Την περασμένη Πέμπτη, η Πλατεία Νερού φιλοξένησε την τέταρτη μέρα του Release Athens Festival για τη φετινή χρονιά. Οι Tramhaus, Ride, The Smile και Pulp εναλλάσσονταν στη σκηνή, δημιουργώντας έναν πολύχρωμο καμβά ήχων με post-punk, shoegaze, krautrock και britpop αντίστοιχα. Παράλληλα, η διοργάνωση του φεστιβάλ, με αναγραφόμενο μήνυμα στις γιγαντοoθόνες της, μας υποσχόταν μια αξέχαστη βραδιά που θα μας συντροφεύει για το υπόλοιπο της ζωής μας. Και πράγματι, κράτησαν την υπόσχεσή τους.
Ανταπόκριση: Αρετή Αποστόλου & Ιωάννα Κατσού / Φωτογραφίες: Μαργαρίτα Κουρή (περισσότερες εδώ) & Release Athens Festival
Εάν δεν γνωρίζετε τη φράση “Right time, right place,” το opening act της μέρας αυτής μπορεί να λειτουργήσει ως μια ενδιαφέρουσα αλληγορία. Οι Tramhaus είναι μια τολμηρή πενταμελής post-punk μπάντα από το Rotterdam. Δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των lockdowns, και παρότι έχουν κυκλοφορήσει μόνο singles και EPs (το επερχόμενο ντεμπούτο τους, με τίτλο “The First Exit,” αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 20 Σεπτεμβρίου μέσω της Subroutine Records), έχουν καταφέρει να κερδίσουν τις εντυπώσεις, πέρα από τα σύνορα της πατρίδας τους. Πώς; Με την τόσο ευχάριστη και ενεργητική εμπειρία τους να μεταφράζεται εξίσου καλά τόσο στις ζωντανές εμφανίσεις, όσο και στις ηχογραφήσεις. Αυτό αποτελεί κάτι που μπορούμε να επιβεβαιώσουμε εμείς που παραβρεθήκαμε από νωρίς το απόγευμα, για να γίνουμε αυτόπτες μάρτυρες σε κάτι που συμβαίνει τώρα (right time).

Με τη θετική ενέργειά τους και τον ακούραστο frontman, Lukas Jansen, σε χορευτικές επιδείξεις, προθερμανθήκαμε με τραγούδια που αναμειγνύουν φλογερά στοιχεία με εύθραυστους και αφηρημένους post-punk τόνους, παρασύροντάς μας σε έναν ανεμοστρόβιλο ευφορίας. Ακούσαμε ολόκληρο το EP “Rotterdam”, χωρίς να παραλείψουν μερικά singles τους, όπως τα “Once Again”, “The Goat” και “Beech”. Ο ήχος ήταν καθαρός, και τα μουσικά όργανα ξεχώριζαν, ενώ η χημεία μεταξύ των μελών ήταν αναμφισβήτητη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωντανής τους εμφάνισης.
Ενώ ο Lukas χαριτολόγησε από την ηλιόλουστη σκηνή, πως αυτή η εμφάνισή τους αποτελεί την πιο καυτή – σε επίπεδο θερμοκρασίας – της μέχρι τώρα περιοδείας τους, χαμογελάσαμε, σηκώσαμε τις μπύρες μας ψηλά, και συνεχίσαμε όλοι μαζί να χορεύουμε (right place), μέχρι να μας αποχαιρετήσουν με το τελευταίο κομμάτι της setlist τους, το “Minus Twenty”. (Ι.Κ.)

Με τον ήλιο να συνεχίζει να χτυπάει αλύπητα την Πλατεία Νερού, εν αναμονή των Ride, το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν πως πολλοί δεν μετακινήθηκαν από το μπροστινό τμήμα της σκηνής, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Ήταν ξεκάθαρο ότι αν και η ώρα εμφάνισης δεν τους ευνόησε, οι Ride έχουν το πιστό κοινό τους, και ήταν παρόν. Η μπάντα ξεκίνησε στις 7 και κάτι με το “Monaco”, με τη θερμή υποδοχή του κόσμου, και τον Gardener να παλεύει με τη ζέστη κλιμακωτά, από κομμάτι σε κομμάτι.

