Στα τέλη Ιανουαρίου και ενώ η χώρα βρισκόταν σε αναβρασμό, η Μυρτώ Ραμμοπούλου συνάντησε τον Laurence (κιθάρα) και τον Τάκη (μπάσο) των Poem. Στην συνέντευξη που ακολουθεί εκφράζονται προσωπικές απόψεις. Έχουν παραληφθεί τα μέρη που αναλύεται η στιχουργική δεινότητα του Παντελή Παντελίδη, σε μία προσπάθεια μη παραχάραξης της ιστορίας ή έστω της μουσικής.
***
Θα ξεκινήσω λίγο «προσωπικά». Όντες τα νεώτερα μέλη των Poem, πώς βιώσατε την ένταξή σας σε ένα συγκρότημα που είχε ήδη εκτεθεί, είχε παρουσιάσει τη δουλειά του και είχε ήδη ένα θερμό fanbase;
Τ.: Εγώ να σου πω την αλήθεια, επειδή έγιναν όλα πάρα πολύ γρήγορα, δεν συνειδητοποίησα εξ’ αρχής πού ακριβώς είμαι. Δέσαμε αμέσως ωστόσο και μου φάνηκε εύκολο, αν και με το πού πήγα, μετά από ένα μήνα μπήκαμε στη διαδικασία να γράψουμε το δίσκο (“Unique”). Kαι με τον κόσμο πήγε καλά, όλοι χαρούμενοι ήταν στα live. (γέλια)
Λ.: Κι εγώ όταν μπήκα στη μπάντα έγιναν όλα υπερβολικά γρήγορα. Με το που είπα στον Γιώργο (Προκοπίου) ότι είμαι μέσα, μου είπε ότι έχω τρεις βδομάδες να βγάλω όλο το δίσκο, καθώς θα παίζαμε σε ένα φεστιβάλ στην Ιταλία. Εγώ εντωμεταξύ έφευγα για ταξίδι κι απλά πήρα την κιθάρα κι ακουστικά μαζί μου κι έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια ομαλής ένταξης, «να το γνωρίσουμε καλύτερα το παιδί» Όχι! To the wolves!
Πότε νιώσατε για πρώτη φορά ότι αυτό που κάνετε, έχει όντως αποδοχή;
Λ.: Αυτό νομίζω το συνειδητοποίησαν τα παιδιά πριν από μας. Εγώ μπήκα στη μπάντα το ’14. Ήδη από το “The Great Secret Show” τα παιδιά είχαν αρχίσει να το νιώθουν. Ήδη πήγαιναν καλά, είχαν πάρει πολύ καλές κριτικές, άρεσαν στον κόσμο, είχαν αρχίσει να ακούγονται πολύ. Εγώ το κατάλαβα μετά την πρώτη περιοδεία, που είδα ότι ο κόσμος μας ψάχνει: τη μουσική μας, να αγοράσουν CD. Eίδα ότι υπήρχε κόσμος στο εξωτερικό, που ερχόταν για εμάς, πράγμα το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό και δεν είναι κι εύκολο. Και είναι και τρομερά τιμητικό. Για ‘μένα ήταν πολύ πρωτόγνωρο συναίσθημα.
Τ.: Είναι και πιο δύσκολο να ακουστείς στο εξωτερικό. Κι εγώ δεν ήξερα ακριβώς τί έπαιζε, αλλά όταν π.χ. η παρουσίαση του δίσκου έγινε sold out, εκεί είπα ότι «ναι, ok, πάει καλά».
