«Je suis venu, j’ai vu, j’ai vaincu». Αυτό πρέπει να ξεστόμισε με το τέλος του live ο James Kent, aka Perturbator.
Έχοντας μιλήσει με δύο-τρία άτομα του χώρου, κατάλαβα οδεύοντας προς το αγαπημένο spot, δίπλα στις γραμμές του τρένου, γιατί η έλευση του Perturbator ήταν τόσο αναμενόμενη από το ελληνικό κοινό. Και επιβεβαιώθηκα μπαίνοντας σε ένα γεμάτο Gagarin, γεμάτο από ετερόκλητο, αλλά ενθουσιώδη κόσμο, που περίμενε να κουνηθεί και κοπανηθεί λίγο πριν τα όρια της επιληπτικής κρίσης. Όπερ και εγένετο.
Ανταπόκριση: Γιώργος Χαλβαντζής / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης (περισσότερες εδώ)
Προτού, όμως, κουνηθούμε και γεμίσουμε με ενδορφίνες, έπρεπε να ανεχθούμε το μουσικό συνονθύλευμα των The Black Capes. Αν και η προώθηση της ελληνικής σκηνής είναι μια πρόκληση, που αντιμετωπίζουν οι promoters και οι διοργανωτές, εν τούτοις, η μπάντα που ανοίγει τέτοια ονόματα θα πρέπει να έχει καταθέσει κάποια διαπιστευτήρια στο ευρύ κοινό. Και οι Black Capes, για μένα, δεν ήταν κάτι τέτοιο. Έχοντας περάσει αρκετά χρόνια μέσα στον ήχο, που στήριζαν, μπορώ να πω μόνο ότι δεν ξέρω και εγώ πόσες φορές είδα μια faux θεατρικότητα πάνω στη σκηνή, συνοδευόμενη από μετριότητες, άνευρες συνθέσεις και ροκσταριλίκια, τα οποία στα ταπεινά μου μάτια δε συνάδουν με το όνομα, αλλά και τους ευγενείς –ελπίζω- σκοπούς της μπάντας. Παρά τα αναρίθμητα χασμουρητά μου και την εντύπωση ότι η support μπάντα πρέπει να είναι η ίδια με όλες αυτές που έβλεπα από τα 14 μέχρι τα 20 μου να ανοίγουν θρύλους του ιδιώματος (π.χ. Paradise Lost), φάνηκαν να «έχουν διαβάσει το μάθημά τους», επί σκηνής να είναι πολύ δυνατοί και να δίνουν την κατάλληλη ενέργεια για να προθερμανθεί το κοινό του Perturbator.
Κάτι το οποίο έγινε λίγο πριν τις 11. Η βάση με τα synths στα αριστερά της σκηνής, ηλεκτρονικά τύμπανα στα δεξιά. Φώτα, καπνοί… ΠΑΜΕ. Δεν ήμουν έτοιμος για αυτό που ακολούθησε. Κατ’ αρχάς, τα strobing έδεναν τόσο αρμονικά με τα ανελέητα beat του Perturbator και του drummer του, που ουκ ολίγες φορές, όταν έκλεινα τα μάτια μου, ένιωθα να χάνω μέρος της συνολικότερης εμπειρίας. Τόσο δυνατά, τόσο έντονα, που οι πάσχοντες από επιληπτική κρίση, έπρεπε να παραμείνουν σπίτι. Η ατμόσφαιρα που δημιουργείτο από τους διαβολεμένους ρυθμούς της μουσικής και το πρόσταγμα του Perturbator για όλο και μεγαλύτερες και ηχηρές ανταποκρίσεις του κοινού, μπορεί να πει κανείς, ότι προκαλούσε μια ζωώδη ορμή από το κοινό· για χτύπημα, για λίκνισμα, για κοπάνημα. Η ένταση αυξανόταν, όταν ο καλλιτέχνης σκαρφάλωνε πάνω στα synth-ια του εκστατικά απαιτώντας πιο πολλά από εμάς κάτω.
Και το κοινό, το κοινό που έπαιζε πριν λίγο καιρό το “Hotline Miami” και χτυπούσε ρυθμικά το πόδι στο πάτωμα του δωματίου του, ανταποκρίθηκε με τον πιο ταιριαστό τρόπο. Δεν έβαλε κ@λο κάτω, σφούγγιζε τον ιδρώτα και βυθιζόταν στη μουσική – παρά τον λίγο sloppy ήχο στα μπάσα. “New Tokyo”, “Future Club”, ακόμα και το “Venger” εισχώρησαν δαιμονικά στα μυαλά μας και τα ανακάτεψαν με τέτοιο τρόπο, που πολλοί βγήκαμε τρεκλίζοντας από τον ασταμάτητο χορό.
Αντί επιλόγου, θα ήθελα να δώσω μια ευχή: Η ελληνική ηλεκτρονική, σκοτεινή ηλεκτρονική σκηνή, να ανέβει εκεί που πρέπει. Γιατί και διαβασμένη είναι, αλλά και μουσικάντηδες πολλών καρατίων την απαρτίζουν και την αντιπροσωπεύουν επάξια στο εξωτερικό. Γιατί όχι και εδώ;