Έκτη ημέρα του Release. Ποτέ δεν είμαι σίγουρη για το πόσο απόλαυσα ένα live – και πόσο μάλλον τύπου festival – με το που τελειώνει (και εννοείται εννοώ ως ενέργεια – γεγονός και όχι ως σκέτη τεχνική – performance), αν δεν έρθει η επόμενη ημέρα να μου το επιβεβαιώσει, να ξυπνήσω με ίχνη από τα beat της ακόμα στ’ αυτιά μου μα και το στομάχι μου και στη συνέχεια, να μου σκάνε εικόνες που ευχαριστιέμαι και μελωδίες, που με βάζουν να ασχοληθώ μαζί τους καθ’ όλη τη διάρκειά της ημέρας μου τουλάχιστον. Έτσι σήμερα, έχοντας μετρήσει τις ενδείξεις μου, υποστηρίζω πως η χθεσινή ημέρα ήταν μία από αυτές, τις επιτυχημένες.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Δημήτρης Δαλακλής (περισσότερες εδώ)
Απόδειξη πως ούτε η γκρίνια για τη σκιά είναι εν τέλει αυτή που μένει, ούτε για την πιθανή κίνηση που θα αντιμετωπίσεις, ούτε για το αν κουράστηκες και το πόσο διεκπεραιωτική ήταν η κάθε παρουσίαση, συν τη λάθος σημασία που περιλαμβάνει η χρήση της λέξης, αφού επετεύχθη δίχως σοβαρά λάθη. Σίγουρα γνωρίζεις πως στις 17:30 έχει ακόμα ντάλα ήλιο, όπως, επίσης σίγουρα κάπου θα βρεις μια σκιά να πιάσεις αν το επιθυμείς, λόγω της επί των πλείστων χαμηλής early προσέλευσης. Επιπλέον, αν αράξεις για κάνα 20λεπτο μετά το τέλος του event, ούτε κίνηση θα πετύχεις. Α! Και που είσαι; Δεν βρισκόμαστε στο ίδιο mood κάθε μέρα. Οπότε καλό είναι οι όποιες αυθόρμητες επικρίσεις ξεστομίζονται, να περιλαμβάνουν όσο το δυνατόν εκτενέστερες και ουσιαστικότερες επεξηγήσεις.
Έχω μόλις πιάσει τη σκιά, λοιπόν, που δημιουργούσε το τμήμα της τεχνικής υποστήριξης, καράκεντρο, με απόσταση ιδανική ως προς το χώρο. Ο Νέγρος του Μοριά σαν να μην κρατιόταν να εμφανιστεί μπροστά στο κοινό του, δευτερόλεπτα πριν από την ώρα του, ξεπρόβαλε γεμάτος κέφι, άνεση και χαβαλέ στην σκηνή. Η μουσική του έχει ενδιαφέρον μελωδίες, η παραγωγή βρίσκεται σε καλό επίπεδο, αλλά υστερεί στην άρθρωση και στις φωνητικές του ικανότητες ο ίδιος, δυστυχώς. Άσε δε, σε στίχο και συνοχή (βλέπε “Δεν έχουν swag” ή “Άσπρη Μέρα” ή…), που πραγματικά δεν τον παρακολουθείς. Βρισιές για το βρισίδι και λέξεις πεταμένες. Εντάξει, και εγώ γέλασα όταν μας κοίταξε κάτω από τον ήλιο και μας είπε “έχετε χέσει πάνω σας, ε;” αλλά όπως ο ίδιος τραγουδά, “ο ακροατής θέλει να ακούσει μουσική, θέλει το DJ, το beat, το rap και τη φωνή (μαζί τους να κολλάν) για να λες πως κάνεις μουσική”… Καλύτερη στιγμή: Αυτή που ο Moose τραγουδάει τα δικά του, μαζί του στο “Kipseli”.
