαν μια κάπως άχαρη θέση, χειροκροτήθηκαν όπως τους άξιζε. – Μ.Ρ.
Ο καλοκαιρινός ήλιος και ο καύσωνας χτύπησαν ανελέητα τους Foray Between Ocean και το εντυπωσιακά αρκετό κοινό που βρέθηκε μπροστά στη μικρή σκηνή του φεστιβάλ υπό πολύ δύσκολες συνθήκες. Η μπάντα όμως απάντησε με πυγμή “φτύνοντας” το δυναμικό της metal με ενεργητικότητα και θέληση να εκμεταλλευτούν την θέση τους στο line up της ημέρας. Ακούσαμε υλικό κυρίως από το “Depression Neverending” (2016) το οποίο, ενώ εκτελέστηκε άψογα, υπονομεύτηκε από τον μετριότατο ήχο που χαρακτήρισε τις περισσότερες εκ των εμφανίσεων στη μικρή σκηνή. Παρ’όλα αυτά το κοινό φάνηκε να περνάει καλά, ενώ σίγουρα κερδήθηκαν και νέοι οπαδοί, πράγμα που είναι και το ζητούμενο. Ιδιαίτερος χαμός έγινε στα “My Orient” και “Piece of Life”, με τα οποία έκλεισε και το μισάωρο της εμφάνισης. – Γ.Ξ.
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να βρεθείς σε live των Accept και να μην περάσεις καλά. Τι κι αν είχε 35 βαθμούς στο λιοπύρι, τι κι αν το backdrop banner έπεσε στη μέση της συναυλίας, τι κι αν οι ασυνήθιστοι στις συνθήκες Γερμανοί είχαν γίνει κόκκινοι από τη θερμοπληξία; Για τους χιλιάδες οπαδούς που μαζεύτηκαν μπροστά στη μεγάλη σκηνή, εκείνη τη στιγμή ξεκινούσε το μεταλλικό όνειρο, που θα τελείωνε το επόμενο βράδυ με το καλύτερο τρόπο. Και πως γίνεται να μην χτυπιούνται όλοι σαν τρελοί όταν ακούγονται ύμνοι όπως τα “Restless and Wild”, “Princess of the Dawn”, “Metal Heart”, με, ίσως, τον καλύτερο ήχο lead κιθάρας που έχω ακούσει σε ανοιχτό φεστιβάλ; Πως γίνεται να μην ξελαρυγγιάζονται όλοι προσπαθώντας να καλύψουν την φωνή μίας από της καλύτερες μεταγραφές της μεταλλικής ιστορίας, του Tornillo όταν εκτελούσε παλιές και νέες επιτυχίες όπως τα “Die by the Sword”, “Koolaid” και το ήδη κλασσικό “Teutonic Terror”; Το rhythm section με την τεράστια εμπειρία πυροβολούσε ανελέητα, το sing-along ήταν ασταμάτητο, ενώ ο Hoffmann, όταν κατάλαβε τι γίνεται από κάτω, πήρε το show πάνω του δίνοντας απίστευτες ερμηνείες ενώ παράλληλα καθοδηγούσε το κοινό. Μόνο μετά το κλείσιμο με τα αρχαία υπερκλασσικά “I’m a Rebel” και “Burning” καταλάβαμε ότι έπρεπε να έχουμε φυλάξει δυνάμεις για όσα θα ακολουθούσαν. Μοναδική ένσταση η θέση τους στο billing που κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είναι μετά τους Sabaton. – Γ.Ξ.
Saxon. Αυτό. Κατεβείτε πιο κάτω να διαβάσετε τα όσα θαυμαστά έχει γράψει ο έγκριτος συνάδελφος Στέφανος Λοΐσιος για τους Judas Priest. 2018 έχουμε, θα έπρεπε να ξέρετε – και είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι όντως ξέρετε – ότι το όνομα των Saxon αποτελεί εγγύηση στον χώρο του heavy metal, είτε μιλάμε για μικρή σκηνή, είτε για μεγάλη, είτε για 200 άτομα, είτε για 20.000. Μιλάμε βέβαια και για ανθρώπους που πραγματικά έχουνε φάει τη ζωή τους σε μια σκηνή, έτσι; Δεν είναι και να απορείς που η μπάντα μπαίνει με το “Thunderbolt”, συνεχίζει με το “Motorcycle Man”, κι εσύ αν δεν το ήξερες, δε θα καταλάβαινες ότι τα δυο κομμάτια τα χωρίζουν σχεδόν 40 χρόνια. Αυτό που είναι πραγματικά να απορείς όμως, είναι πώς γίνεται αυτή η μπάντα κάθε φορά που την βλέπεις, να σου θυμίζει γιατί ακούς heavy metal. Επειδή μιλάμε για φεστιβάλ και έχετε πολλά να διαβάσετε, θα μείνω σε δύο highlights. Ο τρόπος που η μπάντα έπαιξε το “Ride Like the Wind”, κομμάτι που όντως δεν παίζει σε αυτή την περιοδεία, απλά επειδή το ζήτησε ο κόσμος. Και ο τρόπος που ο Byford ζήτησε από έναν οπαδό στην πρώτη σειρά το τζιν αμάνικό του, και το φόρεσε για να πει το “Denim and Leather”. Δεν νομίζω ότι έχω δει πιο ειλικρινή και ανεπιτήδευτη στάση από μπάντα με 40 χρόνια και 22 δίσκους στην πλάτη. Και όχι Biff, μια χαρά το είπατε το “Ride Like the Wind” κι ας ήταν απροβάριστο. Και κανείς μας, δημοσιογράφος ή μη, δεν πρόκειται να γκρινιάξει. Και όταν το παίζετε εσείς, είναι και heavy metal. – Μ.Ρ.