Το ονειρικό shoegaze συνεχίστηκε με τα “Last Frontier”, “Twisterella”, “Leave Them All Behind”, και δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι πόσο θα ταίριαζε στην ατμόσφαιρα που είχαν δημιουργήσει, να πέφτει ο ήλιος, αντί να μας χτυπάει. Παρ’όλα αυτά, οι Ride ξέρουν να παίρνουν τον κόσμο μαζί τους, οπότε και στάθηκαν στο ύψος τους, με το κοινό να στηρίζει, να χορεύει, και να είναι πράγματι εκεί, χωρίς να τσιγκουνεύεται την ενέργεια που θα χρειαζόταν όσο τίποτα στη συνέχεια της βραδιάς. Η setlist έκλεισε με τα “Taste”, “Vapour Trail”, και “Seagull”, οι Ride μας αποχαιρέτησαν, κι εγώ θα ελπίζω η επόμενη φορά να περιλαμβάνει λίγο χαμηλότερο φωτισμό, για να τους απολαύσω όπως ακριβώς θα ήθελα. (A.A.)

Ομολογουμένως, δεν ήμουν ποτέ φανατική των Radiohead, καθώς δεν ταίριαζαν ποτέ στα ακούσματά μου. Ωστόσο, πριν από λίγα χρόνια, ακούγοντας το αριστουργηματικό “The Eraser”, που αποτελεί μέρος του solo project του Thom Yorke, αντιλήφθηκα πως υπάρχουν ιδέες πέρα από τους Radiohead, που μπορεί να ταιριάξουν περισσότερο με τα μουσικά μου ερεθίσματα. Έτσι, κατέληξα να είμαι ενθουσιασμένη που θα τον έβλεπα με ένα side project του, τους The Smile. Κατ’ εμέ, οι The Smile είχαν την καλύτερη ώρα σκηνικής εμφάνισης, καθώς το σούρουπο συνέπεσε με τις πρώτες νότες του “Wall of Eyes”. Όταν ο Thom άρχισε να σιγοτραγουδάει τους στίχους του παίζοντας ακουστική κιθάρα, ήταν η εικόνα που πραγματικά δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι είχα ανάγκη.

Είναι γεγονός πως ο Thom Yorke είναι εξαιρετικά ταλαντούχος μουσικός. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραλείψουμε να αναφερθούμε και στον δεύτερο ταλαντούχο της παρέας του, τον Jonny Greenwood. Οι δυο τους έκαναν συχνές εναλλαγές ανάμεσα σε κιθάρες, μπάσο και πλήκτρα, δημιουργώντας μια μουσική πανδαισία με ρυθμική πολυπλοκότητα, εκτεταμένα instrumental μέρη με jazz στοιχεία, υπνωτικούς ρυθμούς, και ηλεκτρονικούς πειραματισμούς. Όσον αφορά στα φωνητικά του Thom, θα σημειώσω απλά πως κάθε φορά που το βλέμμα μου στρεφόταν προς το σούρουπο, είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν σε προσωπικό μου χώρο, έχοντας αφήσει μια playlist να παίζει στο background.

Η πρόσφατη δισκογραφική τους δουλειά, “Wall of Eyes”, είχε την τιμητική της, χωρίς να παραλείψουν κομμάτια από το ντεμπούτο τους, όπως τα “Speech Bubbles”, “A Hairdryer”, “Thin Thing” και “Pana-vision”. Για όσους δεν βρέθηκαν ανάμεσά μας, ας μην χάσετε την ευκαιρία που μπορεί να σας παρουσιαστεί στο μέλλον. Όταν δείτε τον Thom Yorke για πρώτη φορά μπροστά σας, το σοκ και το δέος θα χτυπήσουν την πόρτα σας, αφήνοντάς σας με την αίσθηση πως ο χρόνος σταμάτησε, και ότι ζείτε μια πραγματικά πολύτιμη στιγμή. (I.K.)

