H τέταρτη και τελευταία ημέρα του φετινού Rockwave Festival αποδείχτηκε και η χειρότερη, τουλάχιστον όσων αφορά το θέμα προσέλευσης κόσμου. Με την προπώληση να κυμαίνεται σε απογοητευτικά επίπεδα, η διοργάνωση αποφάσισε να μην ανοίξει η Vibe Stage και όλες οι μπάντες να εμφανιστούν στην μεγάλη σκηνή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί ο χρόνος εμφάνισης των πρώτων κυρίως συγκροτημάτων αλλά και κάποιες καθυστερήσεις στο χρόνο εμφάνισης όσο κυλούσε η ημέρα. Πιο αναλυτικά:
Ανταπόκριση: Άρης Ζαρκαδάκης, Δήμητρα Μαρίνη, Χρήστος Κατσίμπας / Φωτογραφίες: Στέργιος Ανδρεάδης
Την τελευταία ημέρα του Rockwave Festival άνοιγαν οι Mahakala. Όχι όμως στη Vibe Stage (προς έκπληξη των περίπου 20-30 ατόμων που βρεθήκαμε απο νωρίς στη Μαλακάσα) αλλά στη μεγάλη σκηνή. Το γιατί το αναφέραμε στον πρόλογο. Με αυτή την αποκαρδιωτική εικόνα των συγγενών και φίλων κάτω από τον καυτό ήλιο και το άδειο Terravibe, αλλά και του κουτσουρεμένου setlist τους, τα παιδία δώσανε ότι καλύτερο είχαν αποδίδωντας με τον καλύτερο τρόπο κομμάτια από το πρόσφατο “Devil’s Music”. Σύμμαχός τους ο πολύ καλός ήχος. Ακόμα μία επαγγελματική (με την καλή έννοια) εμφάνιση για τους Mahakala, οι οποίοι ευχαρίστησαν τους λίγους παρευρισκομένους και έδωσαν τη θέση τους στη σκηνή…
…στους Tardive Dyskinesia. Πάνω κάτω τα ίδια ισχύουν και εδώ. Πραγματικά θαυμάζω αυτά τα παιδιά που τις τρεις ημέρες ανέβηκαν και παίξανε στις 12 και στη 1 η ώρα μπροστά σε ελάχιστο κόσμο. Οι TD ανέβηκαν στην Terra Stage γύρω στη 1 με τον κόσμο να εξακολουθεί να είναι ελάχιστος. Ελάχιστος ήταν και ο χρόνος εμφάνισής τους (μισή ωρίτσα, όπως και στους Mahakala) αλλά παρόλα αυτά η όρεξη τους δε φάνηκε καθόλου μειωμένη. Στα γνωστά υψηλά standards τους, μας ταρακούνησαν όσο χρειαζόταν, κάνανε και το χαβαλέ τους προτείνωντάς μας να κάνουμε ένα wall of death και σιγά σιγά μας αποχαιρέτησαν και εμείς με τη σειρά μας ψάξαμε για καμιά σκιά…
Κάπου εδώ έγινε και η πρώτη αλλαγή στο πρόγραμμα καθώς επόμενοι στη σκηνή ανέβηκαν οι Acid Death. Η εικόνα ίδια…μη τα ξαναλέω γιατί με κούρασα κι εμένα. Στη μισή ώρα που είχαν στη διάθεσή τους, συμπεριέλαβαν και παλιότερο υλικό τους στην εμφάνισή τους, πέρα από κομμάτια από το περσινό comeback album τους. Αξιοπρεπέστατοι και αυτοί, χειροκροτήθηκαν από τους λιγοστούς φίλους τους και κάπου εκεί ήρθε η ώρα για την μεσημεριανή σιέστα στο Terravibe.