Το συγκρότημα έχει κάνει πολλές tour εκτός Ελλάδας και, γενικά, έχει αλληλεπιδράσει με πολύ μεγάλους καλλιτέχνες, όπως οι Opeth, Pain of Salvation, Amorfis και πολλούς άλλους. Πέραν της αποδοχής του κόσμου, πώς αντιλαμβάνεστε και πώς έχετε βιώσει την αποδοχή σας εντός του καλλιτεχνικού κόσμου;
Τ.: Αρχικά η αποδοχή και ο σεβασμός δεν είναι κάτι που μπορείς να απαιτήσεις. Δε χρειάζεται να αποζητάς κάτι. Όλα έρχονται από μόνα τους. Βλέποντας αντιδράσεις και άλλων, βλέποντας το σεβασμό που έχουν οι άλλες μπάντες προς εμάς – και εμείς προς αυτούς προφανώς – γίνεται μία… παραχάραξη (γέλια) (σ.σ. ήταν μία από τις πολλές φορές που ειπώθηκε αυτή η λέξη. Κάθε φορά που κάποιος απ’ τους τρεις δεν μπορούσε να περιγράψει αυτό που ήθελε βασικά!), νομίζω ότι ο αλληλοσεβασμός φαίνεται σαν ενέργεια. Στην περιοδεία που ήμουν κι εγώ, ήμασταν με πολύ καλούς μουσικούς που εκτιμώ και αντιλήφθηκα να υπάρχει αυτή η εκτίμηση και προς εμάς.
Λ.: Το μόνο που θα ήθελα να σχολιάσω, είναι η εξής διαφορά: οι μπάντες στο εξωτερικό δεν έχουν την ίδια νοοτροπία, που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό εδώ, που θα σου πει ο άλλος κάτι, που τελικά δεν θα είναι κι αυτό ακριβώς που πιστεύει και θα σχολιάσει και αργότερα. Θα σου δώσουν συμβουλές για το αντικείμενο αυτό καθαυτό , για τον ήχο σου και την τεχνική σου, για το αν είσαι σωστός επικοινωνιακά και θα σου πουν οτιδήποτε αρνητικό μπροστά σου, αν έχουν κάποιο πρόβλημα μαζί σου. Δεν υπάρχει τόσο πολύ το «κουτσομπολιό». Δε λέω ότι δε συμβαίνει και στο εξωτερικό αυτό, απλώς εδώ είμαστε σε λίγο πιο «underground» κατάσταση. Πιο άμεσος κι ο ανταγωνισμός…
Χωρίς μεν να είναι νέα τα συγκροτήματα, η progressive σκηνή της Ελλάδας έχει αρχίσει να ανεβαίνει πολύ. Δεδομένης της μεγαλύτερης «προσφοράς», έχετε νιώσει ποτέ πιεστικά από τον ανταγωνισμό; Τύπου «ωχ, αυτός είναι πολύ καλός, μπορεί να μου φάει live”.
Λ.: Όχι. Δεν θα το έλεγα.
Ειλικρινά! Πέρα από τα «να νικήσει η μουσική» και «είμαστε όλοι αδέρφια»!
Τ.: Έχω σκεφτεί αυτό που λες, αλλά όχι με αυτή την αντίδραση. Έχω νιώσει ζήλια με την καλή έννοια. Ότι «αυτός είναι πολύ καλός. Πρέπει να κάνω κάτι να φτάσω κι εγώ εκεί. Να πάρω ιδέες και να το προσαρμόσω σ’ εμένα». Αλλά πρέπει πάντα να έχεις προσωπικότητα. Οι μπάντες που ξεχωρίζουν είναι πάντα αυτές που έχουν προσωπικότητα. Δεν έχει νόημα να κλέψεις κάτι, γιατί αυτό θα φανεί, αλλά να πάρεις έμπνευση και ιδέες είναι θεμιτό και σε πάει παρακάτω.
Λ.: Θα ζηλέψεις καλοπροαίρετα και επειδή ανεβαίνει όντως η σκηνή, λειτουργούμε ανταγωνιστικά μεν, αλλά με θετικό τρόπο. Θα κοντραριστούμε κατά μία έννοια, αλλά όχι επιθετικά. Βλέπεις τους άλλους να βελτιώνονται και σε παίρνουν μαζί, αν δουλεύεις σωστά. Πλέον υπάρχουν πολλές μπάντες και το επίπεδο έχει ανέβει πολύ, ειδικά συνθετικά. Μπορεί μεν σου «πάρουν» το live και εννοείται ότι θα πεις «α, να ήμουν στη θέση του», αλλά αν δουλέψεις την επόμενη φορά θα είσαι εσύ. Το σημαντικό είναι να ανοίγει ο δρόμος.
