“Πάρε το κορμί μου και κάνε του ότι χειρότερο μπορείς”. Με αυτά τα λόγια στο ρεφρέν του πρώτου τραγουδιού, οι Rival Sons επιστρέφουν με το έκτο album τους. To “Feral Roots” αποτελεί ένα κάλεσμα για επιστροφή στις άγριες ρίζες τους και πίσω στα δάση της Αμερικής. Αυτό βέβαια το λένε πολλοί, αλλά πόσοι το κάνουν; Πόσοι όντως απαρνιούνται τον πολιτισμό για χάρη της καθαρότητας του ζωώδες ενστίκτου; Ε λοιπόν, αυτοί οι μουσικοί όντως κάνουν αυτή τη προσπάθεια εμφανή, τόσο στη μουσική όσο και στον στίχο. Όλα τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τη μπάντα διαχρονικά, είναι εδώ, αλλά υπάρχει και κάτι καινούριο, ένα αιθέριο στοιχείο που το ένιωθες στις μελωδίες καιρό τώρα, το οποίο ξεπηδά για να εκδηλωθεί σε αυτή τη δουλειά.
Το album χαρακτηρίζεται από τις εναλλαγές μεταξύ των έντονων riffs γεμάτα fuzz και μελωδίες βγαλμένες από μια χορωδία νυμφών με τη χαρακτηριστική φωνή του Jay που ξεχειλίζει από πάθος, να σε πιάνει από τα μούτρα. Εδώ τα blues συναντούν την american folk παράδοση, την ένταση τoυ σκληρού rock των Black Sabbath και μελωδίες που αναστένουν παγανιστικούς θεούς στη ζωή, με όλη τους την απόκοσμη ομορφιά.
Το δυνατό ξεκίνημα με το “Do your worst” συνεχίζει το “Sugar on the bone” και “Back in the woods” αλλά από εδώ και πέρα ο δίσκος σου δίνει το ένα διαμάντι μετά το άλλο. Το “Look away” και “Feral Roots” σου δείχνουν κατευθείαν γιατί οι Rival Sons είναι μια μπάντα με περισσότερα από ότι θα δεις στη πρώτη επαφή. Ακουστικές κιθάρες που αδιαφορούν για το τι υπάρχει γύρω τους, ρέουν μαγικά, τα οποία μπλέκονται με τον ηλεκτρισμό σε ένα ψυχεδελικό folk χορό. Υπνωτικά πλέον, το “Too Bad” συνεχίζει με riffs που παραπέμπουν σε εμβατήριο στα δάση σαν μια σκληρή blues μπαλάντα που δύσκολα πετυχαίνεις. Αυτό δεν είναι αρκετό όμως. Ξαφνικά η νύχτα γίνεται μέρα και ξυπνάς κάπου το μεσημέρι με τη πιο soul στιγμή του δίσκου, το “Stood by me” να μπαίνει ξαφνικά και να σε ανεβάζει για αυτό που ακολουθεί. Το “Imperial Joy” ξεκινά με ένα απολαυστικό riff με τα ρυθμικά φωνητικά να σε οδηγούν στο δραματικό ρεφρέν του και σόλο που μένουν στο στόμα με μια ζεστή γεύση.
Πριν το κλείσιμο, τη σκυτάλη παίρνουν το “All Directions” που δεν ξέρω πως να το περιγράψω και το “End of Forever” που αναμφισβήτητα είναι υπέροχα κομμάτια, ωστόσο τα αδικεί η ποιότητα του τελευταίου. To”Shooting stars” είναι ένας χορωδιακός ύμνος που ακουμπά τη καρδιά και τη λιώνει, είναι το τραγούδι που σου σηκώνει τη τρίχα γιατί καταφέρνει να γίνει βίωμα, προσκαλώντας σε να συμμετέχεις, ο ιδανικότερος ίσως τρόπος να κλείσει αυτό το ταξίδι κοιτώντας τα πεφταστέρια.
Συμπερασματικά το “Feral Roots” είναι ένα αψεγάδιαστο album, γεμάτο μουσικότητα, διατηρώντας διάχυτο τον χαρακτήρα της μπάντας. Ένας δίσκος φτιαγμένος από ευαίσθητες ισορροπίες και ποικίλα στοιχεία του εαυτού του. Η επιστροφή στις ρίζες δεν είναι αυτό που περιμένει κανείς. Σε αυτή την επιστροφή δεν είσαι ένα με την άγρια φύση αλλά παρατηρητής που νοσταλγεί την ένωση. Ένας παρατηρητής ενός πρότερου βίου, ο οποίος βρίσκεται χαμένος στη σκέψη του τι θα μπορούσε να είναι αλλά είναι αδύνατον να είναι πλέον.