Υπάρχει ένας άγραφος κανόνας που λέει ότι ένα κείμενο πάνω από 700 λέξεις φαντάζει κουραστικό στον μέσο αναγνώστη. Το να περιγράψει όμως κάποιος ένα φεστιβάλ σαν το Roadburn με μόνο 700 λέξεις είναι σχεδόν αδύνατον. Χρειάζεται να αναλωθούν πολλές παραπάνω για να μεταφερθεί στο χαρτί ένα από τα καλύτερα φεστιβάλ του είδους παγκοσμίως! Παρ’όλη την καλή θέληση δεν κατάφερα να μην σπάσω το «φράγμα» των 700 λέξεων. Έτσι λοιπόν, θα τολμήσω να μεταφέρω την μοναδική αυτή εμπειρία που έζησα στο φετινό Roadburn, χωρίς να λάβω σοβαρά υπ’όψιν τον συγκεκριμένο κανόνα (στην τελική 2091 λέξεις δεν είναι και πολλές)!
Ανταπόκριση: Κώστας Τούσας / Φωτογραφίες: Λουκία Κυριοπούλου
Το Roadburn (για όσους δεν γνωρίζουν) είναι ένα ιδιαίτερο φεστιβάλ που λαμβάνει χώρα στο Tilburg της Ολλανδίας. Κάθε Απρίλιο, μαζεύονται εκεί για 4 μέρες, τα μεγαλύτερα αλλά και τα πολλά υποσχόμενα νέα, ονόματα της Doom, Psychedelic, Stoner, Avant-Garde, Metal σκηνής και του σκληρού ήχου γενικότερα. Πρόκειται για ένα Indoors Festival και ο χώρος που το φιλοξενεί είναι το Club “013” το οποίο αποτελείται από 3 σκηνές: το “Main Stage” χωρητικότητας 2200 ατόμων, το “Green Room” (350 ατόμων) και το “01” (150 ατόμων). Η τέταρτη σκηνή του Fest (“Het Patronaat”) βρίσκεται απέναντι από το “013” και είναι μια παλιά εκκλησία που την έχουν μετατρέψει σε συναυλιακό χώρο 900 ατόμων. Ενδιάμεσα βρίσκεται ένας πεζόδρομος διαμορφωμένος κατάλληλα για τις ανάγκες του Fest καθώς επίσης και το “V39”, ο χώρος που στεγάζει το merchandise και την αίθουσα προβολών. Ακόμη να μην ξεχάσω να αναφέρω και το “Cul de Sac”, ένα γειτονικό bar που προσφέρει τη μίνι σκηνή του για πιο underground εμφανίσεις.
Από την Πέμπτη 18 Απριλίου μέχρι και την Κυριακή 21 (“The Afterburner”) παρέλασαν από το σανίδι του Roadburn μπάντες που έκλεψαν την παράσταση, μπάντες που έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό, μπάντες απλά καλές, άλλες μέτριες, άλλες αδιάφορες (σύμφωνα με τα γούστα μου πάντοτε) και φυσικά μπάντες που δεν πρόλαβα καν να δω μιας και είναι φύσει αδύνατον να καταφέρει να δει κανείς τους πάντες. Έχοντας λοιπόν στα χέρια μου το πρόγραμμα, σημείωσα τις προτεραιότητές μου και ξεκίνησα για αυτό το μοναδικό μουσικό ταξίδι!
