Το καυτό πρόσωπο του καλοκαιρινού ήλιου είχε πυρώσει από νωρίς το πεδίο που θα λάμβανε χώρα η τελευταία μάχη. Χιλιάδες πολεμιστές όμως δεν πτοήθηκαν και προσήλθαν από νωρίς στην Πλατεία Νερού ώστε να γίνουν μάρτυρες όλων των συμβάντων.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Pero Lakanen (C) [2019 MAGIC CIRCLE ENTERTAINMENT]
Το δύσκολο ρόλο της εμπροσθοφυλακής ανέλαβαν οι μπαρουτοκαπνισμένοι BattleroaR, έμπειροι στα ζητήματα πολέμου. Αψηφώντας τον καυτό ήλιο και με μπροστάρη τον Γιάννη Παπανικολάου (Diviner, ex-Innerwish) απέδωσαν άψογα το επικό τους metal. To set τους κράτησε δυστυχώς μόνο μισή ώρα, στη οποία μας ταξίδεψαν σε ολόκληρη τη δισκογραφία τους. Κατάφεραν δε, παρά τις πολύ δύσκολες συνθήκες, να συνεπάρουν το κοινό και να το προετοιμάσουν για αυτό που θα ακολουθούσε.
Μακάρι οι BattleroaR να έπαιζαν για άλλη μία ώρα και να μην είμασταν αναγκασμένοι να ακούσουμε τις… πατάτες των Imperia! Η μπάντα παίζει συμφωνικό female-fronted metal (κάποτε πρέπει να παραδεχτούμε πως αυτό το είδος δεν έχει πλέον να δώσει κάτι καινούργιο και να το αφήσουμε πίσω μας) της τελευταίας υποστάθμης. Μια τραγουδίστρια, ντυμένη σαν βίζιτα, που πάσχιζε να αποδώσει καθαρά φωνητικά, οπερετικές κορόνες, growls και κάτι απόκοσμα ουρλιαχτά πάνω από τις πιο generic συνθέσεις που έχουμε ακούσει ποτέ. Καθαρά pay-to-play είσοδος σε μία μεγάλη φεστιβαλική μέρα.
Η συνέχεια ευτυχώς ήταν πολύ καλύτερη. Η έκδοση των Rhapsody του Alex Staropoli, δηλαδή οι Rhapsody of Fire, μετά από ένα ατμοσφαιρικό intro, βγήκαν στη σκηνή με περισσή ενέργεια και, βοηθούμενοι από το γέρμα του Ήλιου αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον του πολυπληθούς κοινού. Όπως προδιέθετε το backdrop, το set τους βασίστηκε περισσότερο στο πρόσφατο album τους “The Eighth Mountain”. Ο σχετικά νεοφερμένος Giacomo Voli στα φωνητικά φάνηκε ικανότατος ενώ κάλυψε και αξιόλογα τη θέση του frontman. Οι φίλοι, δε, των τεχνικών solos ευχαριστήθηκαν shredding από τον Roby De Micheli. Highlights της εμφάνισης τα “The Courage to Forgive” και “Emerald Sword”.
H, μεγαλύτερη από μία ώρα, αναμονή πάνω στο καυτό τσιμέντο για την εμφάνιση των headliners μας ταλαιπώρησε αρκετά. Κανείς δεν πτοήθηκε όμως καθώς η ανυπομονησία των Manowarriors που είχαν μαζευτεί από όλες τις γωνίες της Ελλάδας, αλλά και του εξωτερικού ήταν μεγάλη. Μόλις τα φώτα έσβησαν αποκαλύφθηκε το μέγεθος του show που θα παρακολουθούσαμε. Σκηνικά με βουνά στα οποία έρρεε λιωμένο μέταλλο, κομπάρσοι με ασπίδες, δόρατα και σημαίες, επικές CGI προβολές ανάλογες με το θέμα του κάθε τραγουδιού, καπνοί, φωτιές, πυροτεχνήματα ήταν τα οπτικοακουστικά στοιχεία που πλαισίωναν το έπος.