Ο 12ος Πίθηκος ήταν αυτός που εμφανίστηκε στη συνέχεια, να ανεβάσει αισθητά το επίπεδο του δρόμου σε στίχους, που όχι μόνο βγάζουν νόημα, αν και εμπεριέχουν σε κάποια λίγα σημεία εκφράσεις – βρισιές που τις δικαιολογεί απόλυτα, καθώς και σώζονται λόγω δεύτερου νοήματος, αλλά και ως στοιχείο της rap / hip hop. Αν τον προσέξεις, θα το καταλάβεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Υπάρχουν Πράγματα”. Η επιλογή της live τρομπέτας έδωσε την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να ξεδιπλώσει όλα αυτά που είχε να μας πει περί αξιών και ναι, συμφωνείς ώστε να τραγουδήσεις μαζί του “Ατόφιο”. Ωραία τα beats, καθαρή και δυναμική η φωνή του, αγριεμένη η παρουσία του. Δεν θα σε εντυπωσιάσει με τις τεχνικές του, αφού δεν επιχειρεί τα επικίνδυνα γρήγορα περάσματα, θα σε παρασύρει όμως στον ρυθμό της οπτικής του. Το τέλος με τα scratch από τον άνθρωπο πίσω από τα decks, θα ανοίξουν τους ορίζοντες για τους επόμενους. Εγκρίνω.
Η δόνηση που αισθάνθηκα πριν ακόμα ξεκινήσουν, είχε μία περίεργη δύναμη. Το “ΑΔΥΤΟ” τρεμοπαίζει στο videowall. Οι Anser x Aversor ήταν αυτοί που προσωπικά περίμενα να “τεστάρω”, έτσι, γιατί έτυχε να τους έχω ήδη ακούσει περισσότερο από τους υπόλοιπους introducers των headliners και να με έχουν ψήσει βρώμικα. Γιατί ενώ δημιουργούν επιθετικά tracks (“Παράνομο”, “ΚΙΧ” ), είναι τόσο γρήγορη η ροή των στίχων που γίνεται μαγκιά. Ο Anser καταφέρνει και δεν χάνεται στην ταχύτητα που τους δίνει, μα και στο θυμό του. Η βοήθεια στα φωνητικά είναι πάντα καλοδεχούμενη, ενώ προσδίδει διάδραση. Το “Φέτος Η Άνοιξη”, αλήθεια, με ανατριχιάζει. Τα beats του Aversor έχουν όγκο και τέρμα τις μπότες στα μπάσα (όπως ολόσωστα διατύπωσε ο φίλος Δαλακλής), είναι παράλληλα ταξιδιάρικα (“Άμα Ρωτήσουν Που Χάθηκα”, σε συνεργασία με Βέβηλο) και σχεδόν μελαγχολικά σαν “Εκείνο Το Τίποτα”. Το “Παρανάλωμα” έχασε λίγη από την αίγλη του utube, το “Θα Μείνει Για Πάντα” σφράγισε την αποχώρησή τους και το τεράστιο χειροκρότημα που έλαβαν από τον κόσμο, που ήταν πράγματι πολύς.