Την πρώτη μέρα (18/4) οι μπάντες που ξεχώρισαν ήταν: οι βετεράνοι Penance που βάρυναν την κεντρική σκηνή του “013” με το αργόσυρτο, βασανιστικό Doom τους κερδίζοντας έτσι το ζεστό χειροκρότημα και τις εντυπώσεις. Οι Gravetemple (aka Attila Csihar, O’Malley, Ambarchi trio) κάνοντας αυτό που ξέρουν πολύ καλά να κάνουν και με τους Sunn O))) – σκοτάδι, drone ατμόσφαιρα, occult τελετουργία, μυστικισμός, λαρυγγισμοί από αλλού. Οι Maserati με τον απίστευτο ήχο τους ταξίδεψαν σύσσωμο το “Green Room” σε πολύχρωμες μουσικές ουτοπίες, όπως επίσης και οι φοβεροί Black Bombaim με τα ψυχεδελο-stonerάδικα soundscapes τους και οι Pilgrim με το ανελέητο Doom τους. Οι Lantlôs που στοίχειωσαν την εκκλησία (“Het Patronaat”) με τον επιβλητικό τους ήχο – ένα αριστοτεχνικό πάντρεμα Black Metal με Post Rock. Οι Crown με τους sludge-o-doom-o-post/industrial πειραματισμούς τους (μια από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις του Fest). Οι Ολλανδοί Herder που μας ξεσήκωσαν όλους με την εκρηκτική τους παρουσία και τον συμπαγή Sludge-o-Doom ήχο τους. Οι Intronaut που μετέτρεψαν την εκκλησία σε ναό του Post-Metal. Οι The Midnight Ghost Train που με την άψογη απόδοσή τους και τα κολληματικά Stoner riffs τους έκαναν την μικρή σκηνή του “01” να φαντάζει ως “Main Stage”. Και τέλος οι High on Fire, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της βραδιάς αλλά και του Fest. Αν και ο ήχος τους δεν ήταν καλός, ο Pike και οι παρέα του σάρωσαν τα πάντα γύρω τους εκτελώντας μόνο το πρώτο τους άλμπουμ “The Art of Self Defense”. Τώρα όσο για της μπάντες που περίμενα πολλά περισσότερα αλλά τελικά με άφησαν απλά ικανοποιημένο ήταν: οι Lord Mantis που δυστυχώς δεν κατάφερα να τους απολαύσω όπως θα ήθελα μιας και έπαιζαν στο “01”, το οποίο ήταν κατάμεστο και έτσι παρακολούθησα πολύ λίγο από το σετ τους στο πίσω μέρος του venue. Οι δεύτεροι ήταν οι Pallbearer που αν και στην αρχή γούσταρα φουλ στην συνέχεια με κούρασαν λιγάκι έτσι ώστε να αφήσω το υπόλοιπο σετ τους για να προλάβω Crown (γενικώς είχε πολύ τρέξιμο για να προλάβεις να δεις τους περισσότερους). Οι μπάντες που με άφησαν παγερά αδιάφορο και με ώθησαν προς αναζήτηση άλλης σκηνής ήταν οι Blues Pills, The Psychedelic Warlords και Primordial. Με τους τελευταίους να έχουν μέτριο ήχο (και έναν κουραστικό, για το αυτί και το μάτι, Nemtheanga) και τους προτελευταίους να τολμούν ένα live tribute στο “Space Ritual” των Hawkwind, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.




Την δεύτερη μέρα (19/4) αυτοί που έκλεψαν την παράσταση ήταν: οι βετεράνοι thrashers Dream Death που τα έδωσαν όλα με ένα εκλεκτό σετ που αμφιταλαντευόταν μεταξύ Οld School Thrash, Doom και Death, λουστραρισμένο με έναν στακάτο και συμπαγή ήχο. Οι Uncle Acid and Τhe Deadbeats (μια από τις καλύτερες εμφανίσεις της βραδιάς, αλλά και του Fest ολόκληρου) που μας έκαναν να μην πιστεύουμε στα μάτια και στα αυτιά μας, με ένα μοναδικό show το οποίο έχει ήδη γραφτεί στην