Η 10η μέρα του φετινού Release ήταν ίσως η πιο πολυαναμενόμενη της σεζόν, όχι μόνο για το μέταλ κοινό (που είναι πιστό και μεγάλο, έτσι κι αλλιώς), αλλά για όλους τους λάτρεις του «σκληρού» ήχου γενικότερα, που θα ήθελαν να έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν από κοντά πολλά από τα σημαντικότερα και διαχρονικότερα ονόματα. Το line-up υποσχόταν μια μεγάλη βραδιά από την αρχή, με τους Accept, τον Bruce Dickinson (σόλο, με την προσωπική του μπάντα αυτή τη φορά), και τους τιτάνες Judas Priest να αποτελούν ένα dream team, που από ό,τι φάνηκε από την προσέλευση του κόσμου, λίγοι έχασαν. Τη βραδιά άνοιξαν οι Αθηναίοι Saturday Night Satan.
Ανταπόκριση: Αρετή Αποστόλου + Σπύρος Ζαρμπαλάς / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (πλήρες photostory εδώ)
Οι openers Saturday Night Satan άρπαξαν από τα μαλλιά την ευκαιρία που τους δόθηκε. Παρότι οι συνθήκες απαιτούσαν ένσημο για «βαρέα και ανθυγιεινά», δεν έδειξαν να επηρεάζονται, και παρουσίασαν μια απόλυτα επαγγελματική εμφάνιση για τα επόμενα 30’, με 6 occult metal κομμάτια από τον φετινό τους δίσκο, “All Things Black”. Tόσο η βασική δυάδα της μπάντας, όσο και οι μουσικοί που την πλαισιώνουν, έδειξαν τα δόντια τους, και ο -για τα δεδομένα- αρκετός κόσμος στην Πλατεία Νερού, φάνηκε να το εκτιμά, και ανταπέδωσε με έντονο χειροκρότημα. (Σ.Ζ.)
Οι Accept αποτελούν μία από τις πιο σταθερές αξίες στο heavy metal. Μια μπάντα που έχει και το ρεπερτόριο, και την ενέργεια, ώστε να μην απογοητεύει ποτέ, σε όποια φάση και αν τους πετύχεις σε live, κάτι το οποίο ζήσαμε και φέτος. Παρά το «μουδιασμένο» ξεκίνημα με τα κομμάτια από το (μέτριο) φετινό “Humanoid”, τα πάντα ήρθαν στη θέση τους με τις πρώτες νότες του “Restless & Wild”. Κάτι το όνομα που έχει η μπάντα στην Ελλάδα, κάτι το ομοιογενές lineup, δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί τόσο γεμάτο τον χώρο τόσο νωρίς, με αποτέλεσμα οι Accept να δίνουν μια άτυπη headline εμφάνιση. Αιχμή του δόρατος – όπως πάντα – αποτέλεσαν οι κιθάρες-ξυράφια, με μπροστάρη τον αειθαλή Wolf Hoffmann, πλαισιωμένο από φοβερούς παίκτες, με βαρύ όνομα, και στην φωνή τον Mark Tornillo, που μπορεί να μοιάζει σε στιγμές διεκπεραιωτικός, αλλά ήταν αλάνθαστος. Τα κομμάτια που ακούστηκαν από το “Breaker” μέχρι και το κλείσιμο με το “Balls to the Wall” – με guest τον Andy Sneap – θα μπορούσαν να μετατρέψουν κάθε συναυλία σε ένα metal party, και μας άφησαν να «διψάμε» για άλλα τόσα κλασικά tracks, που έμειναν στην απέξω λόγω billing. (Σ.Ζ.)
Δύο χρόνια πέρασαν από την τελευταία εμφάνιση των Iron Maiden στην Αθήνα, στις 16 Ιουλίου του 2022, μία εμφάνιση που τα είχε όλα: mosh pits, μια τεράστια μπάντα σε μεγάλη φόρμα, και κάποια νεύρα από τον Dickinson για τα καπνογόνα που δεν έλεγαν να σβήσουν. Αυτή τη φορά, ο Bruce επέστρεψε μόνος, με τη δική του μπάντα, για να μας παρουσιάσει – μεταξύ άλλων – τον 7ο σόλο δίσκο του, που κυκλοφόρησε την 1η Μαρτίου που μας πέρασε, με τίτλο “The Mandrake Project”.
