Η προσδοκία για μια συναρπαστική prog metal βραδιά μας έδωσε περίσσια δύναμη για να αντέξουμε το ανέβασμα στην κορυφή του ιστορικού λόφου. Την ίδια σκέψη είχαν και οι χιλιάδες οπαδοί του είδους, που γέμισαν από νωρίς τον χώρο.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Ηλίας Σταθόπουλος (πλήρες photostory εδώ)
Οι Leprous, με μεγάλη πλέον συναυλιακή εμπειρία, έχουν αποδείξει ότι δίνουν πάντα συναρπαστικές εμφανίσεις, ενώ η μουσική τους ζωντανά ανεβαίνει επίπεδο. Μετά από μικρή καθυστέρηση, εμφανίστηκαν στη σκηνή με το μάλλον υποτονικό “Have You Ever?”, μια περίεργη επιλογή για άνοιγμα, η οποία, σε συνδυασμό με το ότι ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά, δυσκόλεψε το κοινό να μπει αμέσως στο mood. Όλα διορθωθήκαν με το, hit πλέον, “The Price”, που παρέσυρε τον κόσμο στον συγκοπικό ρυθμό του. Ο ήχος, από την αρχή άψογος, δυνατ

Τα “Silently Walking Alone” και “Atonement” (με το σχετικό σχόλιο για την Αγγλική προφορά του πληκτρά Harrison White) μας άνοιξαν την όρεξη για το επερχόμενο album του σχήματος, ενώ το “Below”, με το υπέροχο ρεφρέν, αγκάλιασε μελωδικά τους πάντες. Ο Einar, ως χαρισματικός frontman, δεν σταμάτησε να κινείται στη σκηνή, να ξεσηκώνει τον κόσμο, και να εκφράζει την ευχαρίστησή του που παίζει σε ένα τόσο ιδιαίτερο venue, χωρίς παράλληλα να χάνει νότα. Ανέλαβε μάλιστα και τη θέση πίσω από το πιάνο πριν το “From the Flame”, στο οποίο τραγούδησαν και οι πέτρες. Ιδανικό κλείσιμο μιας συγκλονιστικής εμφάνισης, με το καθηλωτικό “The Sky Is Red”, το οποίο, σε συνεργασία με το ηλιοβασίλεμα, τύλιξε το χώρο στο βαθύ κόκκινο.

Η μεγάλη καθυστέρηση, αλλά και ο πολύ κακός ήχος στην αρχή του σετ των Opeth, δημιούργησαν ανάμεικτα συναισθήματα στο πολυπληθές κοινό που αδημονούσε για την επιστροφή τους μετά από εννέα χρόνια. Η εισαγωγή με το “Seven Bowls” των Aphrodite’s Child ακολουθήθηκε από το “The Grand Conjuration”, το οποίο πέρασε και δεν ακούμπησε. Ευτυχώς, ο ήχος βελτιώθηκε γρήγορα, και μας έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια πραγματικά σπουδαία εμφάνιση των Σουηδών.
Ο Nikos Akerfelopoulos, όπως μας συστήθηκε ο αρχηγός, ήταν σε μεγάλα κέφια, με αποτέλεσμα να ακούσουμε εξαιρετικές εκτελέσεις ύμνων, όπως τα “Demon of the Fall” και “The Drapery Falls”. Ευτυχώς, ακόμα και το boomer humour του περιορίστηκε κατά το δυνατόν ανάμεσα στα τραγούδια, με αποτέλεσμα να δοθεί χώρος σε υποδειγματικές εκτελέσεις των “Eternal Rains Will Come”, και “Heir Apparent”.

Όλη η μπάντα έπαιζε σαν να έχει πάρει φωτιά. Το rhythm section των Martín Méndez και Waltteri Väyrynen (τον είχαμε ξαναδεί στα μέρη μας, με τους Paradise Lost) απέδιδε τα πολύπλοκα σημεία των ενορχηστρώσεων με χαρακτηριστική ευκολία, ενώ ο σαμάνος από τα 70’s Joakim Svalberg στα πλήκτρα, ζωγράφιζε στον σκοτεινό καμβά του, ενώ παράλληλα έκανε devil horns, και βασάνιζε τα κρουστά του.
Όμορφη αλλαγή στην ένταση της συναυλίας, η αλληλουχία των “In My Time of Need” και “Face of Melinda”, που δεν άφησαν κανένα ασυγκίνητο. Η κορυφαία στιγμή, όμως, για εμένα ήταν η «συλλεκτική» εκτέλεση του 20λεπτου(!) έπους “Black Rose Immortal”, από το “Morningrise” (1996) το οποίο αποδόθηκε άψογα, παρόλες τις επιφυλάξεις του Åkerfeldt (που το χαρακτήρισε shitty song, but with its moments). Ιδανικό κλείσιμο με το ψαρωτικό “Sorceress”, για την επιστροφή και την οριστική ισοπέδωση μέσα στο mosh pit με το “Deliverance”.
Οι Opeth έδωσαν ένα ιστορικό live, αντάξιο του ονόματός τους, κλείνοντας μια βραδιά όνειρο για τους εραστές του είδους, και μάλιστα σε έναν ερωτεύσιμο χώρο, όπως ο Λυκαβηττός. Η κάθοδος μας βρήκε απόλυτα εξουθενωμένους, αλλά και «γεμάτους» συναισθήματα και εμπειρίες.