ιστορία. Απίστευτος ήχος, προσεγμένο σετ, εξωπραγματική αίσθηση – ένα αξιομνημόνευτο live. Από τις πιο εύστοχες επιλογές του Jus Oborn (των Electric Wizard), μιας και αυτός είχε φέτος την τιμητική του να διαλέξει τις μπάντες που θα πλαισίωναν την δεύτερη μέρα του φεστιβάλ, κάτω από την κωδική ονομασία “The Electric Acid Orgy”. Οι Electric Wizard σαν καλοί οικοδεσπότες μας υποδέχτηκαν μέσα στα ντουμάνια τους θολώνοντας για τα καλά τις συνειδήσεις μας . Οι άρχοντες του Doom μας προσέφεραν ένα από τα πιο δυνατά οπτικοακουστικά shows, καθώς ο προτζέκτορας δεν σταμάτησε να προβάλει grotesque/occult/erotic/grindhouse ταινίες (να επισημάνω ότι το ίδιο πράγμα γινόταν καθ’όλη τη διάρκεια της συγκεκριμένης μέρας στο “01”). Δυστυχώς όμως, χάρη στο συγκεκριμένο show είχα και την πρώτη απώλεια: Έχασα τους Goat. Ο λόγος ήταν, ότι είχαν ήδη ξεκινήσει πριν τελειώσουν οι Wizard με αποτέλεσμα να έχει γεμίσει το “Het Patronaat” και ο κόσμος να περιμένει στην ουρά σε περίπτωση που κάποιος έβγαινε. Κάποιοι από την παρέα μου, που είχαν την υπομονή να περιμένουν (εγώ δεν την είχα), κατάφεραν να μπουν για λίγο και να πάρουν μια γεύση (έμαθα ότι ήταν τέλειοι). Ίσως το μεγαλύτερο λάθος της διοργάνωσης, το να έχουν Wizard απέναντι από Goat, όπως επίσης και η λάθος επιλογή χώρου (ήθελαν κεντρική σκηνή κανονικά). Το ίδιο «λάθος» έγινε και με τους Kadavar με την γνωστή ουρά στο “Het Patronaat”. Τουλάχιστον σε αυτήν την περίπτωση κατάφερα να τρυπώσω μερικά κομμάτια πριν το τέλος και να πιω την μπυρίτσα μου κουνώντας το πόδι στους Vintage-Rock ρυθμούς τους. Με το πέρας, έτρεξα γρήγορα στο “Cul de Sac” να προλάβω τους Radar Men From The Moon. Οι Ολλανδοί πιτσιρικάδες τα έδωσαν όλα, με αποτέλεσμα να τους συγκαταλέξω μέσα στα καλύτερα ψυχεδελικά instrumental gigs του Fest. Οι Cough, καθώς και οι Moss, άφησαν και αυτοί το στίγμα τους με Sludge και Doom ογκόλιθους να περιφέρονται απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας. Όσο για τους Amenra, που έκλεισαν την συγκεκριμένη μέρα, τα λόγια είναι περιττά. Απλά Έπος (όπως πάντα)! Eternal Tapestry και Dread Sovereign μου άρεσαν αρκετά, ειδικά οι πρώτοι. Όσο για τους δεύτερους, πολύ καλύτεροι από Primordial μιας και αυτή τη φορά ο Nemtheanga ήταν πιο μετρημένος και δεν κούραζε, με αποτέλεσμα να ανοίξουν ευχάριστα την μέρα. Και οι Wichsorrow ήταν Οk, αν και τους περίμενα καλύτερους. Όσο για τους Τhe Pretty Things (βετεράνοι του Rhythm n’ Blues), έφυγα τρέχοντας (έτη φωτός μακριά από τα γούστα μου).


Την τρίτη μέρα (20/4) την άνοιξαν οι The Ocean, που με σύμμαχο τους τον πολύ καλό ήχο, μας ζέσταναν / ξεσήκωσαν για να μας αφήσουν στο τέλος να αναρωτιόμαστε τι μας χτύπησε. Δεξιοτέχνες και πειραματικοί απέδειξαν ότι σωστά τους συγκαταλέγουν στις σημαντικότερες Post-Metal μπάντες της εποχής μας. Οι βασιλιάδες όμως ήταν οι Cult of Luna (άνετα στο Top-5 των καλύτερων εμφανίσεων του Fest), που έχοντας στις αποσκευές τους το αριστουργηματικό νέο τους άλμπουμ “ Vertikal”, έδωσαν