Στην ώρα του πάνω στη σκηνή, ο Dickinson με έναν καταπληκτικό ήχο να κάνει τη δουλειά του ακόμα πιο εύκολη, μοιάζει σαν να μην τον αγγίζει καθόλου ο χρόνος. Κυριολεκτικά ντυμένος από πάνω μέχρι κάτω με το “Mandrake Project”, από την πρώτη νότα του “Accident of Birth” μας εντυπωσίασε με τη φωνή του, που ήταν ίσως καλύτερη και πιο κρυστάλλινη από ποτέ τον τελευταίο καιρό, κάτι που δείχνει και τον επαγγελματισμό του στο πέρασμα των χρόνων, και το γεγονός ότι δεν επαναπαύεται με το όνομα που έχει δημιουργήσει στα τόσα χρόνια καριέρας. Μεγάλο highlight της εμφάνισης του, πέρα από το ταλέντο του ως showman, ήταν η μπάντα. Τρομερές οι αποδόσεις των κομματιών σε όλη τη διάρκεια του live, όλοι δεμένοι μεταξύ τους, και όπως φαινόταν, ειλικρινά χαρούμενοι που παίζουν μαζί με τον Dickinson.
Αν κάτι τον χαρακτηρίζει σε όλα του τα lives, από τα σόλο μέχρι εκείνα με τους Maiden, είναι η θεατρικότητα του, και το χάρισμα που έχει να αφηγείται ιστορίες και να σε βάζει μέσα σε αυτές, χρησιμοποιώντας τες σαν intro σε πολλά από τα κομμάτια που επιλέγει, τα οποία, άλλωστε, έτσι κι αλλιώς έχουν πάντα αυτό το epic στοιχείο, που χαρακτηρίζει και τα κομμάτια των Iron Maiden. Όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, και το πάθος του ίδιου γι’αυτό που κάνει, κατάφεραν να πωρώσουν το κοινό περισσότερο από ό,τι περίμενα ομολογώ, σε κομμάτια όπως τα “Book of Thel”, “Rain on the Graves”, και “Darkside of Aquarius”, φυσικά θυμίζοντας σε πολλές στιγμές live εκτελέσεις από κομματάρες των Maiden. Το “Roads to Hell” ήταν αυτό που πραγματικά έδωσε στη βραδιά την ένταση που της αναλογούσε, με το κοινό να «χτυπιέται», και τον Bruce να τα δίνει όλα.
Η προσωπική αγαπημένη μου στιγμή της εμφάνισης του, δεν ήταν άλλη από το καταπληκτικό “Tears of the Dragon”, μία από τις πιο εμβληματικές μπαλάντες του heavy metal, που έκανε τον κόσμο να ακολουθεί με sing along, σε μια στιγμή που πήρα μαζί μου μέχρι και το τέλος του live, αφού το “Balls to Picasso” είναι – για μένα – η καλύτερη εκδοχή του Dickinson μέχρι και σήμερα. Αν το setlist είχε και το “Change of Heart”, δεν θα ήθελα τίποτα άλλο από αυτή την εμφάνιση.
Λίγο πριν μας αφήσει, μετά από – σχεδόν – μιάμιση ώρα ακούραστος πάνω στη σκηνή, ο ίδιος επιφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη για το ελληνικό κοινό, ένα αίτημα που είχε μείνει ανεκπλήρωτο για χρόνια, και εκπληρώθηκε (περίπου, έστω) την περασμένη Κυριακή. Αφού μας είπε ότι πιστεύει πως θα θέλουμε πολύ να ακούσουμε αυτό που έρχεται, η πρώτη μου σκέψη εν τέλει επιβεβαιώθηκε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. O Bruce έβγαλε στη σκηνή μια περικεφαλαία, και ξεκίνησε να παρακινεί τον κόσμο να ακολουθήσει με το ρεφρέν του “Alexander the Great”. Ακριβώς μπροστά μου υπήρχε κόσμος που δεν πίστευε αυτό που συνέβαινε, αλλά η γενικότερη αντιμετώπιση του κοινού ήταν – μάλλον – μαγκωμένη, σαν να εύχεσαι για κάτι για καιρό, και να μην ξέρεις πώς να αντιδράσεις όταν συμβαίνει. Σε κάθε περίπτωση, το λες και κίνηση συμφιλίωσης από τη μεριά του, και σίγουρα προκάλεσε μεγάλη χαρά σε πολλούς fans, έστω αυτή η μικρή γεύση.
Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από τον Dickinson, ήταν μια εμφάνιση που απλώς επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τους λόγους για τους οποίους είναι ένας από τους πιο αγαπημένους καλλιτέχνες της heavy metal κοινότητας. Ελπίζω και εύχομαι οι Maiden να ξαναπεράσουν από τα μέρη μας σύντομα, γιατί η φετινή του σόλο εμφάνιση μου θύμισε και το μεγαλείο της μπάντας του. (A.A.)
Η μεγάλη στιγμή της βραδιάς είχε φτάσει, όταν ακούστηκε η υπερ-κομματάρα “War Pigs” από τα μεγάφωνα της Πλατείας Νερού, ίσα-ίσα για να προετοιμάσει το κοινό γι’αυτό που θα ερχόταν. Λίγα λεπτά αργότερα, ο larger-than-life Halford ανέβηκε στη σκηνή με την παρέα του, με το καταιγιστικό “Panic Attack” από τον τελευταίο τους δίσκο, “Invincible Shield”, με το οποίο ανοίγουν και το φετινό τους tour. Και μετά το “Panic Attack”, το χάος, με “You’ve Got Another Thing Comin'”, “Rapid Fire”, τον ύμνο “Breaking the Law” να ακολουθεί, και την Πλατεία Νερού να σείεται ολόκληρη. Το συναίσθημα όταν βλέπεις Priest ζωντανά, έχει κάτι που ελάχιστες φορές αισθάνεσαι σε live, για πολλούς λόγους. Οι κομματάρες, η νοσταλγία, τα οπερετικά φωνητικά του Halford, η θρυλική αύρα που φέρει ο ίδιος, είναι μερικοί από τους λόγους. (Α.Α.)
Μιλάμε για μια 5άδα που, παρά τις αλλαγές στην σύνθεσή της, είναι συνώνυμο του Heavy Metal, από όλες τις απόψεις. Συνθετική, στυλιστική, παικτική, στάση χαρακτήρα και ζωής, οι Judas Priest είναι το Α και το Ω αυτού του είδους. Έχουν την ευχέρεια να πετάνε μόλις τρίτο ένα κομμάτι σαν το “You’ve Got Another Thing Comin’”, που οι περισσότεροι θα είχαν για encore. Έχουν την θέληση να βγαίνουν στον καύσωνα με full attire, χωρίς εκπτώσεις, αν και κανείς δεν θα τους έλεγε τίποτα αν δεν το έκαναν. Έχουν την ενσυναίσθηση να δείχνουν διαρκώς στις οθόνες εικόνες του Glenn Tipton, που πλέον δεν μπορεί να τους ακολουθεί σε tour. Έχουν τον Rob Halford να τραγουδάει κάθε βράδυ κομμάτια όπως το “Victim of Changes”, αντί να «κρύβεται» πίσω από την ηλικία του. Έχουν την άνεση να παίζουν 3 νέα κομμάτια, παρότι το κλασικό ρεπερτόριό τους δεν «σηκώνει» απουσίες, και να μην κάνει κοιλιά το live. Για αυτούς και άλλους πολλούς παρόμοιους λόγους, οι διαδικαστικές και τυπικές λεπτομέρειες της εμφάνισής τους, κατά την γνώμη μου, δεν έχουν καμία βάση. Όποιος θέλει να λέει ότι ακούει Heavy Metal, πρέπει να δίνει το παρόν σε κάθε δυνατότητα που του δίνεται να βλέπει ζωντανά τους Judas Priest. (Σ.Ζ.)