Τρίτη φορά που έβλεπα τους Sabaton και οι Σουηδοί αυτή τη φορά δε μπόρεσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Δεν ξέρω αν γενικά δε μπορούν τις φεστιβαλικές συνθήκες, καθώς είναι η πρώτη φορά που τους βλέπω σε ανοιχτό χώρο, αλλά η εμφάνιση του Σαββάτου ήταν μία οριακά άβολη κατάσταση με τον Brodén να νιαουρίζει αντί να τραγουδάει και να κρύβεται σχεδόν καθ’όλη τη διάρκεια της εμφάνισης πίσω από τα προηχογραφημένα χορωδιακά μέρη. Το show ήταν πραγματικά εντυπωσιακό, αλλά αυτό μάλλον χειρότερα έκανε τα πράγματα, γιατί από τη μία είχαμε φωτιές και εκρήξεις κι από την άλλη μια μπάντα, που αν και πλην της φωνής απέδωσε άψογα, εν τούτοις έμοιαζε περισσότερο μέρος της σκηνικής παρουσίας παρά αληθινό συγκρότημα. Ο κόσμος βέβαια δε φάνηκε να χαμπαριάζει και πολύ καθώς και μαζεύτηκε κάτω από τη σκηνή και φώναξε και στήριξε τη μπάντα, η οποία, για να είμαστε δίκαιοι, αν εξαιρέσεις την φωνή απέδωσε άψογα, έχυσε πολλά κιλά ιδρώτα και γενικά έκανε ό,τι μπορούσε για να ικανοποιήσει τους οπαδούς της. Όσο για τον δύσμοιρο τον Brodén, όσο και να έτρεχε πάνω κάτω και να κούναγε τις γροθιές του, μόλις στο “Resist and Bite”, ένατο (!) κομμάτι του set, κατάφερε να βρει κάπως τα πατήματά του, και έτσι μπορέσαμε να ακούσουμε 5-6 κομμάτια που θύμιζαν Sabaton. Ας ελπίσουμε να μπορέσει να βρει τον καλό του εαυτό. Και να του πει κάποιος ότι ακριβώς τα ίδια αστεία τρίτη φορά στο ίδιο κοινό καταντάνε κουραστικά. – Μ.Ρ.
Μετά τις εξαιρετικές εμφανίσεις των Accept και Saxon στην μεγάλη σκηνή του Rockwave και των Sabaton στην δεύτερη σκηνή, είχε έρθει η ώρα των αδιαμφισβήτητων Metal Gods, Judas Priest να πατήσουν το σανίδι. Ώρα 22:30 και το “War Pigs” αρχίζει να παίζει από τα ηχεία, στέλνοντας το μήνυμα πως εντός ολίγου θα ξεσπάσει η… Judas Priest Style Heavy Metal καταιγίδα. Λόγω απρόοπτου με τον άνεμο όμως οι Priest δεν έκαναν την καθιερωμένη είσοδο με το πανί που πέφτει, αλλά κάτι τέτοια πράγματα δεν τους πτοούν και έτσι ο Rob Halford πήρε επάνω του το intro και απλά πάτησε επιβλητικά στη σκηνή και έδειξε “σέντρα” στη βραδιά με τσιρίδα απευθείας από τη κόλαση και τα υπόλοιπα μέλη ήδη να έχουν ξεκινήσει το “Firepower”. Κόλαση, πανικός και “With Weapons Drawn We Claim The Future”… Συνέχεια με “Grinder” και το χοροπηδητό στις πρώτες σειρές ξεκινά, με τον κόσμο να τραγουδά σχεδόν κάθε στίχο, με τους Ritchie Faulkner και Andy Sneap (ο οποίος είναι πολύ πιο ενεργός και φανερά λυμένος σε σχέση με τις πρώτες ημερομηνίες της περιοδείας) να παίζουν έντονα με τον κόσμο, ενώ ο Ian Hill όπως πάντα να καμαρώνει για τη μπάντα του, κοπανιώντας και παίζοντας το μπάσο του. Αυτό ήταν… Με το “καλημέρα” οι Metal Gods είχαν πιάσει από το λαιμό άπαντες…
Η συνέχεια απλά καθηλωτική, μιας και για άλλη μια φορά οι Judas Priest όπως και σε κάθε περιοδεία, ανακατεύουν το setlist και πάντα παρουσιάζουν κάτι διαφορετικό, μέσα από τον τεράστιο κατάλογο τους. Ώρα για 70’s με τα έπη “Sinner” και “Ripper”, κολλητά και στη συνέχεια επιστροφή στο μέλλον με το “Lighting Strike” και τον Rob και τη μπάντα να έχουν ζεσταθεί για τα καλά και να προχωράνε μπροστά με το ανθεμικό “Bloodstone”. Αμέσως μετά, άσμα έπος για ατόφιους Πριστάδες [sic]. “Saints In Hell”, το οποίο για πρώτη φορά παίζεται σε περιοδεία της μπάντας γενικώς, από τότε που γράφτηκε πίσω το 1978 και με τον… τρελό καραφλό να “φτύνει” απόκοσμο μαζούτ ανάβοντας για τα καλά τα καζάνια της κολάσεως και να αποθεώνεται με το γνωστό σύνθημα.
