Από τη Νέα Ζηλανδία, με αγάπη, η Princess Chelsea και το ονειρικά αεικίνητο σχήμα της, στην πρώτη τους εμφάνιση επί ελληνικού εδάφους έκαναν τη φάση τους.
Το live της Πριγκίπισσας Τσέλσι (Chelsea Nikkel) ήταν από αυτά, τα οποία τα καρφιτσώνεις στο ημερολόγιό σου, με προσμονή, ελπίζεις να είναι καλό, οπλίζεσαι με γλυκουλιά και κατηφορίζεις να το απολαύσεις. Όπερ και εγένετο.
Ανταπόκριση: Γιώργος Χαλβαντζής / Φωτογραφίες: Δημήτρης Δαλακλής (περισσότερες εδώ)
Παρασκευή βράδυ, τελείωμα της εβδομάδας και περίπου 30 με 40 άτομα βρίσκονταν στο Fuzz για να απολαύσουν το σχήμα που άνοιξε τη βραδιά, τους Le Page, ένα νεανικό ντουέτο στις κιθάρες, το οποίο με τη συνδρομή προηχογραφημένων samples λατρεύει τα 90’s και γλυκανάλατα εφηβικά ενσταντανέ. Στον λίγο χρόνο που είχαν επί σκηνής, το σχήμα κατάφερε να μας φέρει ξανά στον νου μουσικές, οι οποίες για την πλειοψηφία των millennials κάποια στιγμή έπαιξαν κομβικό ρόλο στη ρύθμιση των ορμονών τους τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Ο frontman ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός και κατάφερε να σπάσει τον πάγο και το άβολο αίσθημα του να παίζεις σε 30 άτομα για 40 περίπου λεπτά, «εκβιάζοντας», μάλιστα σε ένα κομμάτι, τα γιούχα μας, στο πλαίσιο ενός έξυπνου τρικ, που πρώτος ο GG Allin είχε δοκιμάσει.
Στις 22:30 η Princess Chelsea πλαισιωμένη από τους μουσικούς της γλιστράει στη σκηνή, με εμφανή τη συστολή στις αρχικές της κινήσεις. Και εδώ ξεκινούν (κάποια) ωραία πραγματάκια. Πρώτο κομμάτι το «Machines of Loving Grace» και η Chelsea μας καλωσορίζει, ενώ από κάτω η προσέλευση, αν και έχει αυξηθεί στα περίπου 100 άτομα, παραμένει απογοητευτική για το hype του ονόματος – στο εξωτερικό πετούν τη σκούφια τους. Τελειώνοντας, παρατηρούνται ανακατατάξεις στα πόστα. Ο μπασίστας στα ντραμς, ο ντράμερ στα πλήκτρα. Ενδιαφέρουσα κίνηση, η οποία μας εισήγαγε στο «The Pretty Ones», ένα κομμάτι στο οποίο το (ψευδο)έμπειρο αυτί μπορεί να εντοπίσει και στοιχεία Queen, ακόμα και Tame Impala.
Το επόμενο κομμάτι («I Love My Boyfriend») αφιερώθηκε σε όλους τους παλίκαρους του venue και εκτελέστηκε άρτια από το μετακινούμενο σε άλλα πόστα και άλλες θέσεις σχήμα, παρά το απρόοπτο του πολλλλύ χαλαρού ντράμερ με τις μπαγκέτες του. Το «Wasting Time» θα έκανε τον Yann Tiersen να κλάψει από το επίπεδο της συνθετικής επαλληλίας στις δουλείες του και το εν λόγω άσμα, παρ’ όλα αυτά η Chelsea κατάφερε, με την απαστράπτουσα ροζ κώμη της και το ναζιάρικο σκέρτσο της, να μας πείσει για την ερμηνεία της. Στο «Monkey Eats Bananas» και το «Too Many People» σαν να ανέβηκε λιγουλάκι η συνολική ατμόσφαιρα, με τα πλήκτρα και το ξυλόφωνο να επισκιάζουν τα πολύ κακά, ιδιαίτερα στις ψηλές, μιξαρισμένα φωνητικά και το ανύπαρκτο μπάσο. Στο «Yulia» εγώ, προσωπικά, θαύμασα τις μπαρόκ φωνητικές ικανότητες της Νεοζηλανδής σταρλετίτσας, οι οποίες σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς άφηναν μια παραπονιάρικη επίγευση στο, κατά τα άλλα δυνατό ζωντανό, υλικό της.
Οπερατικές φωνούλες ήχησαν στο Fuzz, όταν παίχτηκε το «No Church On Sundays». Οι shoegaze-y κιθάρες αλά Kevin Shields, ήταν ρυθμισμένες εκεί, όπου έπρεπε, ενώ η Πριγκίπισσα συνόδευε με ταμπουρίνο. Long live Liam Gallagher. Το «Cigarette Duet», το hit-άκι, σκίρτησε τα πρώτα σημεία ζωντάνιας από το ληθαργικό κοινό, πριν γίνει το πέρασμα σε ένα τρομερό άσμα, το «Respect the Labourers» και το «I Miss My Man», στο οποίο η γενικότερη αίσθηση παρέπεμπε σε Toto. Ολιγόλεπτη διακοπή και το «Ice Reign» αποτελεί το πρώτο εκ των δύο encore κομματιών με το «When The World Turns Grey» αποτελεί το highlight της βραδιάς. Κλειστά μάτια, δύο-τρεις τζούρες από το τσιγάρο και μια ωδή στους χαμένους έρωτες από το νότιο ημισφαίριο να ηχεί στη γωνιά του Ταύρου.
La fin, λοιπόν, με την πρώτη εμφάνιση της Princess Chelsea στη χώρα μας, να χαρακτηρίζεται, μάλλον, άνευρη, ίσως λόγω και του ονειρικού της pop, για του οποίου την εκδοχή να ήμαστε προετοιμασμένοι στην Ελλαδίτσα μας. Εις το επανιδείν, Princess.