Ο Ταφ Λάθος εκτός από τις κονσόλες, έχει ολόκληρο συγκρότημα σχηματίσει, αφού τα πλήκτρα και η κιθάρα (η οποία blues – rockαρε στην κυριολεξία) από την εισαγωγή, δείχνουν ότι θα τον συνοδεύσουν κανονικότατα στην παρουσίασή του, ενισχύοντας ακόμα και τα backing vocals του Dj Micro. “Είναι Εύκολο Να Υπάρξω”, ή αλλιώς η αρχή του “Deca”. Στην οθόνη το αντίστοιχο videoclip της υπέροχης μεσαίου μήκους ταινίας, που πλαισιώνει την τελευταία του δουλειά. Είναι άνετος με τις ανάσες του, που δίνουν τελικά τόνο στα λεγόμενά του, έχει ρυθμό, μελωδία, μεταδοτικότητα, δυνατά σημεία με ελαφρώς επιδέξια ευκολομνημόνευτες φράσεις (για τη φάση, όχι γενικά) και σεμνή παρουσία, ενώ κρύβει ένα ρομαντισμό και μία ενεργή ελπίδα, “Ξύπνα” . Το παιδί της σκηνής που με πάθος και μπόλικα scratch – αρίσματα, εξελίσσεται και δημιουργεί σαν “Παλιά Μηχανή” χορευτική φασαρία κι έπειτα έρχεται ξανά αντιμέτωπος με το “Εσύ Ξανά” ή και το “Έχω”. “Ότι Κάνεις Άστο” προς το τέλος, εύκολα επερχόμενο hit – άκι, σε ποικίλα μέρη, από τύπου υπόγες μέχρι και τις πιο καυτές παραλίες. Μια θερμή ανταπόκριση, τη δέχεται ήδη απ’ ότι βλέπω και του αξίζει. Η πλατεία Νερού έχει σηκώσει χέρια ψηλά που χτυπάνε παλαμάκια στους σκοπούς του, η όρεξη έχει ανέβει και η τελική ευθεία είναι ένα βήμα πιο κοντά.
Το μεγαλύτερο σε διάρκεια διάλειμμα πριν το τελευταίο μισάωρο αναμονής και στησίματος για την εμφάνιση των Cypress Hill, δημιούργησε την ευκαιρία για χάζεμα στο σούρουπο, εφοδιασμούς και αφοδεύσεις. Έτοιμη για το reggae – dub πια, που ήμουν σίγουρη πως θα εισχωρούσε βαθύτερα ως μουσικό πεδίο, κατέληξα να μένω λίγο με την απορία του τι τελικά είναι αυτό που συμβαίνει, ώστε ο Dub Fx πετυχαίνει και ξεσηκώνει τόσο πολύ τα πλήθη. Η ικανότητα του να δημιουργεί λούπες με της πεταλιέρας του τα εφέ, ή ακόμα και τη χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη φωνή του, την οποία χρησιμοποιεί εξαιρετικά αποδοτικά, παρά τη βίαιη αλλαγή σε τόνους και σκάλες, παραμορφώνοντάς την και κατόπιν προσφέροντάς την κι αυτήν ως χαλί από λυγμούς και ελιγμούς για επιπλέον στίχους, ή οι επιρροές του από την ηλεκτρονική σκηνή που είναι όντως εμφανείς και προωθημένες. Αν και εκφραστικά το δεύτερο είναι πολύ πιο σύντομο και σκληρό, φοβάμαι πως ισχύει. Κανείς δεν κοίταγε τόσο πολύ να το αναλύσει, απλά παραδινόταν στο να κουνηθεί. Ο τύπος είναι non – stop, η μουσική του αγγίζει τα όρια της σκληροπυρηνικής DnB, καθώς οι στίχοι του κυρίως συναισθηματικοί, εκφράζουν τον εσωτερικό του κόσμο που ανησυχεί για μόρφωση, συνειδητότητα, αλλαγή και αγάπη, αφιερώνει τίτλους στον ουρανό και στην ταξιδιάρικη ζωή του. Στο “Flow” έλειπε το σαξόφωνο, το“Society Gates” αναμενόμενα ψηφίστηκε αυτό που ξεχώρισα. Ευχή το “peace”, που ακολουθεί το ευχαριστώ του, με ταρακούνησε αν και εξακολουθώ να νιώθω μια αδικία όσο αναφορά τους βαθύτερους λόγους για την απήχηση του κάθε καλλιτέχνη.