μαθήματα Post-Metal. Ήχος, δεξιοτεχνία, σκηνική παρουσία, φωτισμός, ατμόσφαιρα, συναίσθημα, όλα αυτά μαζί ξεπέρασαν τα όρια της ανατριχίλας και του δέους (“In Awe of”)! Η αποκάλυψη του φετινού Roadburn ήταν άνετα οι Βέλγοι Raketkanon. Έκαναν άνω κάτω το “01” και όσοι τυχεροί ήταν εκεί έμειναν με το στόμα ανοιχτό σαν χάνοι (μαζί με αυτούς και εγώ). Θυμηθείτε αυτό το όνομα μιας και δικαιωματικά το μέλλον τους ανήκει. Φανταστείτε μια πειραματική μίξη Tomahawk/Melvins/Dillinger Esc Plan. Τεράστια μπάντα με έναν «τρελό» front-man, ο οποίος αποθεωνόταν από το κοινό κάθε φορά που κατέβαινε κάτω και τα «έσπαγε» μαζί μας. Μonomyth (ex 35007, aka Loose) και Camera μας ταξίδεψαν με την instrumental Space Rock/Psychedelic μουσική τους, κερδίζοντας μια εξέχουσα θέση στους κορυφαίους της βραδιάς. Την ίδια εξέχουσα θέση κέρδισαν και οι Elder με το μοναδικό τους Stoner/Doom που τσακίζει κόκκαλα (ακόμα τρίζουν τα βιτρό της εκκλησίας), όπως επίσης και οι Cosmic Dead που με το ξέφρενο τζαμάρισμά τους μετέτρεψαν το “01” σε ένα ψυχεδελικό/Space-Rock party κάνοντας τον κόσμο να συμμετέχει με όλες του τις αισθήσεις. Και ήρθε επιτέλους η ώρα να απολαύσουμε ξανά τους High on Fire, αυτήν την φορά με ένα κανονικό σετ. Δυστυχώς ο ήχος ήταν και πάλι κακός. Παρ’όλα αυτά η πρώτη απογοήτευση ξεθώριασε σιγά-σιγά και έδωσε την θέση της στο ενθουσιασμό, αφού ο κακός ήχος από μόνος του δεν ήταν αρκετός για να επισκιάσει το μεγαλείο τους. Η κιθάρα του Pike, μαζί με την δίκαση του Kensel, ξερνούσαν φωτιές και το κλείσιμο με το “Snakes for the Divine” ήταν το κάτι άλλο. Όσο για τους Godflesh τι να πρωτοπώ; Ότι και να πω θα είναι λίγο. Απλά μια από τις καλύτερες εμφανίσεις του Fest και ένα όνειρο που έγινε επιτέλους πραγματικότητα! Σε δεύτερη μοίρα περνούν οι Wo Fat και οι Victor Griffin’s In-Graved, παίρνοντας ίσα-ίσα μια μικρή γεύση από τους πρώτους, μιας και εμφανίζονταν ίδια ώρα με Cult of Luna τους οποίους δεν έπαιζε να χάσω με τίποτα. Από ότι πρόλαβα να ακούσω πάντως μια χαρά groove-άρανε. Κρίμα που δεν μπόρεσα να τους δω. Όσο για τους δεύτερους, παρακολούθησα κανα εικοσάλεπτο περίπου και δεν μπορώ να πω ότι ξετρελάθηκα. Ήταν απλά Οk. Στους Process of Guilt ήμουν απλά περαστικός (για κανα-δυο κομμάτια), μιας και την ίδια ώρα έπαιζαν οι Cosmic Dead. Απλό Post-Metal που κάτι Amenra, Isis και λοιποί, το έχουν για πρωινό. Δεν ήταν άσχημοι πάντως. Στους Asphyx πέρασα αρκετά καλά (αν και δεν τους χόρτασα). Οι βετεράνοι Deathers είχαν κέφια και ξεσήκωσαν το “Het Patronaat” με τον all time classic Death/Doom ήχο τους. Οι Endless Boogie ήταν συμπαθητικοί και ότι πρέπει για κλείσιμο, με τις σολιές , τις μπλουζιές και τις ψυχεδέλειές τους. Η απογοήτευση της μέρας ήταν οι Jess and Τhe Ancient Ones. Γενικώς δεν είμαι fan αλλά γούσταρα να τους δω live, δεν άντεξα όμως πάνω από τέταρτο. Όσο για τους Satan’s Satyrs, αν και δεν ήταν άσχημοι, έπαιζαν μόνο διασκευές Blue Cheer το οποίο με κούρασε κάπως και την έκανα με ελαφρά.

