Τα τελευταία 5 χρόνια έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα δημιουργικά για τους Parquet Courts (κι ενίοτε Parkay Quarts, αναλόγως τις διαθέσεις των μελών). Η μουσική υπερπαραγωγικότητά τους, που δεν δείχνει να παρακωλύεται από τις εκάστοτε μεταβολές στο line up του συγκροτήματος, δεδομένης της παροδικής απουσίας του Sean Yeaton και του Μax Savage κατά την κυκλοφορία του Content Nausea, τους έχει καταστήσει σε ένα από τα ανερχόμενα νεοϋορκέζικα rock συγκροτήματα. Η ανήσυχη φύση τους, ο κοινωνικο-πολιτικός προσανατολισμός των στίχων τους, η ασυμβίβαστη κι άτυπη μουσική στάση τους και φυσικά η δυναμική παρουσία τους επί σκηνής αποτέλεσαν μόνο μερικές από τις παραμέτρους που συνέβαλαν στη διεκπεραίωση μιας δυνατής και αναμφίβολα διασκεδαστικής συναυλίας, αφού το ελληνικό μουσικό κοινό αγκάλιασε για μια ακόμη φορά το συγκρότημα.
Ανταπόκριση: Μαρίλη Κουλολιά / Φωτογραφίες: Αθηνά Παπαγιάννη (περισσότερες εδώ)
Τη συναυλιακή βραδιά κλήθηκαν να ανοίξουν οι ‘δικοί μας’ Nerrves. Ένα συγκρότημα που είχα παρακολουθήσει στο παρελθόν και που ομολογουμένως έχει σημειώσει σημαντική ανοδική πορεία. Ο ήχος του είναι ως επί το πλείστον garage-punk με ΄80s shoegaze και psychedelic στοιχεία κι ακούγεται απόλυτα δεμένος. Δυναμική ήταν η παρουσία τους επί σκηνής, όπου δίχως αμφισβήτηση ‘προθέρμανε’ τον κόσμο για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Η προσθήκη των πλήκτρων στο line-up της μπάντας αποτέλεσε λαμπρή επιλογή, προσφέροντας την κατάλληλη μελωδικότητα προκειμένου ο ήχος να καταστεί πιο πολυδιάστατος. Μια σπασμένη χορδή κιθάρας αποτέλεσε έναυσμα για ένα jamming session των υπόλοιπων μελών του συγκροτήματος, με αποτέλεσμα να συνεχιστεί το set τους ανεπηρέαστο. Κομμάτια όπως τα “Beach Babe”, “Place To”, “Random Icon” και “Inferior Wannabe” μας συνόδευσαν ευχάριστα μέχρις ότου έφτασε η ώρα να υποδεχτούμε τους headliners της βραδιάς.
“Tonight we dine in hell”. Ήταν το εναρκτήριο κάλεσμα του Sean. O κόσμος ήταν αρκετός – ο χώρος όμως όχι ασφυκτικά γεμάτος. “Tonight we dine in hell” επαναλαμβάνει ο Sean και συνεχίζει: “But what will we eat in hell?”. “Acid!” απαντάει κάποιος απ’το κοινό. Από την αρχή, η επικοινωνία ανάμεσα στο συγκρότημα και τον κόσμο ήταν ιδιαίτερα ενεργη – χιουμοριστική κι ανάλαφρη – ενώ το συγκρότημα κατέστησε εξ’αρχής φανερή την αγάπη του για το ελληνικό συναυλιακό κοινό.
Με τη λήξη του προκαταρκτικού chit-chat ξεκίνησαν να παίζουν και δίχως διακοπή ακούσαμε τα “Bodies”, “Black & White”, “Vienna II” και “Instant Dissasembly”. H ενέργεια τους καταλάμβανε τον χώρο, ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να ανταποκρίνεται χορευτικά στη μουσική τους. Ο ήχος τους κατά καιρούς θυμίζει Pavement και Sonic Youth, διατηρώντας ωστόσο την ιδιαίτερη ταυτότητά του. Oι Parquet Courts είναι ένα συγκρότημα που θα μπορούσε να ικανοποιήσει μέχρι και τον πιο απαιτητικό κριτή. Η μουσική τους αποτελεί την τέλεια μίξη από καθαρές, κατά διαστήματα, κιθαρίστικές γραμμές που συνοδεύονται από την σχεδόν αφηγηματική εκφώνηση των στίχων, και εναλλάσσονται με φάσεις πειραματισμού που ξεχύνονται χαοτικά σε εκτεταμένους μουσικούς αυτοσχεδιασμούς. Και όλα αυτά, σε ένα εξωφρενικά γρήγορο tempo, που θα μπορούσε άνετα να κινητοποιήσει τη διαμόρφωση ενός pit – πράγμα που συνέβη σε κομμάτια όπως στα “Everyday It Starts”, “What Color Is Blood?” και “Light Up Gold”.
Εκείνο όμως το χαρακτηριστικό που διαφορόποιεί πραγματικά τους Parquet Courts από πολλές άλλες punk rock μπάντες, είναι το γεγονός ότι είναι συνειδητοποιημένοι σ’αυτό που κάνουν. Είναι ένα συγκρότημα με αξιόλογο songwriting, που έχει βρει τη χρυσή τομή δημιουργικότητας-χάους, αφήνοντας τον ακροατή με μια αίσθηση ικανοποιητικής ολοκλήρωσης, δημιουργώντας τα πλαίσια δημιουργικής εκτόνωσης και διοχέτευσης της punk ενέργειας.
Στο σύνολό της κάνουμε λόγο για μια απολαυστικότατη συναυλία, με ορισμένα μικροπροβλήματα μόνο σε ό,τι αφορά τον ήχο. Οι Parquet Courts είναι ένα συγκρότημα ιδιαίτερα εργατικό και αξιόλογο σε αυτό που κάνει. Μας ενημέρωσαν μάλιστα ότι στα σκάρια βρίσκεται και ένας νέος δίσκος που πρόκειται να κυκλοφορήσει μέσα στο επερχόμενο έτος. Αδημονούμε.