Σειρά είχαν οι Opera Chaotique. Ο Tenorman, frontman της μπάντας, ο Voodoo Drummer, μια αρπίστα και μια νεαρή σοπράνο, μέρος της πολυπληθούς σύνθεσης, παρουσίασαν δουλειά τόσο από τον επερχόμενο δίσκο “Poems Of A Dirty Old Man” όσο και από το “Death Οf Τhe Phantom Οf Τhe Opera”. To θέαμα, με στόχο να εξομοιώσει το προαναφερθέν concept album, το διέκοπταν οι συχνές και κάπως αφελείς αφηγηματικές παρεμβάσεις του Tenorman. Σε ένα performance, σίγουρα λυρικό και μουσικά πλούσιο, ξεχώρισαν το “The Phantom Of The Opera Is Dead”,η σύντομη εξιστόρηση για την καλόγρια που ζητά συγχώρεση πριν το “Father Forgive Me For I Have Sinned” και η διασκευή του “The Piano Has Been Drinking” του Tom Waits. Πολλοί βιάστηκαν να τους χαρακτηρίσουν αντιφεστιβαλικούς αν και η μπάντα συχνά πλαισιώνεται από “side session” χορευτών και ακροβατών. Αναδιατυπώνοντας θα έλεγα πως ένα μουσικό bar theater θα ταίριαζε εξαιρετικά στη γκροτέσκο αισθητική τους, ανακόλουθη με τον εκτυφλωτικό μεσημεριανό ήλιο της υπαίθρου και τη rrrrrock διάθεση του festival.
Με μερικές ακόμη ψυχές να έχουν καταφτάσει στη Μαλακάσα, ήταν η σειρά των Chaostar να πάρουν τη θέση τους στην Terra Stage. Εξίσου πειραματικοί και αυτοί, αλλά με σαφώς διαφορετικό ήχο και με την σοπράνο Ανδρονίκη να τραβάει την προσοχή των παρευρισκομένων, αλλά και με lineup το οποίο απαρτίζεται από σημαντικές μονάδες της εγχώριας metal σκηνής, η μπάντα απέδωσε το εξαίσιο -αλλά ‘δυσκολοχώνευτο’ για το μέσο αυτί και δη σε συνθήκες ανοιχτού φεστιβάλ- υλικό της. Πολύ καλή μπάντα, πολύ καλή εμφάνιση αλλά ατυχής επιλογή για τέτοιου είδους διοργάνωση, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω για τους Opera Chaotique.
Όταν ο Craig Walker εμφανίστηκε στη σκηνή κατέρρευσαν οι ελπίδες για τη συναυλιακή ατμόσφαιρα που τόσο περιμέναμε. Αν και λίγος κόσμος πλησίασε δειλά προς τη σκηνή το θέαμα δεν αφορούσε ξεκάθαρα τα μουσικά τεκταινόμενα, αλλά μάλλον την συμπεριφορά του πάλαι ποτέ τραγουδιστή των Archive. Άλλες φορές όρθιος και άλλες ξαπλωμένος επί σκηνής, σε κατάσταση εύθυμης μέθης, έβριζε την ελληνική κυβέρνηση, αποκαλούσε το κοινό και τους συνεργάτες του “bitches” και προσπαθούσε αποτυχημένα να κάνει κάποιο show περιστρέφοντας το μικρόφωνο. Αυτή η «άταχτη» συμπεριφορά κατέληξε σε ένα σπασμένο microphone stand και σε μια αμήχανη τραγουδίστρια την οποία είχε καλέσει ως guest να τραγουδήσει το “Fadeout Line”. Το τελευταίο, μια από τις καλύτερες στιγμές του set, ανέδειξε τις “groovy blues” κιθάρες του κιθαρίστα που κεντούσε στα δεξιά. Αν εξαιρέσεις το mix του “The End” με το “Bridge Scene” στο ξεκίνημα, το “Fuck You” και το πέρασμα από το “Again” στους Floyd και το “Wish You Were Here”, το υπόλοιπο set θύμιζε τη majore pop διάθεση των Pulp στα 80’s. Ενδεικτικά, και για την επάρκεια του παρόντος(!), αναφέρουμε από το setlist το “Fly Fly Away” από το “Like A Star” και “Bright Lights” και “Tired Heart” από το ντεμπούτο άλμπουμ του Ιρλανδού.
