Πρόλογο δεν έχει. Το “Gigaton” δεν είναι σπουδαίο album. Δεν είναι καν μέτριο. Πρόκειται για μια αδιάφορη κυκλοφορία που θα πέρναγε στα αζήτητα απ’ το πρώτο κιόλας single, αν δεν είχαμε να κάνουμε με τους Pearl Jam και την τεράστια μουσική κληρονομιά που κουβαλάνε. Σίγουρα οι περισσότεροι fans θα τραβήξουν το “Gigaton” απ’ τα μαλλιά για να βγάλουν μια ψυχαναγκαστική συμπάθεια, αλλά ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλο μας. Η νέα δουλειά της παρέας απ’ το Seattle, πέρα από μερικές αναλαμπές, αν και στέκεται καλύτερα από τους αστείους νευρόσπαστους επαναστατικούς παλιμπαιδισμούς του “Lightning Bolt” του 2013, είναι μια παντόφλα και μισή.
Ας το πιάσουμε όμως από την αρχή. Οκ, μπορεί να μην είμαστε πια στα 90’s και να μη «νιώθουμε» με την ίδια συναισθηματική ένταση την μουσική όπως παλιά, μα οι νέες μουσικές των αμερικανών δεν έχουν πλέον τη παραμικρή σπίθα για να σε κρατήσουν κοντά τους. Τους αγαπήσαμε, το ζήσαμε με τις πρώτες δισκάρες τους, ερωτευτήκαμε τη φωνή του Eddie Vedder, τους κολλήσαμε αφίσα στον τοίχο μας, μα κάπου στις αρχές των 00’s άρχισε η κάτω βόλτα. Όταν οι εποχές και οι μουσικές αλλάζουν μα είσαι «κολλημένος» σε ένα ξεπερασμένο genre που δεν έχει να προσφέρει κάτι καινούργιο, το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να δημιουργείς συμπαθητικά album. Οι Pearl Jam δυστυχώς, προσπαθούν συνεχώς να κάνουν ένα update στον ήχο τους, αλλά δεν τους βγαίνει με τίποτα. Και γελάμε.
Το “Gigaton” είναι μια από τα ίδια. Προσπαθούν να παντρέψουν μια mainstream μοντερνιά με Pink Floyd ψυχεδέλειες, κουνώντας το δάχτυλο στη κοινωνία και τις νέες αμερικανικές πολιτικές με καναπεδάτο punk. To album σίγουρα ξεκινά με προσδοκίες. Τα συμπαθητικά -δεδομένου των συνθηκών πάντα- “Who Ever Said”, “Superblood Wolfmoon”, τo ενδιαφέρον “Dance Of The Clairvoyants” (που πέρασε λαϊκό δικαστήριο για το παράξενο στυλ του) και το “Quick Escape”, αφήνουν την εντύπωση πως το “Gigaton” από δω και πέρα θα peak-άρει και θα μας χαρίσει την αξιοπρέπεια που έχουμε χάσει. Τελικά όμως δε συμβαίνει απολύτως τίποτα. Ακολουθεί το χαλαρό “Alright” που περνάει απαρατήρητο, και πέραν του “Seven O’ Clock” (που θα μιλήσουμε παρακάτω) το album πάει από το κακό στο χειρότερο τραβώντας και τα πρώτα κομμάτια του στον πάτο του βαθύτερου πηγαδιού. Για ακόμη μια φορά, οι Pearl Jam αδικούν τους εαυτούς τους, με μια κυκλοφορία που εξυπηρετεί μόνο και μόνο την ανάγκη και τον εγωισμό του να βρίσκονται στο προσκήνιο ως μια από τις λίγες επιτυχημένες μπάντες του grunge κινήματος με ζωντανό τραγουδιστή. Και για να κάνουν περιοδείες με τιμή εισιτηρίου τον μισό μισθό ανειδίκευτου υπαλλήλου. Να τα λέμε και αυτά. Όχι πως δεν ήμασταν υποψιασμένοι για την τύχη αυτού του album, αλλά πάντα μια ελπίδα την είχαμε. Κρίμα.
Το “Seven O’ Clock” που λέγαμε. Αν και μοιάζει με ένα mash-up καλού Bruce Springsteen με το μισό ρεφρέν του “Ordinary World” των Duran Duran (μάτι βγάζει) θα μπορούσε να ήταν μια συμπαθητική version των Pearl Jam της τελευταίας δεκαετίας. Τι εννοώ; Αν έβαζαν στην άκρη τα γκάζια -γιατί πλέον δεν το έχουν- και τις εξυπνάδες με τα μπλιμπλίκια, και το γύρναγαν μουσικά σε μια πιο «The Boss» mid-tempo λογική, μπορεί και να έβγαζαν νόημα. Εξάλλου, δεν είπε ποτέ κανείς πως δεν είναι καλοί μουσικοί. Η έμπνευση τους λείπει και η αίσθηση του τόπου και του χρόνου.
Να ακούτε Mudhoney ρε.