Πριν ξεκινήσω να γράφω για τη βραδιά που οι Pulp έγραψαν τη δική τους ιστορία στις καρδιές μας και στα συναυλιακά μας βράδια, θα πρέπει να κάνω ένα disclaimer. Είναι κάποιες μπάντες, που – σχεδόν – το έχεις ξεγραμμένο, σαν μακρινό όνειρο που ανήκει σε άλλη εποχή, ότι θα τις δεις ζωντανά, και ανάμεσα σε αυτές για εμένα ήταν οι Pulp. Επομένως, ήμουν από αυτούς που τους είχαν κερδίσει ήδη, πριν καν εμφανιστούν, μόνο και μόνο επειδή θα είχα την ευκαιρία να δω στη σκηνή τον larger than life Jarvis.
Η Πλατεία Νερού είχε πλέον γεμίσει με κόσμο, μέχρι εκεί που δεν έπιανε το μάτι μας, και στην ατμόσφαιρα υπήρχε αυτή η ασυγκράτητη ανυπομονησία, όταν στις γιγαντοοθόνες, γύρω στις 23:15, άρχισαν να εμφανίζονται κάποιες εισαγωγικές φράσεις από τους Pulp – για τους Pulp. «Αυτή είναι μια νύχτα που θα θυμάστε για όλη σας τη ζωή», έλεγε κάποιο από τα slides, με το χαρακτηριστικό βρετανικό «ψώνιο», σκέφτηκα. Πού να φανταστώ ότι ήξεραν πολύ καλά τι έλεγαν.
Στη σκηνή εμφανίζεται ο Jarvis, με τις γιγαντοοθόνες να προσπαθούν να τον ακολουθήσουν, κι εγώ – οριακά – να μην πιστεύω ότι όντως τον βλέπουμε, και θα ακούσουμε τους Pulp ζωντανά. Πριν καν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι γίνεται, μας «παίρνουν από τα μούτρα» με το “I Spy”, αυτή την κομματάρα από το ιστορικό πια album “Different Class”, που όρισε μια εποχή, και πολλά άλλα μέσα μας.

Αν μη τι άλλο, η ψυχή των Pulp πάντα ήταν ο Jarvis, οπότε όσο φανταστική και αν ήταν όλη η μπάντα, το live τους ήταν πρακτικά ένα one man show. Ο Cocker αγέραστος, με τρομερή ενέργεια, και τις γνωστές του χορευτικές κινήσεις και γκριμάτσες να συνοδεύουν όλα τα κομμάτια, έδινε μια θεατρική παράσταση που σε καθήλωνε, χωρίς να έχει τίποτα το προσποιητό. Είναι ελάχιστες οι φορές που νιώθεις δέος από την παρουσία ενός ανθρώπου και καλλιτέχνη, όσο περνάει ο καιρός και λιγότερες, κι εγώ – και οι περισσότεροι από εμάς – το νιώσαμε εκείνο το βράδυ. Cool χωρίς να το προσπαθεί καν, φαίνεται να μην παίρνει τον εαυτό του τόσο στα σοβαρά, αλλά χωρίς να γίνεται καρικατούρα.
Από το «εσωτερικό» “I Spy”, περάσαμε σε ένα από τα πιο αγαπημένα κομμάτια του κοινού, και ένα από αυτά που τους έχουν στιγματίσει, το “Disco 2000”. Από τις πρώτες νότες, ο κόσμος άρχισε να φωνάζει τους στίχους, να χορεύει αγκαλιά με τους δικούς του ανθρώπους, με το χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο. Ένα πραγματικό πάρτυ, στα πρώτα κιόλας λεπτά του live. Ακολούθησαν τα “Monday Morning”, και ”Something Changed”, με το δεύτερο να αποτελεί σοβαρό λόγο για να αρχίσεις να κλαις στον ώμο του διπλανού σου. Αυτές οι συναισθηματικές αντιθέσεις του Jarvis, τον κάνουν άλλωστε αυτόν που είναι.
Μετά τα “Pink Glove”, “Weeds”, “Weeds II”, και “Feeling Called Love”, η μπάντα συνέχισε να μαγεύει και τους πιο αδιάφορους με το “Sorted For E’s and Wizz”, άλλο ένα single που τους είχε καθιερώσει στα ‘90s. Η επόμενη επιλογή στη setlist ήταν ένα κομμάτι υποτιμημένο, ίσως το αγαπημένο μου από Pulp, το ”This Is Hardcore”. Με τον Jarvis να αλλάζει διάθεση στο δευτερόλεπτο, η σκηνή και ο ίδιος μεταμορφώθηκαν. Από το πάρτυ περάσαμε σε δευτερόλεπτα σε μια αισθησιακή, κόκκινα φωτισμένη σκηνή, με καταπληκτικά vocals και εντάσεις. Υποτιμημένο κομμάτι και album, αλλά ο κόσμος φάνηκε όντως να δείχνει κι εκεί τον ενθουσιασμό του.

