Ο Brian Molko και η παρέα του επιστρέφουν στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, την ερχόμενη Πέμπτη 22 Ιουλίου. 26 χρόνια από την κυκλοφορία του καταπληκτικού ομώνυμου debut album τους και μετά από 13 εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων, κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει το ρόλο που έπαιξαν οι Placebo στη βρετανική μουσική ιστορία. Με αφορμή λοιπόν, την επερχόμενη εμφάνισή τους, ο Σπύρος Ζαρμπαλάς βάζει σε -προσωπική- αξιολογική σειρά τη δισκογραφία τους, από κάτω προς τα πάνω…

8) Loud Like Love (2013): Ένας δίσκος που ακούγεται πιεσμένος, σχεδόν αγγαρεία, δεν άρεσε το 2013 και δεν αρέσει το 2022. Φυσικά επειδή μιλάμε για Placebo περιλαμβάνει και 1-2 μεμονωμένα καλά κομμάτια, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αρκούν για να σώσουν το ναυάγιο που αποκαλείται “Loud Like Love”. Aδιάφορο, ανούσιο, άνευρο, πάτημα για όσους αγαπούν να μισούν αυτήν την μπάντα. Skip.

7) Never Let Me Go (2022): Ο τελευταίος δίσκος των Placebo ήρθε να «διορθώσει» τα κακώς κείμενα του “Loud Like Love”, και τα καταφέρνει με ευκολία. Πολύ όμορφες και πιασάρικες συνθέσεις, πιο κοντά στο κλασικό τους ύφος και το “Never Let Me Go” καταφέρνει χωρίς να επανεφεύρει τον τροχό να κερδίσει εύκολα το στοίχημα με όσους θεωρούσαν την μπάντα «τελειωμένη». “Surrounded By Spies” και “Beautiful James” εύκολα θα βρουν θέση στο μόνιμο setlist τους, και το μόνο αρνητικό που κρατάμε για τον δίσκο είναι η αχρείαστα μεγάλη διάρκειά του.

6) Battle for the Sun (2009): Ένας δίσκος που είχε κάνει κάποιο ντόρο κατά την περίοδο της κυκλοφορίας του, λόγω των εξαιρετικών του singles και της φοβερής παραγωγής. Νέος drummer, νέα εταιρεία, νέος παραγωγός, γενικά rebranding για τους Placebo, το οποίο πάντα εμπεριέχει ένα ρίσκο To “Battle for the Sun” είναι πιο heavy από το “Meds” αλλά και πιο απλοϊκό παράλληλα, γεμάτο synths και με ένα positive attitude διάχυτο. Χωλαίνει όμως (κυρίως) στιχουργικά και στην «βαρύτητα» των κομματιών που περιέχει, αφήνοντας μας στο τέλος με ένα καλό και εύκολο στο άκουσμα album, που όμως δεν μπορεί να ακουμπήσει τα προηγούμενα πονήματά τους.

5) Meds (2006): Oι εναρκτήριοι στίχοι του “Meds” πάνω από τις σχεδόν Every You Every Me pt2 συγχορδίες, δίνουν το έναυσμα για το τελευταίο μεγάλο album της μπάντας. Άψογη συνοχή μεταξύ κομματιών, με την χαρακτηριστική nihilistic ειρωνία του Molko σε υψηλά επίπεδα και απόλυτη ισορροπία μεταξύ commercial hits σαν το “Post Blue” και deep cuts του στυλ “Drag”, o δίσκος ακούγεται το ίδιο δυνατός μια 15ετία μετά. Υπάρχει πιο fitting κλείσιμο από το “Song to Say Goodbye”;

4) Sleeping With Ghosts (2003): Το iconic εξώφυλλο του δίσκου προδιαθέτει για μια εξαιρετική συνέχεια στην δισκογραφία των Placebo, αλλά το “Sleeping With Ghosts” παρότι δεν απογοητεύει, κάπου μένει πίσω. Λίγο πιο commercial και με λιγότερο χαρακτήρα από τα προηγούμενα album, το glam έχει «χάσει» πλέον σε σχέση με τον post-grunge χαρακτήρα των κομματιών, και παρά την καταιγιστική αρχή του δίσκου οι ρυθμοί έχουν ξεκάθαρα πέσει. Πλέον ξανακούγοντας το, αυτό που μου λείπει είναι το extra edge (μουσικό / στιχουργικό) που είχαν οι Placebo μέχρι και το Black Market Music, και τους διαφοροποιούσε από το σύνολο. Πολλά σημαντικά κομμάτια, πολύ καλή ροή, αλλά στο τέλος κάτι λείπει.

