Χθες βράδυ βρέθηκα στον αγαπημένο κινηματογράφο Άστορ στο κέντρο, για την τελευταία προβολή του documentary “Return of the Creeps”, μετά από δύο αλλεπάλληλες sold out βραδιές στον ίδιο χώρο. Έχοντας στο μυαλό μου τι εστί Creep Records, αλλά με σκόρπιες πληροφορίες από εδώ κι από εκεί μιας και δεν είχα γεννηθεί την περίοδο που δημιουργήθηκε το label, ήξερα ότι αυτή η προβολή με αφορά, αφού έχει να κάνει με δύο αγαπημένα μου πράγματα: την Αθήνα των 80’s και τη New Wave, Post Punk και Dark Wave εγχώρια σκηνή, η οποία βρήκε αναπάντεχα το δρόμο της σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που έμελλε να γίνει η Creep Records για όλα αυτά τα νέα παιδιά, με τα πολλά όνειρα.
Ο δημιουργός Νίκος Χαντζής, γνωστός από το πρώτο του μεγάλου μήκους documentary “Music for Ordinary Life Machines”, όπως ο ίδιος έχει πει, ξεκίνησε αυτά τα μουσικά ντοκιμαντέρ για να συνδυάσει τις δύο μεγάλες του αγάπες, τη μουσική και το σινεμά. Χωρίς να έχω δει ακόμη το πρώτο του μεγάλου μήκους, από το Return of the Creeps μπόρεσα να αντιληφθώ ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν αποστειρωμένο ακριβώς επειδή πρόκειται για τη μουσική που αγαπάει, και η δημιουργία αυτή είναι αποτέλεσμα πρώτα ενός ανθρώπου που έχει ζήσει με αυτά τα ακούσματα, και έπειτα ενός δημιουργού.
Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν έχεις διαβάσει, ακούσει, συζητήσει με άλλους για μια εποχή που δεν έχεις ο ίδιος βιώσει, δύσκολα αντιλαμβάνεσαι τι ακριβώς συνέβαινε τότε. Η πρώτη κατάκτηση του ντοκιμαντέρ είναι ότι με μετέφερε κανονικότατα στην Αθήνα των 70’s – και κυρίως – 80’s, όταν αυτό το είδος μουσικής όχι απλώς δεν είχε φτάσει στην Ελλάδα, αλλά ήταν δύσκολη ακόμα και η πληροφόρηση για ό,τι συνέβαινε εκτός χώρας. Ήταν αδιανόητο για μια underground μπάντα να μπορέσει να κυκλοφορήσει κάτι, αφού όλες οι κυκλοφορίες αφορούσαν μόνο μεγάλα ονόματα και mainstream μουσικά είδη. Έτσι, ακόμα και τα παιδιά που τζάμαραν, έκαναν το κέφι τους, έπαιρναν από όπου μπορούσαν New Wave δίσκους, τα όνειρα για προσωπικές κυκλοφορίες σταματούσαν κάπου εκεί. Τότε εμφανίστηκε σαν από μηχανής θεός η Creep Records, ένα δημιούργημα του Μπάμπη Δαλίδη, ο οποίος στη συνέχεια ήταν και ντράμερ στους Villa 21, κι αυτοί μέλη της οικογένειας της Creep.

Το documentary ξετυλίγει την ιστορία της Creep μέσα από αφηγήσεις του ίδιου του Μπάμπη Δαλίδη, αλλά και μελών των συγκροτημάτων που ανέδειξε, όπως τα: Clown, Angelo & His Egos, Cpt Nefos, Headleaders, Art of Parties, The Reporters, Metro Decay, South of No North, Rehearsed Dreams, Villa 21 και The Vyllies, και ανθρώπων που έχουν πλέον τα δικά τους ανεξάρτητα και επιτυχημένα record labels. Το πιο συγκινητικό κομμάτι αυτής της ιστορίας, πέρα από τη διαδρομή που αφηγείται ο Δαλίδης, ο οποίος χάραξε έναν δρόμο για όσους μέχρι τότε δεν είχαν ιδέα – όπως και ο ίδιος – για το πώς «τρέχει» μια δισκογραφική, είναι η συναισθηματική φόρτιση των μελών των συγκροτημάτων με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τη νοσταλγία για μια εποχή που έχει παρέλθει και δεν θα ξαναγυρίσει, τον αγνό τρόπο με τον οποίο σκέφτονταν και έκαναν όνειρα τότε τα νέα παιδιά, και τον τρόπο με τον οποίο τους αγκάλιασε κυριολεκτικά η Creep.
Είναι πηγή έμπνευσης για όλους, όπως έλεγαν και τα ίδια τα μέλη, ένας άνθρωπος να ξεκινάει από το μηδέν και με μοναδικό κίνητρο την αγάπη για τη μουσική, με ελάχιστους πόρους, και να καταφέρνει να δημιουργήσει ένα label για το οποίο εξακολουθούμε να μιλάμε τόσα χρόνια μετά. Ο Δαλίδης κατάφερε να κάνει πραγματικότητα τα όνειρα πολλών παιδιών, που θεωρούνταν τότε underdogs, έμεναν στην αφάνεια, πολλές φορές κατακρίνονταν κιόλας για τη διαφορετικότητα τους με τα μέτρα της εποχής, και όλο αυτό χωρίς να κάνει «εκπτώσεις» σε τίποτα. Αν κάποιος ρίξει μια ματιά στις 21 κυκλοφορίες που μετράει η Creep, μέχρι το 1987 που δυστυχώς έκλεισε, θα καταλάβει ότι η αισθητική των δίσκων από τα εξώφυλλα κιόλας, δεν την κάνει σε τίποτα υποδεέστερη από κυκλοφορίες του εξωτερικού μέχρι και σήμερα. Όλα ήταν προσεγμένα, από την καλλιτεχνική επιμέλεια μέχρι την παραγωγή, με τον Δαλίδη να πηγαίνει ο ίδιος, όπως λέει, κάθε φορά στο εργοστάσιο που έβγαιναν οι πρώτες κόπιες, για να είναι σίγουρος ότι το μπάσο θα είναι στο τέρμα, αφού συνήθιζαν να το κατεβάζουν, γιατί έτσι είχαν μάθει από τα υπόλοιπα μουσικά είδη μέχρι τότε.