Ok, αποκαλύφθηκε ο κακοπροαίρετος άνθρωπος! (γέλια)
Τ.: Εμένα με χαροποιεί που ανεβαίνει το επίπεδο. Βοηθιόμαστε όλοι από αυτό!
Πού βλέπετε να κινείται η σκηνή συνολικά; Πχ μετά το ’10 ανέβηκε πολύ το stoner.
Λ.: Kι ακόμα ανεβαίνει, δεν έχει πέσει.
Έχω μια αίσθηση ότι ίσως μπαίνει σε ένα τέλμα πλέον…
Τ.: Εγώ συμφωνώ. Όχι ότι έπεσε και δεν υπάρχει. Προς θεού. Δεν γίνεται να πάει παραπάνω στην Ελλάδα. Είναι καθαρά πληθυσμιακό θέμα. Πάντα το λέω αυτό. Και στο εξωτερικό με αντίστοιχο τρόπο δουλεύει το πράγμα.
Θεωρείτε ότι είναι ίσως λίγο περιορισμένο συνθετικά; Χωρίς να σημαίνει ότι η πολυπλοκότητα είναι αυτή που δίνει ποιότητα ή … ωραιότητα. Καθαρά αρμονικά. Εγκυκλοπαιδικά.
Τ.: Με την έννοια που το λες όλα τα είδη μουσικής είναι περιορισμένα. Για να πάει παρακάτω το οτιδήποτε, θα πρέπει να μπει κάτι καινούριο μέσα του, δεν προχωράει διαφορετικά.
Το progressive εξ’ ορισμού, ωστόσο, δε σου δίνει ένα παραπάνω πλεονέκτημα να «κάνεις τις βόλτες σου»;
Λ.: Αυτό εξαρτάται από εσένα. Μπορεί να παίζεις progressive και να μην είσαι καθόλου προοδευτικός στον ήχο σου. Αν το καλοδείς και το progressive έχει εγκλωβιστεί παγκοσμίως σε μια συγκεκριμένη ρότα: να είσαι τεχνικός πολύ αρχικά, να έχεις κάτι περίεργο που να μην το καταλάβει πολύ ο κόσμος, να αλλάζεις π.χ. συνεχώς ρυθμό. Είναι καθαρά στον μουσικό. Το stoner είναι μεν φαινομενικά συνθετικά απλό, αλλά εξυπηρετεί αυτό που θέλουν οι ίδιοι οι μουσικοί του. Αν πειραματίζεσαι, γιατί έτσι σου βγαίνει και έτσι είσαι progressive, καλώς το κάνεις. Αν πας να το κάνεις επί τούτου, δε θα βγει κάτι ωραίο ή φρέσκο. Αυτοαναιρείσαι.
Τ.: H έννοια του progressive είναι πάρα πολύ ευρεία. Το βασικό feeling του progressive metal π.χ. είναι το metal, οπότε δεν μπορείς ποτέ να ξεφύγεις απ’ αυτό, ειδικά αν δεν ακούς τίποτε άλλο. Έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ. Νέο progressive έπαιξαν οι Meshuggah, μετά το πήραν οι Periphery και το πήγαν παραπέρα, οι Tesseract κάνουν σχεδόν το ίδιο πράγμα, αλλά με δικό τους τρόπο. Η νέα φάση του progressive, του djent δηλαδή, δεν έχει έρθει στην Ελλάδα και δεν ξέρω και αν θα έρθει. Πάντα σε κάθε είδος υπάρχουν δυο τρεις μπάντες που ξεχωρίζουν και δεν είναι τυχαίο αυτό. Όταν έχουν υπάρξει οι Τool, μετά τι άλλο να πεις;
Και βγάζουν και καινούριο δίσκο..
Λ.: Με τόσο hype και μετά από τόσα χρόνια, εγώ φοβάμαι πάρα πολύ για το τι θα βγει. Ή θα είναι κάτι εξαιρετικά καλό ή εξαιρετική πατάτα!
