Η χαριεντίστικη επιθετικότητα, με άρωμα από live, ανέκαθεν, χαρακτήριζε τη μουσική των Osees. Γιατί ξέρουν πως να περνάνε καλά, όταν όλα είναι ένα παιχνίδι. Τριπάροντας και ψυχεδελιάζοντας, μεταξύ βρωμιάς και distortion. Ονειρεύοντας και χορεύοντας, όταν συναντούν μελωδικά ηχοπαίγνια και υπνωτικές φαντασιώσεις. Eντάξει, παράνοια ναι, επίσης, σε κάποιες φάσεις. Τους αρέσει να πειραματίζονται. Experimental rock. Mιλάμε για μία μπάντα όμως, που βγάζει δίσκους τακτικά. Πολύ τακτικά. Οι βάσεις τους: garage και ψυχεδέλεια. Οι άπειρες μίξεις-συνδυασμοί τους: το φάσμα της rock. Από krautrock και punk, μέχρι jazz και alternative. Με πολλές ευστοχίες εντούτοις και πολύ καλές κριτικές συνολικά. Αυτή τους η δουλειά πάντως, για να μπω στο συγκεκριμένα, με άφησε με παράπονα. Ένα album δυσανάλογο. Αυτό, καθαυτό. Όχι γιατί το πολύ πρόσφατο “Protein Threat”, παραήταν καλό.
Εξηγώ. Από την έναρξη της ακρόασης, το τρικ του δυνατού θορύβου – ξυπνήματος, από σχετικά ξεπερασμένο death-ιάρικο hardcore, όπως το ακούω εγώ, δεν μου κάνει. Με ταράζει. Αν και δεν κρατάει ούτε 1,5 λεπτό, προσμένω να τελειώσει. Το αμέσως επόμενο, επίσης πολύ μικρής διάρκειας κομμάτι, είναι ένας κλασικός τους psych, παράξενος, χαριτωμένος σχηματισμός, που δίνει πάσα ανάσας, στο τελευταίο της τριλογίας των κομματιών-δείγματα και στο αγαπημένο μου μάλλον, “Weird and Wasted Connection”. Επειδή κινείται σε ανάλογο ύφος, με καθησυχάζει. Δεν πλεονάζει, άμεσο, ευθύ, ολοκληρωμένο. Το ευχαριστιέμαι.
Το “The Virologist” από την άλλη, ενώ ξεχειλίζει από την αμετανόητη rock-ιά που funk-ίζει επιβλητικά, τελικά με κουράζει. Επιτέλους θα πω με το “I Got A Lot”, συμφωνώ, να κρατήσει μέχρι το 4:26. Γιατί μετά, για κανά 10λεπτο, συναντώ και πάλι το πρόβλημα του ξεχασμένου τζαμαρίσματος και της αέναης επανάληψης που χάνει την ουσία της, ειδικά στην ηχογράφηση. Το τελευταίο ~8λεπτο της κατάληξης, θα μπορούσε να ήταν ανεξάρτητο, να στέκει δηλαδή ως το έκτο στοιχείο του δίσκου. Αντ΄ αυτού, η κουλτούρα ταυτοποίησής του, με τις ζωντανές τους εμφανίσεις, δεν καλύπτει βάσιμα το εγχείρημα, αφού η ανάγκη ενός studio album δεν κερδίζει τον στόχο της, όταν μπερδεύεται με την αίσθηση ενός live, in concert album, πόσο μάλιστα με κάποιο tape της διαδικασίας.
Και καταλήγω. Σε ένα live που θα πάω, να δω μία μπάντα που την γνωρίζω ήδη αρκετά καλά και γουστάρω, μπορώ άνετα να περάσω όμορφα και με κάποιον πειραματισμό ιδεών της, on stage. Όταν όμως συναντώ αυτού του είδους τον πειραματισμό, που μοιάζει ότι έχει σκοπό να εξελιχθεί στην πορεία, σε δουλειά που έχει κυκλοφορήσει ως “νέα”, θα αναρωτηθώ γιατί την βιάστηκαν τόσο.