Ένα από τα πράγματα που – σίγουρα – ξέρουμε πια ότι αγαπάει ο Jarvis, είναι το να λέει ιστορίες, και έτσι πριν το “Do You Remember The First Time?”, γύρισε μαζί μας πίσω στο χρόνο, στην τελευταία τους εμφάνιση στην Ελλάδα, στη Μαλακάσα, όπου θυμάται χαρακτηριστικά τη στιγμή που έπαιξε αυτό το κομμάτι. Και πώς να μην τη θυμάται, αφού είναι ένα από αυτά που το ελληνικό κοινό ακολουθεί πάντα με sing-along και χορό. Λίγο πριν μας αφήσουν για το πρώτο – ναι, το πρώτο – encore, έπαιξαν το “Babies” και το “Sunrise”, με τον κόσμο να μη δείχνει καθόλου κουρασμένος από το περασμένο της ώρας. Αντίθετα, όλοι θέλαμε λίγο ακόμα, γιατί είναι δύσκολο να χορτάσεις την περσόνα του Cocker.
Το πρώτο encore ήταν ένα σερί από κομματάρες, “Like A Friend”, το υπέροχο “Underwear”, στο οποίο ο Jarvis πήρε δώρο κι ένα εσώρουχο από το κοινό, που το πέταξε πίσω, και φυσικά το “Common People”, το κομμάτι-σταθμός και για τη μπάντα, και για πολύ κόσμο που το έχει συνδέσει με τις ομορφότερες στιγμές, τις πιο ανέμελες, με την εφηβεία του. Η στιγμή για την οποία είχαν έρθει πολλοί στο live είχε φτάσει, ο Jarvis ξέχασε τους εναρκτήριους στίχους (από όλα τα μέρη, του συνέβη στην Ελλάδα, όπως είπε ο ίδιος), και η συνέχεια ήταν μαγική. Ολόκληρη η Πλατεία Νερού να σκεπάζει τη φωνή του Cocker, να αγκαλιάζεται και να χοροπηδάει, μέχρι το τέλος της extended version, αψηφώντας την κόπωση, τίποτα άλλο δεν είχε σημασία.

Για το τέλος, στο 2ο και τελευταίο encore της βραδιάς, είχαμε “After You”, “Bad Cover Version”, “Razzmatazz”, και “Glory Days”. Όπως είπε και ο ίδιος ο Jarvis, ήταν μια “glorious day”, για όλους μας, οπότε το κλείσιμο δεν θα μπορούσε να είναι ιδανικότερο από αυτό. Γύρω μου έβλεπα μόνο απόλυτα χαρούμενους ανθρώπους, με ένα αίσθημα πληρότητας, σαν να είχε γίνει κάτι που όντως θα θυμόμασταν για όλη μας τη ζωή.
Πολλοί μου είχαν πει για τα lives των Pulp, ότι είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, που κάποιος πρέπει να ζήσει μια φορά για να καταλάβει. Η ίδια η εμπειρία υπερβαίνει κάθε περιγραφή. Το live τους ήταν κάτι που με πήγε σε μια εποχή που θα ήθελα να έχω ζήσει, όταν η μουσική διατηρούσε ακόμη έναν ρομαντισμό, αυτόν που έφερε ο Jarvis πάνω στη σκηνή. Για 2 ώρες τα ξεχάσαμε όλα, είχαμε καρφώσει τα μάτια μας στη σκηνή και στη γιγαντοοθόνη.
Ο Cocker πήρε τις ψυχές μας και τις σήκωσε λίγο πιο ψηλά, με χιούμορ, ανεπιτήδευτος, βγαλμένος από κάποια άλλη διάσταση. Δεν ξέρω για ποιο λόγο οι Pulp πιστεύουν ότι θα θυμόμαστε το live τους για μια ζωή, αλλά για μένα ήταν από τις πιο συγκινητικές στιγμές, ήταν ένα live πολύ φορτισμένο συναισθηματικά, γιατί στην καρδιά μου οι Pulp ήταν πάντα προϊόν αγνότητας, και πολλοί από τους στίχους του Jarvis έχουν «γράψει» μέσα μου για πάντα. Ευχαριστούμε για όλα. (Α.Α.)