Όταν κάποιος είναι σε πολλά project δεν διασπάται η έμπνευσή του; Δεν είναι κάπως επίφοβο να μοιράζεσαι;
Λ.: Εντάξει ο Μaynard είναι αστείρευτος και έχει τρομερή όρεξη γι’ αυτό που κάνει. Το θέμα είναι όλοι μαζί τι θα κάνουν.
Τ.: Ακριβώς αυτό. Είναι το συγκρότημα σαν σύνολο. Σε όλες τις μεγάλες μπάντες ήταν συνολικά η χημεία και το δέσιμο, που έπαιξε ρόλο. Ποτέ δεν είναι μόνο ο ένας. Δεν μπορεί να είναι μόνο ο ένας. Στο θέμα μας όμως, δεν υπάρχει περίπτωση να μην κορεστεί κάποιος. Π.χ. οι Meshuggah, που είναι από τις αγαπημένες μου μπάντες, έχουν ήδη παίξει τα περισσότερα, απ’ όσα είχαν να παίξουν. Έχουν φτάσει το peak τους.
Λ.: Aκούς και ξέρεις ότι είναι αυτοί. Ό,τι άλλο και να κάνουν, δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον ήχο, που έχουν φτιάξει. Ξέρεις πλέον τι θα ακούσεις κι αυτό ίσως είναι και το νόημα.
Κάποια στιγμή γράφεις το τελειότερό σου δημιούργημα, κατά την άποψή σου ή κατά τη άποψη του κόσμου. Μετά τι;
Τ.: Αυτό έχει να κάνει με το πώς νιώθεις εσύ: αν θεωρείς ότι έχεις κι άλλα να δώσεις, πρέπει να συνεχίσεις να γράφεις.
Πόσο εύκολο είναι να πέσεις στην λούπα να επαναλαμβάνεις το ίδιο, όμως;
Λ.: Έχει μια πολύ ωραία συνέντευξη ο Corgan (Billy Corgan, Smashing Pumpkins) γι’ αυτό. Για το πώς ξαφνικά συνειδητοποίησε ουσιαστικά ότι ήταν πλέον εκτός του hall of fame, στο οποίο όντως είχε ανέβει στα nineties, ενώ αυτός πίστευε ότι μεσουρανούσε ακόμα και για το πώς ένιωθε ότι είχε φτιάξει ό,τι καλύτερο είχε να δώσει κι ενώ έγραφε και θεωρούσε ότι είναι ακόμα σ’ αυτό το peak, οι γύρω του άρχισαν να του λένε ότι δεν τους αρέσει αυτό που ακούν ή ότι δεν είναι κάτι καινούριο κι έτσι άρχισε να βλέπει ότι πέφτει, από’ κει που αιωρούταν στα σύννεφα, χωρίς να το καταλαβαίνει. Εμείς δεν έχουμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο προφανώς!
Δεδομένου ότι το “Unique” ως τρίτο album, που θεωρείται και το πιο δύσκολο, για μένα ήταν top, το να λέτε ότι δεν έχετε φτάσει στο peak σας ακούγεται πάρα πολύ promising!
Λ.: Kαι σκέψου ότι το “Unique” αν δεν είχε τους περιορισμούς που είχε, από άποψη χρόνου κυρίως, θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο.
Τ.: Βασικά θα μπορούσαν να έχουν γίνει πολύ περισσότερα πράγματα και να είναι πολύ πιο ενδιαφέρον. Αλλά πάντα όταν κοιτάς έναν δίσκο σου μετά από καιρό, βρίσκεις κάτι που θα ήθελες να αλλάξεις.
Αν όχι σε σύνολο δίσκου, έστω μεμονωμένα, πείτε μου ένα κομμάτι, που γράψατε σαν Poem και θεωρείτε ότι είναι τόσο υπέροχο, που αν το είχε γράψει κάποιος άλλος θα λέγατε «μακάρι να το είχα γράψει εγώ».
Τ.: Εγώ δεν συμμετέχω στη σύνθεση, οπότε δεν μπορώ να απαντήσω.