Η ανάγνωση του απογοητευτικού setlist της περιοδείας αλλά και η πρότερη εμπειρία μου στα live τους στο Σ.Ε.Φ. (1992) και στο Αγκάθι (1994) (δεν είχα παρευρεθεί στη επική εμφάνιση του 2007) κράτησαν τις προσδοκίες μου χαμηλά. Ευτυχώς όμως οι αμφιβολίες μου διαψεύσθηκαν. Στο επόμενο, περίπου, δίωρο ζήσαμε πραγματικά επικές στιγμές που ξεκίνησαν με τα κλασσικά “Manowar” και “Warriors of the World”. Η πρώιμη κορύφωση (και ξελαρύγγιασμα) ήρθε στον ύμνο “Blood of My Enemies”. Δυστυχώς κάπου εδώ δημιουργήθηκε μία κοιλιά στο πρόγραμμα με το σερί των “Brothers of Metal Pt. 1”, “Call to Arms”, “Hand of Doom” και “Sons of Odin” να μην συγκινούν ιδιαίτερα το κοινό. Ήταν όμως τέτοια η ποιότητα του ήχου και του παιξίματος αλλά και ο οπτικός κορεσμός από το μεγαλειώδες show που δεν παραπονέθηκε κανείς. Ήρθε δε σαν δωράκι-έκπληξη και το “Hector’s Final Hour”, μέρος της σουίτας “Achilles, Agony and Ecstasy”, σε συνδυασμό με την προβολή της Ελληνικής σημαίας στις οθόνες, για να γλυκάνει τους ντόπιους οπαδούς. Το “Swords in the Wind” και το κλασσικό ανούσιο bass solo του DeMaio (χωρίς το “Sting of the Bumblebee”) έκλεισαν το πρώτο μέρος.
Και από εκεί και πέρα η μπάντα το ακροατήριο και η ίδια η Πλατεία Νερού πήραν φωτιά καθώς μας γρονθοκόπησαν τα, “Battle Hymn” (χωρίς το intro), “Thor (The Powerhead)”, “Kings of Metal” (κάπου εκεί κατέρρευσε και μέρος του σκηνικού το οποίο παραλίγο να πλακώσει τον αρχηγό, ο οποίος όμως δεν μάσησε), “Fighting the World” και “Hail and Kill” (δυστυχώς πάλι χωρίς το intro). Στο “The Power of Thy Sword” (κάθε κλαγγή του ξίφους και ένα πυροτέχνημα) η ένταση έφτασε μέχρι το διάστημα. Η αγέραστη φωνή του εξωγήινου Eric Adams έστελνε ρίγη στη ραχοκοκαλιά μας καθώς από μελωδικά βάθη εκτινασσόταν σε θεόρατα ύψη σαν να ήταν 30 χρονών. Αξιοπρεπέστατος και με καλό ήχο ο E. V. Martel στα solo και σταθερότατος, με λίγα παραπατήματα ο Anders Johansson στα τύμπανα. Σημαντική επίσης η συμμετοχή του Joe Rozler στα πλήκτρα που γέμιζαν τον ήχο. Τα “King of Kings” και “House of Death” έκλεισαν την κανονική διάρκεια του set.
Ακολούθησε ο καθιερωμένος γραφικός λόγος του DeMaio ο οποίος εκθείασε τους Έλληνες, ευχαρίστησε τους διοργανωτές, προσπάθησε με επιτυχία να προφέρει τα ονόματα διαφόρων μεγάλων πόλεων της πατρίδας μας και καταφέρθηκε εναντίων των φανταστικών «εχθρών» της μπάντας, η οποία μας αποτελείωσε με το “Black Wind, Fire and Steel” κλείνοντας ένα live εμπειρία για όλους. Με τη βροχή πυροτεχνημάτων που έλαβε εκκίνηση από το σπάσιμο των χορδών του μπάσου πήραμε το δρόμο της επιστροφής με ένα ευχάριστο βούισμα στα αυτιά αλλά και την αίσθηση ότι είδαμε μία μεγάλη εμφάνιση από τους παντοτινούς ηγέτες του είδους.
Να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι η διοργάνωση ήταν από τις καλύτερες που έχουμε βιώσει σε εγχώρια φεστιβάλ. Πρέπει όμως να αναφέρουμε και την απόφαση του management των headliners να μην παρευρεθούν φωτογράφοι από τα sites που κάλυπταν τη συναυλία, χωρίς να αναφέρουν το λόγο (ο καθένας μπορεί να υποθέσει διάφορα).