Οι Monophonics, η εξαμελής μπάντα από το San Francisco, που σχηματίστηκε το 2005, ήρθε να ταράξει τα ήσυχα νερά της 4ης και τελευταίας ημέρας. Η βρόμικη κιθάρα του Ian McDonald, η “jawdropping” φωνή του Kelly Finigan και τα πνευστά των Scott και Baky μας παρέσυραν σε ένα funky groove που ολοκληρώθηκε με την εξαιρετική διασκευή του “Baby I Love You” της Aretha Franklin. Το κοινό, ωστόσο, φάνηκε ν’ αναγνωρίζει και διστακτικά να λικνίζεται, μόνο στη ραδιοφωνική τους επιτυχία “Bang Bang” και το έτερο μεγάλο hit “I’m Done”. Ο Craig Walker φάνηκε να κερδίζει για άλλη μια φορά την προσοχή του κοινού και των φωτογράφων αφού σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισης της μπάντας περιφερόταν στο συναυλιακό χώρο ανταλλάσσοντας χαιρετισμούς με fans και διασκεδάζοντας σαν ξέφρενη groupie. Ως tribute στη γενέτειρα τους, οι Monophonics, που δικαιολογημένα φάνηκε να νοσταλγούν λόγω των αμέτρητων gigs σε Ευρώπη και Αμερική τα δύο τελευταία χρόνια τουλάχιστον, ερμήνευσαν το “California Dreamin”. Στα highlights της εμφάνισής της μπάντας συγκαταλέγεται και η γενναιόδωρη προσφορά δίσκων 45 στροφών που πέταξαν στο κοινό. Ως υπόσχεση, πριν αποχωρήσουν από το stage, μας είπαν ότι θα τους ξαναδούμε σύντομα στην Ελλάδα και το περιμένουμε!
Μετά τους Monophonics, σειρά είχαν οι Septic Flesh οι οποίοι στην σχεδόν 1 ώρα που είχαν στη διάθεση τους και έχοντας αποδείξει πλέον ότι είναι μια από τις καλύτερες μπάντες στο symphonic/death metal και μία από τις μεγαλύτερες μπάντες στη χώρα μας. Η τρίχα κάγκελο όταν στη σκηνή ανέβαινε ο Σωτήρης Βαγενάς και σιγόνταρε στα καθαρά φωνητικά. Δυστυχώς δεν ακούσαμε νότα από τη δισκογραφία της μπάντας από τη δεκαετία του ‘90. Ο Seth αρχοντικός ως συνήθως, δεν σταματούσε να ευχαριστεί το κοινό, ο Χρήστος αφοσιωμένος στις κιθάρες και ο Φώτης σωστό θηρίο στα τύμπανα! Με ύμνους όπως τα “Persepolis’’, “Annubis’’, “Unbeliever’’, “Virtues Οf Τhe Beast”, ξεσήκωσαν τους οπαδούς και προσέθεσαν άλλη μια εξαιρετική συναυλία στο ενεργητικό τους.
Παρά την καθυστέρηση της εμφάνισης τους, οι Αυστραλιανοί Dead Can Dance, στα 25-30 λεπτά που περίπου μεσολάβησαν από τους Septic Flesh έστησαν σκηνογραφικά ένα stage ανάλογο με τη μουσική τους ποιότητα. Μια λευκή κουρτίνα στο background, ο ψυχεδελικός φωτισμός και το “Children Of The Sun”, με το οποίο ξεκίνησαν, μας οδήγησαν στη μέθεξη που όλη μέρα περιμέναμε. Το slow tempo στα drums, τέλειος καμβάς για τις μεγαλειώδεις φωνές των Brendan Perry και Lisa Gerrard, μας μύησε στη θρησκευτική τους μυσταγωγία έως και μετά τα μεσάνυχτα. Το κοινό, μετά το πρώτο κομμάτι, συγκεντρώθηκε μπροστά στη σκηνή.
Δεν είναι τυχαίο που ήρθαν για δεύτερη φορά στην Ελλάδα μετά την οριστική τους επανασύνδεση το 2011. “Agape”, “Kiko”, “Amnesia” και “Opium” είναι μερικά από τα “eight tracks” του τελευταίου δίσκου τους, “Anastasis”, που ακούσαμε στο live performance της Τρίτης και που, σε μεγάλο βαθμό, απέδωσαν την progressive ακολουθία του δίσκου. Ενθουσιώδες ήταν το κοινό με τη διασκευή του “Ime Prezakias” καθώς και με την ερμηνεία του “Return Of The She-King” στο κλείσιμο της βραδιάς. Αυτό που κάποιοι λένε world music fusion, αναφερόμενοι στη μουσική τους, είναι η διάθεση τους να μιλήσουν σε μια διεθνή γλώσσα και να μας «χειραγωγήσουν», όπως οι ίδιοι λένε χαρακτηριστικά, με το μήνυμα της επαγρύπνησης. Όπως έχει πει η Lisa Gerrard σε συνέντευξή της, “There’s a fatigue but also deliberate desire to want to reach perfection”.