Λ.: Δε συμφωνώ αυτό. Όταν ήρθε ο Τάκης, είχαμε ήδη έτοιμες τις δομές του “Unique”, οπότε έπρεπε να αρχίσει να ηχογραφεί το μπάσο και πρόσθεσε πολλά δικά του σημεία. Μπορεί σε κάποιον εξωτερικά να μην είναι πολύ ευδιάκριτο, αλλά για εμάς, συγκριτικά με το “Skein”, φαίνονται τα στοιχεία του Τάκη σαν κάτι καινούριο. Και ξεχωριστό. Όταν γράφαμε το ομώνυμο κομμάτι, υπήρχαν σημεία, που παίζει ο Τάκης και τα άκουγα ξανά και ξανά, γιατί μου άρεσαν πολύ. Αγαπημένο κομμάτι δεν έχω. Σε όλα υπάρχουν σημεία που αγαπώ, μου αρέσει πολύ η αρχή του “Unique” πχ. Το “Brightness Of Loss” με τρελαίνει σαν κομμάτι και είναι και πολύ ωραίο για live.
Τ.: Για μένα είναι πιο εύκολο να πω, γιατί δεν συμμετείχα στη σύνθεση, οπότε δεν έχω αυτό το δέσιμο, που τα αγαπάς όλα, γιατί είναι όλα παιδιά σου. Οπότε όντας κατά κάποιο τρόπο εκτός και συγκρίνοντας με τα προηγούμενα, φαίνεται η πολλή δουλειά και η μεγάλη βελτίωση στους Poem. Πχ στο couplet του “False Morality”, η μελωδία που έχει βάλει ο Γιώργος στα φωνητικά είναι πολύ ωραία και δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στους προηγούμενους δίσκους.
Με ποιους θεωρείτε ότι αν γράφατε μαζί θα έβγαινε κάτι πολύ super; Είτε Έλληνες είτε ξένους.
Τ.: Eγώ νομίζω με Pain of Salvation θα έβγαινε κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Είμαστε τόσο ίδιοι και τόσο διαφορετικοί ταυτόχρονα.
Λ.: Και με Deftones.
T.: Bέβαια, αυτά είναι προσωπικά γούστα. Π.χ. μπορεί εγώ να ήθελα να παίξουμε με κάποιον, που να μου αρέσει, αλλά να μην ταιριάζει και στον κόσμο, επειδή εμένα στο κεφάλι μου ακούγεται σωστό.
Με ποια κριτήρια επιλέγετε τα support σας;
Λ.: Κοιτάμε πολλά πράγματα. Κυρίως να είναι καλοί μουσικοί.
Θα παίζατε ποτέ με κάποιον που να μην είναι πολύ κοντά με εσάς σαν ύφος;
Λ.: Πρέπει να ζυγίσεις πολλά πράγματα. Αυτό που σε ενδιαφέρει είναι να βγει ένα καλό αποτέλεσμα συνολικά και να μαζέψεις κόσμο. Κόσμο που έχει νόημα να σε ακούσει, με σκοπό να σε ψάξει και μετά. Εξαρτάται πάντα από το πόσο ακραία είσαι μέσα σε ένα είδος. Δεν θα μπορούσαμε π.χ. να βγούμε σε περιοδεία με black – μεταλλάδες, εκτός αν ήταν π.χ. οι Arcturus, που έχουμε κάποια κοινά στοιχεία, είναι λίγο πιο συμφωνικοί και progressive. Tο θέμα είναι να παρουσιαστεί ωραία το live και το κοινό να έχει έρθει με διάθεση του fan της μουσικής και να είναι δεκτικός σε μια ολοκληρωμένη εμπειρία με διάφορα χρώματα.
Θεωρείς ότι υπάρχει αυτή η νοοτροπία; Εδώ μετά βίας υπάρχει κόσμος στα support κάποιες φορές. Οριακά δεν έρχονται οι reviewers πάντα.
Τ.: Αυτό είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση. Αναφορικά με τους reviewers δεν είναι θέμα νοοτροπίας, έχει να κάνει με το πόσο καλά θες να κάνεις τη δουλειά σου.
