Η νέα κυκλοφορία των Opeth είναι ένα μαγευτικό ταξίδι μεταξύ των ορίων της progressive metal και της rock μουσικής των 70’s. Ένα πεδίο το οποίο αναμειγνύει τις πιο σκοτεινές ρίζες του συγκροτήματος, συγχρόνως αγγίζοντας τις πιο ντελικάτες μουσικές γραμμές του πιο πρόσφατου παρελθόντος τους.
Με τη μία ακούμε έναν πολύ γνώριμο ήχο, κάτι το οποίο σηματοδοτεί την επιστροφή και στα σκληρά φωνητικά. Μετά από πάρα πολλά χρόνια, η χρησιμοποίηση τους γίνεται πιο εκλεπτυσμένα. Θεωρώ πως μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν πιο πολύ για να δώσουν έμφαση σε σημαντικές στιγμές του άλμπουμ. Πιο πολύ ως ένας τρόπος ενορχήστρωσης, δηλαδή εξυπηρετούν έναν σκοπό τα φωνητικά αυτά. Εξυπηρετούν τον σκοπό της ύπαρξης ενός ακόμα προσώπου. Γιατί, ουσιαστικά, στο νέο τους άλμπουμ οι Opeth τι κάνουν, μας λένε μια ιστορία, στην οποία απαγγέλουν, έχουν την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν παραπάνω από μία φωνές. Οπότε εδώ τα growls εξυπηρέτησαν στο έπακρον την εκτέλεση αυτής της ιστορίας.
Μία ενδιαφέρουσα πτυχή του ήχου προέρχεται από τη λιτή – αλλά πολύ αποτελεσματική – προσφορά και της extra φωνής του Ian Anderson των Jethro Tull, με τη χρησιμοποίηση επίσης και του φλάουτου, σήμα κατατεθέν του, το οποίο δίνει ένα έξτρα άγγιγμα – ας πούμε – στην όλη σύνθεση, δένοντας με αρμονία με τα περίπλοκα κιθαριστικά riffs το βαθύ μπάσο, τα ατμοσφαιρικά πλήκτρα, δημιουργώντας έτσι ένα contrast το οποίο φαίνεται ταυτόχρονα μαγευτικό και ήρεμο, χωρίς ποτέ να καπελώνει την κυρίως σύνθεση των Opeth.
Η επιστροφή του Michael Akerfeld στα σκληρά φωνητικά φέρνει μια ανανεωμένη ένταση σε όλο το δίσκο, δημιουργώντας έτσι έναν δραματικό και πολύ συναισθηματικό τόνο, χωρίς να υπερσκελίζει την υπόλοιπη μουσική. Τα φωνητικά έχουν μπει με στρατηγική ακρίβεια, ζυγίζοντας την ένταση της εκάστοτε στιγμής, ουσιαστικά σημαδεύοντας κλιμακωτά στιγμές του δίσκου, όπου θέλουμε μια εσωτερική ενέργεια να αναδυθεί, να δημιουργηθεί μια μυθική ατμόσφαιρα, και σε συνδυασμό με τους στίχους να ακολουθήσουμε αυτό το θεματικό δίσκο.
Αυτός είναι ένας concept δίσκος, είναι μια παράτολμη κίνηση, γιατί μετά από χρόνια όχι απλά έχουμε μια επιστροφή στις πιο progressive death metal ρίζες, αλλά ταυτόχρονα έχουμε και επιστροφή σε concept δίσκο από την εποχή του “Still Life”, το οποίο δεν θεωρείται και εντελώς ένα concept album, ήταν πιο πολύ ένα mid concept album, οπότε πέραν από την παράτολμη κίνηση, έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση στη δημιουργία του όλου εγχειρήματος.
Στιχουργικά, ο νέος δίσκος εξερευνά το ζήτημα του θανάτου, το τέλος του χρόνου ενός ανθρώπου, την υστεροφημία του, την κληρονομιά του, όχι μόνο τη φυσική κληρονομιά, εννοώντας το χρήμα και τον πλούτο, αλλά και την κληρονομιά του ονόματος που φέρει κάποιος, και το βάρος που μεταδίδεται στους εκάστοτε κληρονόμους. Έτσι, με τις σοφιστικέ συνθέσεις και την πολύπλοκη παραγωγή, ο νέος δίσκος αναδεικνύει, φέρνει στο προσκήνιο τους Opeth, στην πιο αμφιλεγόμενη, αλλά και συνάμα μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας τους. Θεωρώ ότι είναι σε ένα επίπεδο πλέον μουσικής ωριμότητας, που μπορούν αυτό που παρουσιάζουν να είναι άρτιο. Ο ήχος είναι πολύπλευρος, προσκαλώντας τον ακροατή να ακούσει πολλές φορές τον δίσκο, ανακαλύπτοντας νέες λεπτομέρειες με κάθε νέα ακρόαση. Για τους παλιούς φαν, η επιστροφή σε πιο παλιούς ήχους είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Για τους νέους ακροατές του συγκροτήματος θα είναι ένας πολύ ενδιαφέρων δίσκος. Αυτός ο δίσκος είναι μια κατάθεση των Opeth στη μούσα της δημιουργικότητας και στη διάθεσή τους να εξελιχθούν, μια πολύ βαθιά εσωτερική δουλειά, η οποία σίγουρα θα μνημονεύεται ως μία από τις καλύτερές τους.