Sing along “διάλειμμα” με το καρα-συναυλιακό και στανταράκι “Turbo Lover” και μετά ξανά 70’s με “Tyrant” και δώσ’του ξανά τρέλα και πανικό, ο οποίος έδωσε την σκυτάλη του στο συναίσθημα και την υπέροχη εκφραστικότητα και τα χρώματα της φωνής του Μetal God με το “Night Comes Down”. Ώρα για γκάζια ξανά με το “Freewheel Burning”, με τον κόσμο να ξελαρυγγιάζεται στο ρεφρέν και τον Scott Travis να δείχνει για μία ακόμα φορά πως ότι παίζει ο άνθρωπος από τα κομμάτια που έχουν γραφτεί πριν από αυτόν, παίρνουν άλλη εντελώς διάσταση. Όπως και να το κάνεις, δικαιωματικά θεωρείται ο κλασικός Priest drummer, μετρώντας 28 χρόνια παρουσίας πίσω από το kit. Μετά το ισοπεδωτικό “Freewheel Burning”, ώρα για ανάσες με το instrumental “Guardians” να ακούγεται από τα ηχεία, προετοιμάζοντας το μεγαλείο του “Rising From Ruins”, το οποίο προέρχεται και αυτό από το εξαιρετικό Firepower album. Τι να πεις… Δικαίως προστέθηκε στο setlist εδώ και περίπου 2,5 μήνες, μετά από λαϊκή απαίτηση.
Φυσικά σε Priest show δεν θα μπορούσε να λείψει το “You Got Another Thing Coming”, με το sing along να δίνει και να παίρνει, όπως ήταν αναμενόμενο. Σκυτάλη στην κλασική και εικονική είσοδο με τη Harley για τον Rob και “Hell Bent For Leather” ολοκαύτωμα και αμέσως μετά “Painkiller” με τον αναμενόμενο πανικό παντού. Ώρα για encore, με “Metal Gods”, “Breaking The Law” και “Living After Midnight” και τέλος! Αυτό ήταν η Αθήνα χτυπήθηκε από την ατόφια δύναμη πυρός των Judas Priest, οι οποίοι έδωσαν ότι είχαν και δεν είχαν πάνω στη σκηνή, όπως άλλωστε κάνουν πάντοτε.
Εν κατακλείδι, μπορεί οι Priest να ξεκίνησαν αυτή τη περιοδεία με την απώλεια του Glenn Tipton, λόγω Parkinson, με τον θρυλικό κιθαρίστα να εμφανίζεται σε ορισμένες ημερομηνίες και εφόσον τα συμπτώματα είναι σε ύφεση, αλλά χάρη στην ενέργεια του Ritchie Faulkner που έχει ταιριάξει γάντι στα 7 χρόνια που είναι με τη μπάντα, την επιβλητικότητα και το μεγαλείο του Rob Halford και με στυλοβάτες τους ακούραστους εργάτες Ιan Hill και Scott Travis και τον Andy Sneap να βοηθά ως touring member, έδειξαν γιατί η έννοια Heavy Metal είναι συνυφασμένη με τους Judas Priest εδώ και 49 χρόνια. Πολύ απλά, η εμφάνιση τoυς το βράδυ της Πέμπτης, ήταν ένα κρεσέντο ατόφιου metal μέσα από τον ατελείωτο κατάλογο τους και εξαιρετικής απόδοσης από όλους τους. Ο Ritchie, παίρνοντας το κυρίως βάρος στις κιθάρες έδειξε την κλάση του, ο Hill με τον Travis, απλά βομβάρδισαν τα πάντα, ο Sneap έκανε αυτά που έπρεπε και κάτι παραπάνω, ενώ ο αδιαμφισβήτητος Μetal God και Καραφλο-Δερμάτινος Σατράπης, κατέθεσε ψυχή, πάθος, χρώμα εκφραστικότητα, απόκοσμη λύσσα, μαζούτ και φωτιά, γεγονός που μαρτυρά το πόσο απολαμβάνει να παραδίδει τα καλούδια στις σκηνές ανά τον κόσμο. Και όπως είπε και λίγο αργότερα… “Ι’m just like old wine dear” και ο γράφων συμφωνεί 110%. – Σ.Λ.