Poem και Κύτταρο. Μου αρκούσαν αυτές οι δύο λέξεις, για να μη με νοιάξει το αίσχος του καιρού. Περίμενα αυτό το live με άπειρη ανυπομονησία και απ’ ό,τι φάνηκε δεν ήμουν η μόνη, καθώς και φίσκα ήταν και μάλιστα γέμισε από νωρίς.
Aνταπόκριση: Μυρτώ Ραμμοπούλου / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Τη βραδιά ανοίγουν οι Groove Therapist. Ένα εκτελεστικά άρτιο συγκρότημα, με εμφανή την πείρα και την κατάρτιση των μουσικών του, που ωστόσο δεν μπορώ να πω ότι με κέρδισε ιδιαίτερα. Θα έλεγα ότι εισέπραξα κάτι πολύ συγκεχυμένο, κυρίως επικοινωνιακά. Από τη μία πολύ σωστή εκτέλεση ιδιαίτερων κομματιών, στο εύρος του progressive, αλλά και με πιο classic και heavy rock στοιχεία, με μεγάλο «συν» την πολύ σωστή φωνή του τραγουδιστή τους και ενδιαφέρουσες funk πινελιές. Από την άλλη, επικοινωνιακά μου έδωσαν μία αίσθηση-δεν ξέρω πώς να το πω ακριβώς-«ωδειακή». Μακάρι όταν ήμουν στο ωδείο να έπαιζα έτσι μεν, αλλά υπήρχε κάτι «εκτός concept» στην παρουσία τους. Είχαν κάτι το θεατρικό, αλλά θύμιζαν περισσότερο blues ή jazz μπάντα, παρά o,τιδήποτε κοντά στο rock. Προσωπικά, μου άρεσαν αρκετά περισσότερο τα τρία τελευταία κομμάτια που έπαιξαν, πιο σκοτεινά, που, όπως είπαν, προέρχονται από την επερχόμενη δεύτερη δισκογραφική τους δουλειά, και σίγουρα εκτίμησα υπέρ του δέοντος το μπάσο της Κατερίνας Κώτη, που έδινε στη μουσική τους έντονο βάθος και δυναμική. Στο ήδη μεγάλο κοινό, ωστόσο, άρεσαν πολύ και εξέλαβαν θερμή ανταπόκριση και χειροκρότημα, ενώ δεν έλειψαν και αυτοί που τους ζητούσαν πίσω στη σκηνή.
Είχε έρθει όμως η ώρα για τη μεγάλη έκπληξη της βραδιάς, τους Nochnoy Dozor. Που, ναι, ήξερα ότι είναι μια μπάντα που αποτελείται από πολύ καλούς μουσικούς και η δουλειά τους είναι πολύ κοντά στην γενικότερη αισθητική μου, δεν τους είχαν ξαναδεί live όμως. Με το κοινό αρχικά μαγκωμένο, ξεκινούν να παρουσιάζουν την ultra dark, εξαιρετικά μελωδική, αργή μεν, απίστευτης έντασης δε, μουσικάρα τους. Καθηλωτικό και σε σημεία, οριακά επικό, το δίδυμο φωνητικών συνοδεία απογειωτικής κιθάρας και πολύ heavy drumming. Νομίζω ότι το μπάσο του Νίκου Γιαννούλη ήταν από τα highlights της βραδιάς: καθαρό, έντονο, πλούσιο μελωδικά, σε άψογο συγχρονισμό με τα drums, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα το όλο αποτέλεσμα να πατάει στέρεα σε γη (μπάσο-drums) και ουρανό (φωνές-κιθάρα). Τα πλήκτρα δεν τα άκουγα πολύ καθαρά για να είμαι ειλικρινής. Με το playlist να αποτελείται στο σύνολό του από το ήδη κυκλοφορούν ομώνυμο EP τους, αλλά και δύο (;) καινούρια κομμάτια, κατάφεραν να πάρουν το κοινό με το μέρος τους, κάνοντας το ήδη γεμάτο Κύτταρο να λικνίζεται στο ρυθμό τους και να τους χαρίζει ενθουσιώδες χειροκρότημα. Μια εξαιρετική εμφάνιση ενός συγκροτήματος, με πολύ σωστή σκηνική παρουσία, που δεν παίζει «εύκολη» μουσική , όμως σίγουρα θα βρει εύκολα το δρόμο του προς την κορυφή (όπως κι αν την ορίζουν, τους το εύχομαι). Αν δε τους ξέρεις, ψαξ’ τους.
