Δεν μπορώ να φανταστώ λιγότερο φιλικό προς τις μηχανές αναζήτησης όνομα από αυτό που επέλεξαν οι On. Το rock τρίο από το Τορόντο βέβαια μπορεί τώρα να κυκλοφορεί το πρώτο άλμπουμ του, όμως έχει τις ρίζες του στην προ-ίντερνετ εποχή. Συγκεκριμένα, η τραγουδίστρια/μπασίστρια Lucy Di Santo κι ο κιθαρίστας Steve Fall στις αρχές της δεκαετίας του ’90 είχαν υπάρξει μέλη των Acid Test, οι οποίοι είχαν κυκλοφορήσει μάλιστα δίσκο στην πολυεθνική Sire. Ήταν τότε που σχημάτισαν τους On σαν side project, και δεν ήταν παρά κατά την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, όταν τα πλάνα για αναβίωση των Acid Test διακόπηκαν από τον πρόωρο χαμό του Dj της μπάντας Mike Harland και έπειτα απ’ την κυκλοφορία ενός αποχαιρετιστήριου EP στη μνήμη του φίλου τους το ’18, που οι On έγιναν προτεραιότητα.
Το ομώνυμο άλμπουμ των On ελάχιστη ομοιότητα έχει με τους Acid Test, καθώς οι δεύτεροι έπαιζαν ένα χορευτικό alternative rock που περισσότερο ακουγόταν σαν να προέρχεται από τη λεγόμενη rave σκηνή του Μάντσεστερ παρά τη βορειοαμερικανική ήπειρο. Αντίθετα, οι OΝ ξεκάθαρα φορούν την αμερικανική ηχητική ταυτότητα στο μανίκι.
Έτσι, στο “On” συναντούμε εξίσου το αλήτικο attitude punk καταβολών, στοιχεία από την προ-grunge κιθαριστική indie rock (π.χ. Throwing Muses), αλλά επίσης groove και sleazy διονυσιακή διάθεση (π.χ. Jane’s Addiction) ή και πιο μελωδικό ύφος (π.χ. Concrete Blonde) όταν χαμηλώνει η ένταση. Αποτελούν κανονικό χωνευτήρι όλων των τάσεων της εναλλακτικής rock των αρχών των nineties, πρoτού έρθει η καταιγίδα grunge και τα σαρώσει όλα, δηλαδή.
Γνωρίζω πως έχουμε ξεπεράσει προ πολλού την εποχή επιβεβλημένων διαχωρισμών σε μουσικά ιδιώματα, όμως τελικά δεν είμαι σίγουρος αν αυτό το αμάλγαμα λειτουργεί υπέρ των On, διότι μπορεί μεν να ακούγεται πολύ ευχάριστα το άλμπουμ, αλλά κάπου χάνεται η όποια προσωπική ταυτότητα θα μπορούσε να διαθέτει η μπάντα ώστε να ξεχωρίσει, ενώ παράλληλα δεν μπορώ να φανταστώ σε ποιο κοινό απευθύνεται αυτός ο ήχος τρεις δεκαετίες μετά την εποχή που μεσουρανούσε.