Η στιγμή που ο Mix Master Mike μας έπιασε έτοιμους να καταπιούμε ότι μας προβάλλει, ήταν ακριβώς στις 23:00. Με t – shirt των Metallica, γι’ αυτό το πρώτο δεκαπεντάλεπτο αποκλειστικότητας, καταπιάστηκε να δίνει νέα φόρμα και μορφή σε κλασικά recordings (π.χ.“Last Resort”), να mix – άρει ήχους και να αποδομεί τη μελωδία τους. Σίγουρα έχει ταχύτητα και αίσθηση, μα σκέτο αυτό το ταλέντο εμένα δεν με καλύπτει. Και το λέω αυτό διότι αρκετά αργότερα που συμπορεύτηκε με τα λατινοχτυπήματα του Bobo, το αποτέλεσμα ήταν προφανώς και πιο ολοκληρωμένο. Στο videowall προβλήθηκε το λογότυπο του “Band Of Gypsies” κι έτσι ξεκίνησε official το set των Cypress Hill. Λίγο πιο στεγνό από την στουντιακή του εκτέλεση, δεν κατάφερε να μου χαλάσει τη διάθεση, καθώς η ενέργεια που έβγαζαν οι Eric Bobo (στη σειρά από τα κρουστά, τα πιατίνια, τα ηλεκτρονικά στοιχεία drums και την κουδούνα, τα οποία αργότερα τίμησε και ο B – Real), σε πλήρη συνεννόηση και συνεργασία με τον B – Real και τον Sen Dog που μοιράζονταν τα φωνητικά, ήταν πιο δυνατή από κάποια τεχνικά ίσως στοιχεία που απουσίαζαν. Άκρως επικοινωνιακοί, τα σχόλια και οι προτροπές γέμιζαν σπέρνοντας τα κενά “let’s get fuckin”, “are you ready?”, “make some noise, Cypress Hill is in town”, αφιέρωναν “for all the weed smokers, μετέδιδαν “legalize it Greece goddamned ”, ή προανήγγειλαν τον ανάλογο χαμό για κάποιο τραγούδι τους του στυλ “is there a doctor in the house?”
Ο μύθος συνεχίζει να υπάρχει, το ύφος παραμένει προχώ και περίτεχνο και ο ρυθμός επιμένει σε μία γενικά gangsta rap – rock κατάσταση, ικανή να ψυχεδελειάζει και να ξεσηκώνει. Το hip – hop που δημιουργούν είναι cartoon – ίστικα συμμοριτικό και ψυχεδελικά μαστούρικο, περιλαμβάνει την αλητεία – εμπειρία του δρόμου (άλλωστε το όνομά τους προκύπτει από ένα δρόμο της South Gate όπου και σχηματίστηκαν), ενώ είναι περιτυλιγμένο όλο αυτό από τον πλήρη επαγγελματισμό που τους διέπει. Μέχρι το “Throw Your Set In The Air”, ένα μπούκωμα στον ήχο που συχνά μου μοιάζει εξ επίτηδες, δε με αφήνει να ηρεμήσω και να το απολαύσω όπως του αξίζει. Το “Tequila Sunrise”, έρχεται ολοκάθαρο να με καθησυχάσει και να με βάλει τελικά στη θέση μου. Οι συχνότητες έπαιζαν πολύπλευρα δυνατά με τα μουσικά ερεθίσματα και τα συναισθήματά μας. “When The Shit Goes Down”, από τα πιο πρόσφατα κομμάτια τους, λίγο πριν το πολυπόθητο “I Wanna Get High” και το καταπληκτικό pulp fiction – ειδές “Hits From The Bong”, καπνισμένο από τα γάρα μα και τα καπνογόνα που άναψαν κάτω από τα κίτρινα, πράσινα και μωβ προβόλια. Άψογη η απόδοση του “Insane In The Brain”, έκπληξη το “Illusions” που αγαπώ πολύ, “(Rock) Superstar” με τις ανάλογες συστάσεις και ένα καληνύχτα γεμάτο από τη διασκευή του “Jump Around”, μιας και το χοροπηδητό για απόψε στην πλατεία Νερού έφτασε αισίως στη λήξη του. Στην υγειά μας!