Συσπειρωνόμαστε πια γύρω από τη σκηνή, σαν σαρδελίτσες, για να νιώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τον κόλαφο που ακολουθεί. Ο λόγος κι η μουσική στους Poem. Από σεβασμό στην υπερμπαντάρα αυτή και σε όσα μας έχουν δώσει στο παρελθόν, οφείλω να πω ότι δεν ήταν η καλύτερη τους βραδιά. Ήταν άσχημα; Όχι, γιατί οι Poem δεν μπορούν να παίξουν άσχημα. Θα μπορούσε να είναι καλύτερα; Ναι, αν ο –κατά τ’ άλλα εξαιρετικός- Προκοπίου, δεν ήταν τόσο εμφανώς κουρασμένος. Και όχι δεν ήταν εκτός τόνου, όχι δεν ήταν ξενέρωτος -αντιθέτως ήταν πολύ fun και επικοινωνιακός-, αλλά δεν είχε την ενέργεια που άλλες φορές μας έχει σπάσει τον αυχένα. Βασικά, ενώ μπήκε μαζί με όλη τη μπάντα ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ δυναμικά, ξεσηκώνοντας το κοινό, εξαντλήθηκε κάπου στη μέση του set, καθώς έπαιξαν back to back πολύ γρήγορα κομμάτια και πολύ απαιτητικά για τη φωνή σε θέμα έκτασης και ύφους φωνητικών. Για να μη τα ισοπεδώνουμε όλα βέβαια, αν ήταν άλλος σε τόσο δύσκολο setlist, θα μας είχε πάρει και θα μας είχε σηκώσει απ’ το φάλτσο. Αλλά μιλάμε για τους Poem. Με βάση το δικό τους καθιερωμένo 100%, ήταν στο 90 μάλλον κι αυτό ήταν υπεραρκετό για τους κάτω απ’ τη σκηνή. Υποψιάζομαι, επιπλέον, θεματάκια ήχου πάνω στη σκηνή (σ’ εμάς δεν έφτασε κάτι), καθώς ο Laurence (κιθάρα) πολύ συχνά χανόταν στο πίσω μέρος της σκηνής και τσεκάροντας ενισχυτές κλπ.
Έπαιξαν το σύνολο του “Unique”, κάνοντας και μικρό αλλά ουσιαστικό πέρασμα και από τα “Skein Syndrome” και “The Great Secret Show”, με εναλλαγές κατά τη διάρκεια του playlist. Εντυπωσιακό ξεκίνημα με “False Morality” και “My Own Disorder”, ενώ το “Four Cornered God” (το αγαπώ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ) με το “Weakness” αμέσως μετά, ήταν μια υπέροχη ακολουθία καθαρόαιμου progressive υψηλής συνθετικής ικανότητας σε άψογη απόδοση εκτελεστικά, που έκαναν το κοινό να τραγουδάει και να κοπανιέται σε πλήρη σύμπνοια με τη μπάντα. Μπορεί κάπου εκεί να άρχισε η κόπωση για τον ακομπλεξάριστα αυτοσαρκαζόμενο frontman, οι υπόλοιποι κύριοι, όμως, ήταν ως συνήθως άψογοι: riffs κιθάρας και μπάσου σε σούπερ κατάσταση και γρήγορο drumming. Πολύ δυνατές στιγμές για το μπάσο του Τάκη Φοίτου στα “Giant”, με ένα γαμάτο σόλο, και «Instinct». Έκλεισαν με «Brightness of Loss», αλλά και encore το « Remission of Breath» (πολλές καρδούλες αυτό το κομμάτι). Εκεί πραγματικά λες και όλα σβήστηκαν και οι μπαταρίες γέμισαν πάλι.
Πολύ γεμάτο μουσικά το βράδυ της Παρασκευής, με εξαιρετικές εμφανίσεις, καλό ήχο, τρία πολύ δυνατά μπάσα, προσεγμένη διοργάνωση και πωρωμένο κόσμο, που αγνόησε το κρύο και τη βροχή, για να βρεθεί στο Κύτταρο και να στηρίξει τα group που αγαπάει!