Είναι, δυστυχώς, δεδομένο ότι αν δεν κάνεις συμβιβασμούς και είσαι υπέρ της ποιότητας και όχι της ποσότητας, κάποια στιγμή χωρίς την απαραίτητη στήριξη, θα «λυγίσεις». Αυτό έγινε και με την Creep, κάτι που βέβαια δεν μετανιώνει, και ούτε θα έπρεπε, ούτε ο ίδιος ο Δαλίδης. Παρά τη σύντομη ζωή της, κάθε δίσκος της Creep ήταν και είναι εμβληματικός, και το μεράκι που έχει μπει σε κάθε δουλειά είναι ολοφάνερο. Πέρα από το τεχνικό κομμάτι που ήταν άψογο, με όσα μέσα και με ό,τι budget μπορούσε να υπάρξει, ο Δαλίδης και οι μπάντες έγιναν μια οικογένεια, ο ένας ερχόταν στις ηχογραφήσεις του άλλου, αντάλλασσαν απόψεις και δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια η σχέση αφεντικού και υπαλλήλου, αυτό το επιβεβαιώνουν και τα ίδια τα μέλη των συγκροτημάτων, τα μάτια των οποίων έβλεπες να λάμπουν όποτε μιλούσαν για εκείνη την εποχή, που θα τους μείνει αξέχαστη.

Δεν θα μάθουμε ποτέ, μάλλον, τι θα γινόταν αν η Creep συνέχιζε την πορεία της και αν, ίσως, έπαιρνε τη στήριξη που της άξιζε για να μπορέσει αυτή η συνθήκη να είναι βιώσιμη, αλλά δεν ξέρω αν έχει και σημασία. Η αξία κάποιων πραγμάτων στέκεται ακέραιη στο χρόνο, και έχει κι έναν ρομαντισμό όταν κάτι σταματάει στο peak του, με τον κίνδυνο να ευτελιστεί μέσα από το πρίσμα μιας άλλης εποχής, αυτής που βιώνουμε τώρα. Βγαίνοντας από το σινεμά, και αφού είχα πει σε όλους τους άμεσα ενδιαφερόμενους πόσο με επηρέασε συναισθηματικά το documentary, ένιωσα ότι βγήκα από τη χρονοκάψουλα και ξαναγύρισα στο κέντρο του 2024. Ελπίζω στα μάτια των νεότερων να ξαναδώ αυτή τη σπιρτάδα που είδα στα μέλη των συγκροτημάτων εκείνης της περιόδου, που κρατάει μέχρι και σήμερα, και να βλέπω συχνότερα άτομα σαν τον Δαλίδη, που βουτάνε στο άγνωστο από μια τρέλα – και τα καταφέρνουν.
Πληροφορίες για το Return of the Creeps
Αθήνα, 1982. Κάπου ανάμεσα σε Κυψέλη, Πατήσια και Εξάρχεια, γεννιέται η Creep Records. Στον σύντομο αλλά πλούσιο κατάλογό της, έκαναν το δισκογραφικό τους πέρασμα μερικές από τις σημαντικότερες μπάντες της εγχώριας Νew Wave, Post Punk και Dark Wave σκηνής. Σε διάστημα τεσσάρων μόλις χρόνων, η Creep κυκλοφόρησε μια σειρά από εμβληματικούς δίσκους, οι οποίοι έως σήμερα αποτελούν έργα ανεκτίμητης συναισθηματικής και ιστορικής αξίας. Μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις του ιδρυτή της, Μπάμπη Δαλίδη, αναδύεται ένα ντοκιμαντέρ για μια από τις πρώτες και επιδραστικότερες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες στην Ελλάδα που έδωσε στέγη σε αρκετές underground μπάντες των 80’s, όπως οι Yell-Ο-Yell και άλλοι πολλοί. Το έργο πλαισιώνουν μέλη των συγκροτημάτων που δισκογράφησαν στην Creep, όπως οι Angelo & His Egos, Art of Parties, Clown, Cpt Nefos, Headleaders, Metro Decay, Rehearsed Dreams, The Reporters, South of No North, Villa 21 και The Vyllies.
Σκηνοθεσία: Nίκος Χαντζής
Σημείωση: Το documentary έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Βερολίνο (Too Drunk To Watch – 10th PunkFilmFest Berlin).