Λ.: Μπορεί για κάποιον να είναι κουραστικό να έρθει από το καταμεσήμερο στο Rockwave π.χ, αλλά είναι σίγουρα πιο ξεκούραστο να κάθεσαι κάτω από ένα δέντρο με τη μπύρα σου και άλλο να παίζεις στις τρεις το μεσημέρι με 45 βαθμούς, που λέει ο λόγος.
Τ.: Και να έχεις sound check από τις 10 το πρωί. Είναι πράγματι διαφορετική ανάγκη για τον καθένα να είναι εκεί, αλλά πραγματικά έχει να κάνει με το πόσο καλά θες να κάνεις τη δουλειά σου. Φαντάσου να λέγαμε εμείς «ε παιδιά, δεν κάναμε sound check, γιατί θα κουραζόμασταν». Όλα είναι επιλογές, βέβαια, και τίποτα δεν είναι κατακριτέο. Ο καθένας κάνει αυτό που κάνει από την αγάπη του προς αυτό.
Νιώθετε ποτέ να απογοητεύεστε;
Λ.: Κάθε μέρα! (Τ. γέλια) θα σου πω κάτι πολύ κλισέ: στάνταρ όλοι όσοι ασχολούνται με μουσική και γενικότερα με τις τέχνες, βιώνουν καθημερινά μια διαρκή απογοήτευση ή έστω μία τέτοια περίοδο, συν ότι κάνεις διαρκώς αυτοκριτική, που είναι επίπονη.
Έχετε νιώσει να μην έχετε έμπνευση;
Τ.: Έχει να κάνει με το τι ορίζεις σαν έμπνευση.
Λ.: Και με το πόσο ασχολείσαι. Αν δεν παίζεις και δεν έχεις τριβή με αυτό που κάνεις, δε θα σου ‘ρθει τίποτα από μόνο του. Είναι θέμα δουλειάς, καθημερινής ασχολίας…
Τ.: Και έχει να κάνει και με το πόσο ψάχνεσαι. Αν ακούς καινούρια πράγματα, αν είσαι ανοιχτός στην αναζήτηση. Δεν μπορώ αυτούς, που κολλάνε σε ένα πράγμα, και μένουν σ’ αυτό και συγκρίνουν τα πάντα με αυτό.
Έχετε μπει ποτέ στη διαδικασία να αναρωτηθείτε αν η μουσική σας έχει αλλάξει προκειμένου να ακουστεί περισσότερο; Έστω υποσυνείδητα.
Τ.: Όχι. Πάντα θα μας απασχολήσει και θα ρωτήσουμε τους γύρω μας τη γνώμη τους, αλλά αυτό περισσότερο για να βλέπουμε κατά πόσο έχουμε επαφή με την πραγματικότητα.
Λ.: Και εσωτερικά της μπάντας υπάρχει πάντα ο διάλογος. Μάλιστα και μεταξύ μας μπορεί να έχουμε διαφορετική άποψη για μέρη μέσα στο κομμάτια και να τα συζητάμε, προκειμένου να δούμε αν εν τέλει πέρα από εμάς μπορεί να αρέσει και σε κάποιον άλλο.
Σχέδια και σκέψεις για το μέλλον…
Τ.: Έχουμε ήδη αρχίσει να κάνουμε προσπάθειες για καινούριο δίσκο. Έχουμε κάποιες ιδέες, που έχουμε αρχίσει να δουλεύουμε, αλλά είναι σε πρωταρχικό στάδιο. Στοχεύουμε στα τέλη του ’19, αρχές ’20 να είμαστε έτοιμοι, αν και είναι δύσκολο αυτό. Αυτό συνθετικά.
Λ.: Για τώρα επικεντρωνόμαστε στο live που έχουμε στο Κύτταρο στις 15/02 μαζί με τους Nochnoy Dozor και τους Groove Therapist.
*** σ.σ.: Υπάρχει κοντά ένα τέταρτο ηχογράφησης ακόμα που ευχαριστιόμαστε και χαιρετιόμαστε.
Εγώ θα πάω να τους δω στο Κύτταρο! Να έρθεις κι εσύ! 15/02, save the date!
