Πρώτη μέρα του Release festival και το πρόγραμμα ήταν γεμάτο απο νωρίς το απογευμα, προσφέροντας μας μια πικοιλία μουσικών σχημάτων που σίγουρα θα μπορούσαν να καλύψουν ακομα και τον πιο απαιτητικό ακροατή.
Ανταπόκριση: Παναγιώτης Ντυλγέρης / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Οι πόρτες άνοιξαν νωρίς και η πρώτη μέρα του καλοκαιριού ήταν αρκετά ζεστή, γεγονός που δικαιολογούσε τη μικρή προσέλευση του κόσμου. Το φεστιβάλ άνοιξε ο Moa Bones, ένα σχήμα του Δημήτρη Αρώνη, τραγουδιστή των Modrec. Μια κιθάρα, μια φυσαρμόνικα και μία καλή φωνή είναι όσα χρειάζονται για να αγγίξεις τους λάτρεις του αμερικάνικου folk ιδιώματος, θυμίζοντας πολύ έντονα Bob Dylan.
Περίπου μία ώρα αργότερα τη σκηνή κατέλαβε η Irene Skylakaki με τη μπάντα της για να μας κράτησουν στην ίδια folk ατμόσφαιρα, αυτή τη φορά εμπλουτισμένη με πιο παραμυθένιες μελωδίες. Πολυ καλές εκτελέσεις και ενορχηστρώσεις των κομματιών με highlight το πολύ γνωστό “in the light” αλλά και μια ιδιαίτερη διασκευή στο “Guns of Brixton” με έντονο Ελληνικό χαρακτήρα.
Η διοργάνωση ήταν αρκετά συνεπής σχετικά με το πρόγραμμα και στις 19:10 εμφανίστηκε στο stage το σχήμα του αμερικανού Cass McCombs. Δεν τους είχα ξανακούσει και αρχικά φαινόταν λογικό να ταυτίζονται μουσικά με τα προηγούμενα σχήματα, ομως μονο folk δεν επαιζαν. Ηταν ένα μίγμα psychedelic rock με στοιχεια alternative country, κέρδιζοντας το βραβείο ως η μπαντα με τη πιο rock αισθητική της συναυλίας. Μας διασκέδασαν για περίπου μια ώρα και αφου μας χαιρέτισαν ήρθε η ώρα να υποδεχτούμε τους…
…Daughter μαζι με τη δύση του ηλίου. Το κοινό ήταν λες και εμφανίστηκε απο το πουθενά και γέμισαν όλα τα κένα μπροστά απο τη σκηνή ζεσταίνοντας αρκετά την ατμόσφαιρα και συμμετέχοντας ενεργά στα περισσότερα τραγούδια τους. Ημουν αρκετά ανυπόμονος να τους απολάυσω ζωντανά, δεδομένου οτι έχουν κυκλοφορήσει δύο απο τους καλύτερους δίσκους στο ευρυτερο φάσμα της indie folk τα τελευταία χρόνια δημιουργώντας έτσι, δικαίως, μία θετική «φασαρία» γύρω απο το όνομα τους. Τελικά κάταφεραν να με κάνουν να μην μπορω να πάρω τα μάτια μου απο το stage και να παρατηρώ τις μικρές λεπτομέρειες που δείχνουν τη δυναμική της κάθε μπάντας – αξιολογώντας τη δική τους με άριστα. Μας παρουσίασαν πολλά κομμάτια απο τον καινούριο τους δίσκο “Not to disappear” το οποίο περιέχει μερικά πραγματικά ανατριχιαστικά τραγούδια όπως το “How” και το “New ways”, αλλά και αγαπημένα απο τον προηγούμενο δίσκο οπως το “Youth”.
Τέλος, ήρθε η ώρα για τους Beirut που εμφανιστηκαν στη σκηνή περίπου στις 22:30 και πλέον ο κόσμος είχε κατακλύσει σχεδόν όλη την Πλατεία Νερού. Ιδιαίτερα αγαπητή μπάντα στο ελληνικό κοινό που σε όλοκληρο το live χόρευε και τραγούδούσε σχεδόν κάθε κομμάτι τους. Η εμφάνιση τους ήταν πολύ καλή, αλλα προσωπικά με κούρασαν οι πανομοιότυποι ρυθμοί σχεδόν σε κάθε κομμάτι τους με αναφορές σε βαλκανικούς ήχους και tango-waltz. Στο setlist τίμησαν κάθε δίσκο τους παίζοντας κομμάτια απο όλο το φάσμα της δισκογραφίας τους, γιατί όπως ακουγόταν και σε συζητήσεις γύρω μου όλα τα κομμάτια τους είναι hit και γνωστά. Προσωπικά ξεχώρισα το “Gulag Orkestar” θυμίζοντας μου έντονα βαλκανικούς ήχους και ταινίες του Kusturica. Κλείνοντας τη βραδιά μετά απο μια ώρα και κάτι ευχαρίστησαν για τη παρουσία μας, με το κοινό να ζητά και δεύτερο encore. Δυστυχώς δεν ξαναβγήκαν…