3) Black Market Music (2000): Το “Black Market Music” είχε τον πολύ δύσκολο ρόλο να διαδεχθεί ένα υπερεπιτυχημένο album, και η τριάδα αποφάσισε να ακολουθήσει –περίπου- την ίδια συνταγή. Αφήνοντας μια πιο σκοτεινή επίγευση από τον προκάτοχό του, ο δίσκος είναι υπέροχος και απέδειξε πως η μπάντα δεν ήταν απλά ένα πυροτέχνημα. Mπορεί να μην «έπιασε» ίδια νούμερα πωλήσεων σε Αγγλία και Αμερική, αλλά γέννησε κλασικά κομμάτια όπως τα “Slave to the Wage” & “Special K” και οι στίχοι του Molko συνεχίζουν με ευκολία να εντυπωσιάζουν με την ειλικρίνεια και την παραστατική απλότητά τους, με όποιο θέμα και αν αποφασίσει να καταπιαστεί.

2) Without You I’m Nothing (1998): Όταν ο David Bowie συμμετέχει σε single του δίσκου σου, τα υπόλοιπα λόγια είναι ίσως περιττά. Ακόμα και αν συναισθηματικά για μένα το ομώνυμο album κατέχει την πρώτη θέση, το “Without You I’m Nothing” είναι κορυφή, από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα. Με αυτόν τον δίσκο οι Placebo εκτοξεύτηκαν σε στάτους μεγάλης μπάντας, με αυτόν τον δίσκο έφτιαξαν τον ήχο τους (σημαντική η συμβολή του producer Steve Osborne), και ο Brian Molko από το degenerate glam του “Placebo” μεταμορφώνεται στην persona που όλοι γνωρίζουμε, εξελίσσοντας τους στίχους του σε τεράστιο βαθμό.

1) Placebo (1996): Ένα ντεμπούτο που περιέχει ταυτόχρονα άγνοια και ωριμότητα, σοβαρό songwriting και ωμή ενέργεια. Το teenage angst του “Placebo” σε πιάνει από τα μούτρα μονομιάς από το εναρκτήριο “Come Home”, και κυλάει σαν ένα slideshow πολύ ξεκάθαρων εικόνων τόσο για το τι πρεσβεύει η μπάντα, όσο και για την Βρετανική υποκουλτούρα της εποχής. Με αιχμή του δόρατος το tongue-in-cheek “Nancy Boy”, το album παρουσιάζει έναν ρομαντικοποιημένο μηδενισμό, ταυτόχρονα δημιουργώντας και γεμίζοντας κενά στην ψυχοσύνθεση του ακροατή, σαν ένα ηχητικό “Trainspotting” (το οποίο είχε κυκλοφορήσει μόλις ένα μήνα πριν). Οι Placebo το 1996 ήταν κάτι απόλυτα φρέσκο, διαφορετικό και fitting στην εποχή, που έλειπε από την μουσική σκηνή. Και με τον δίσκο αυτόν κατάφεραν να αφήσουν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους.
“Stuck between the do or die, I feel emaciated – Hard to breathe I try and try, I’ll get asphyxiated”

Covers (2003): Τιμητική αναφορά σε μια εκ του αποτελέσματος απόλυτα επιτυχημένη προσπάθεια της μπάντας να αποτίσει φόρο τιμής σε αγαπημένα κομμάτια, κρατώντας παράλληλα όλα τα signature Placebo χαρακτηριστικά.