Τέταρτη μέρα (21/4) – το παραδοσιακό “The Afterburner” – και τα πράγματα είναι πιο χαλαρά μιας και οι μπάντες είναι μόνο 12 και οι σκηνές 2 (main stage & green room). Οι Astra θα είναι αυτοί που θα δώσουν το εναρκτήριο λάκτισμα, μεταφέροντας το “013” πίσω στα 70’s με το ψυχεδελικό progressive που τους χαρακτηρίζει. Οι προγραμματισμένοι για την μέρα Diagonal δυστυχώς ακύρωσαν και έτσι πήραν την θέση τους στο σανίδι, για δεύτερη φορά, οι Pallbearer. Οι Ιάπωνες Sigh είχαν κάποιο ενδιαφέρον με την εκκεντρική τους παρουσία , μετατρέποντας το “Main Stage” σε imaginarium of horror(!) Cult Black Metal με Avant-Garde πινελιές από το σαξόφωνο της Dr. Mikannibal, η οποία έκλεψε την παράσταση με τα εκκεντρικά της τσαλίμια. Όσο για τους Nihill δεν μπορώ να πω και πολλά μιας και δεν έμεινα πολύ. Βασάνιζαν τα αυτιά μας μέσα σε ένα κατασκότεινο “Green Room” (“Black Room” καλύτερα) με το εκκωφαντικό τους Black Metal. Αυτοί που κέρδισαν τις εντυπώσεις ήταν οι Golden Void και οι Electric Moon, με τους πρώτους να Rockάρουν στο φουλ, προσφέροντας μας ένα εξαιρετικό live και με τους δεύτερους να μας παίρνουν τα μυαλά με ένα non-stop τζαμάρισμα από ψυχεδελικούς / διαστημικούς ήχους. Μια από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις της μέρας ήταν ο Ihsahn (ex Emperor) μαζί με τους Leprous, που με το μοναδικό τους Progressive/Avant-Garde Black Metal δεν άφηναν περιθώρια αμφισβήτησης. Ο ιδρυτής των NEU!, Michael Rother ανέβηκε στην κεντρική σκηνή του “013” παρέα με τους Camera για να «αναστήσουν» κομμάτια των NEU! και Harmonia. Μετά από την εξαιρετική εμφάνιση του Σαββάτου περίμενα πως και πώς να ξαναδώ τους Camera επί το έργον, μόνο που αυτή τη φορά δεν μου έδωσαν κάτι ιδιαίτερο. Φυσικά και δεν έκαναν κάτι λάθος, απλά η μουσική του Michael Rother δεν είναι και πολύ του γούστου μου. Οι Spiritual Beggars αν και μπήκαν δυναμικά, στην συνέχεια έκαναν κοιλίτσα. Ίσως να έφταιγε το σετ που διάλεξαν (ενώ περίμενα να ακούσω κάποια από τα αγαπημένα μου κομμάτια, αυτοί – λες και το έκαναν επίτηδες – είχαν διαλέξει τα περισσότερα από αυτά που θεωρώ δεύτερης διαλογής), ίσως να έφταιγε και ο Apollo που με κούρασε με τις ψιλές του. Die Kreuzen και Zodiac με άφησαν αδιάφορο μιας και δεν είχα διάθεση να ακούσω «παλιατζούρες» (Retro hardcore punk και Retro rock αντίστοιχα). Αυτοί που με κέρδισαν ήταν οι Switchblade που έκλεισαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το Fest. Ατμοσφαιρικοί και αργόσυρτοι, στοίχειωσαν το «πράσινο δωμάτιο» με Post-Doom και Drone-Sludge εφιάλτες.
Και έτσι λοιπόν μια συγκλονιστική μουσική εμπειρία έλαβε τέλος! Ένα μοναδικό φεστιβάλ που προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους τους απανταχού φίλους του σκληρού και παράξενου ήχου εκεί έξω!
*Οι υπόλοιπες μπάντες / καλλιτέχνες που πλαισίωναν το Fest, και δεν κατάφερα να δω, είναι οι παρακάτω:
John Baizley/Nate Hall/Katie Jones, Candybar Planet, Castle, Robert Hampson, Magdalena Solis, Mournful Congegration, Mourning Beloveth, Royal Thunder, Dirk Serries’ Microphonics, The Atlas Moth, The Black Heart Rebellion, Psychic TV/PTV3, Sabbath Assembly, Seremonia, Tombstoned, Hexvessel, Les Discrets, Witch Mountain, Nate Hall, Syndrome, A Forest of Stars, Alcest, Antisect, Ash Borer, Black Magician, Fell Voices, Lo!, Mr.Peter Hayden, My Brother The Wind, Teeth of the Sea, The Ruins of Beverast.