Ο Metal God έκανε και πάλι το θαύμα του, στα 72 του πλέον χρόνια, αποδεικνύοντας ότι τίποτα δεν σταματάει κάποιον που πραγματικά αγαπάει αυτό που κάνει. Τα σημάδια του χρόνου μπορεί να έχουν κάνει την εμφάνιση τους, με τον Halford να κάθεται σε ορισμένες φάσεις του live, για να μπορέσει να ξεκουραστεί, και με βοήθεια στα vocals, αλλά αυτό δεν μειώνει στο ελάχιστο την πηγαία του ενέργεια και το επίπεδο που – ακόμη – κρατάνε στα shows τους οι Priest, χάρη και στην εξαιρετική μπάντα που «δίνει πόνο» σε όλα τα επίπεδα.
Για τη συνέχεια άλλο ένα banger, το “Riding on the Wind”, μαζί με “Devil’s Child”, “The Sinner”, “Crown of Horns”, και το λατρεμένο “Turbo Lover”, το οποίο κάθε φορά που το ακούω, ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά στη λίστα με τα αγαπημένα μου τραγούδια. Το νέο album είχε κι αυτό την τιμητική του, με το ομώνυμο κομμάτι του “Invincible Shield” να ακολουθεί, μαζί με την ιστορική κομματάρα “Victim of Changes”, που μας έκανε όλους να ανατριχιάσουμε. Αν και γενικότερα δεν είμαι fan των διασκευών, το “The Green Manalishi (With the Two Pronged Crown)”, η διασκευή στο κομμάτι των Fleetwood Mac, είναι ένα έπος, γιατί αυτοί είναι οι Priest, ό,τι κάνουν, το τερματίζουν. Το αποκορύφωμα της βραδιάς, καμία έκπληξη εδώ, ήταν φυσικά το “Painkiller”, για το οποίο νιώθω ότι ο Rob φύλαγε τις δυνάμεις του καθ’όλη τη διάρκεια του live. Το scream που όλοι αγαπήσαμε ήταν ξανά εδώ, χωρίς καμία έκπτωση, και σύσσωμη η Πλατεία βρισκόταν σε έκσταση. Δύσκολα τα λόγια θα περιγράψουν στιγμές που ακούς ζωντανά τέτοια θρυλικά κομμάτια, ήταν, όμως, τουλάχιστον συγκινητικό, και συγκλονιστικό ταυτόχρονα.
Επίσημα, η setlist είχε ολοκληρωθεί, αλλά όχι ακόμη. Οι Priest επέστρεψαν με ένα πολύ χαρακτηριστικό τρίπτυχο, με όλα αυτά που τους κάνουν να ξεχωρίζουν και να βρίσκονται στην κορυφή εδώ και χρόνια: μόνο γκάζια και glam metal, με “Electric Eye”, “Hell Bent for Leather”, και “Living After Midnight” για «σβήσιμο». Επική βραδιά, επικό κλείσιμο, και ιδιαίτερη συγκίνηση θα πω. Μπορεί να μην ανήκω στη γενιά που πρόλαβε παλιότερα lives τους, αλλά σίγουρα ανήκω στη γενιά που ανακάλυψε όλα αυτά τα διαμάντια μέσω του Youtube, και είναι κάπως συγκινητικό να βλέπεις τον Halford σε βίντεο, να τραγουδάει με την μπάντα από τα 22 του, και πλέον να έχει φτάσει 72 και να συνεχίζει να κάνει το ίδιο, με πάθος, αφοσίωση, και αξιοπρέπεια. (Α.Α.)
Τελειώνοντας το σετ τους, στις οθόνες έγραφε “The Priest will be back”. O αμείλικτος χρόνος και η έκφραση στο πρόσωπο του Rob Halford φεύγοντας, μπορεί να μας κάνει να το αμφισβητούμε, αλλά ΑΝ η φετινή ήταν η τελευταία φορά που είδαμε Judas Priest, ήταν ένα καθ’όλα πανάξιο farewell. (Σ.Ζ.)