Από την Σκανδιναβική με αγάπη…
Η αλήθεια είναι πως όταν σε ρωτούν ποια είναι η αφρόκρεμα του μελωδικού death metal, δεν είναι οι πρώτοι που σου έρχονται στο μυαλό. Οι Omnium Gatherum, παρ’ότι μετρούν αισίως 22 χρόνια ζωής και το γεγονός ότι μας έχουν χαρίσει ορισμένες σπουδαίες κυκλοφορίες, όπως το “Spirits and August Light”, “The Redshift” και το αγαπημένο μου “New World Shadows”, ποτέ δεν έφτασαν σε αναγνωρισιμότητα και φήμη τους «ομόσταβλούς» τους (και ως προς το είδος, αλλά και ως προς την εθνικότητα) Children of Bodom, Insomnium ή ακόμα και τους Norther. Δεν ξέρω σε τι μπορεί να οφείλεται αυτό το γεγονός, αυτό που ξέρω όμως με σιγουριά είναι ότι επανήλθαν με μία ακόμα εξαιρετική δουλειά. Γενικά υπάρχει κάτι σαν άγραφος κανόνας, μπάντες που ξεπερνούν τις πέντε κυκλοφορίες, να ανακυκλώνουν στοιχεία που έχουμε ήδη ακούσει στις πρώτες τους δουλειές, αυτό βέβαια δεν είναι πάντα κακό, αρκεί να ξέρεις να το κάνεις. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, οι Φινλανδοί δείχνουν να επιστρέφουν στα χαρακτηριστικά που τους βοήθησαν από την αρχή, χωρίς όμως να ξεπατικώνουν τους εαυτούς τους, αντιθέτως δείχνουν να ξέρουν πόσο αλατοπίπερο πρέπει να προσθέσουν στην συνταγή, ώστε να είναι επιτυχημένη.
Αυτόν το δίσκο τον περίμενα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ήταν ο πρώτος τους με τον Tuomo Latvala στα τύμπανα. Ο Latvala, που μέχρι τώρα μας είχε συνηθίσει σε διαφορετικά ηχητικά μονοπάτια τόσο με τους Torture Killer, όσο και με τους Demigod (δεν να αναφερθώ καν στους AN), είχα την περιέργεια να δω πως θα ανταποκριθεί σε αυτήν την αλλαγή. Το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης για άλλη μία φορά ανήκει στον κιθαρίστα και ιθύνων νου των Omnium Gatherum, Markus Vanhala, ο οποίος πρόσφατα περιέγραψε την μουσική τους ως το απόλυτο πάντρεμα ανάμεσα σε μίσος και αγάπη και σε AOR μελωδίες με brutal φωνητικά.
Την αυλαία στον δίσκο την σηκώνει το ορχηστρικό “The Burning”, το οποίο από την αρχή μας δείχνει ότι θα ακούσουμε κάτι διαφορετικό από το προηγούμενο album τους. Ο καμβάς αρχίζει να σχεδιάζεται με ένα ατμοσφαιρικό θέμα από τα πλήκτρα του Aapo Koivisto, στην συνέχεια χρωματίζεται από ένα μοναχικό και ξέψυχο κιθαριστικό ημισόλο (το ξέρω ότι δεν υπάρχει τέτοια λέξη, αλλά αν το έχετε ακούσει καταλαβαίνετε πλήρως τι εννοώ). Αμέσως μετά μας συστήνεται το Gods Go First, ένα γρήγορο uptempo κομμάτι, που μας υπενθυμίζει τι ξέρουν να κάνουν πολύ καλά οι εν λόγω κύριοι. Αψεγάδιαστα riffs και φοβερή ενορχήστρωση συνθέτουν το σκηνικό, σ’ ένα κομμάτι προπομπό για το σύνολο του δίσκου. Άλλωστε δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιλογή ως ένα από τα δύο κομμάτια, για να παίξουν τον ρόλο του «κράχτη». Ακολουθεί ο έτερος “κράχτης”, το “Refining Fire”, το οποίο παραμένει σε υψηλές πτήσεις όσον αφορά το επίπεδο του, αλλά και παραβγαίνει στα ίσια σε ταχύτητα τον προκάτοχο του (αν και το “Refining Fire” μου αρέσει οριακά περισσότερο). Εδώ τα κιθαριστικά μέρη είναι ελαφρώς πιο βαριά και αρκετά πιο επιθετικά, γενικότερα για να μην επαναλαμβάνομαι, το κιθαριστικό δίδυμο, Markus Vanhala και Joonas Koto, κάνουν εξαιρετική δουλειά σε όλη την διάρκεια του δίσκου. Εδώ όμως μου λύθηκε και η απορία που είχα με τον drummer, όχι απλά “κούμπωσε” στους Omnium Gatherum, αλλά και τα βήματα που έκανε και η μπάντα προς σ’αυτόν, δείχνει να τους ταιριάζει γάντι.
Έχοντας ακούσει ήδη το πρώτο τέταρτο του δίσκου, στη συνέχεια αλλάζει το ύφος (φέρνει λίγο σε In Flames, τα παλιά, τα καλά εννοώ, πονεμένη ιστορία και ας μην την θίξουμε τώρα), αυτήν την αλλαγή, λοιπόν, τη σηματοδοτεί το “Rest In Your Heart”, το οποίο με τα αρχικά φωνητικά του θυμίζει λίγο “Only For The Weak”, αλλά εδώ το highlight είναι οι νότες που βγαίνουν από τα πλήκτρα με κορύφωση το outro του κομματιού, όπου πλέον σε ταξιδεύουν κάπου αλλού. To “Over The Battlefield” που έπεται, είναι πολύπλευρο κομμάτι, με τρομερές εναλλαγές σε θέματα και μελωδίες, που όλα όμως είναι μαεστρικά δεμένα μεταξύ τους, είπαμε ότι στην μίξη και το mastering βρίσκεται πάλι ο Dan Swanö. Την ίδια δομή ακολουθεί μες στις άκρες και το “The Fearless Entity” που παραλαμβάνει στην σκυτάλη.
Κάπως έτσι έχουμε ήδη φτάσει στο δεύτερο μισό του δίσκου, εκεί θα ακούσουμε το αγαπημένο του δίσκου, το “Be The Sky”. Την «πληκτροφόρα» του εισαγωγή θα την ζήλευαν πολλές ΑΟR μπάντες, ενώ ο Erkki Silvennoinen και το μπάσο του έρχονται πολύ μπροστά ξαφνικά, ντύνοντας με υπέροχο τρόπο τα catchy θέματα του δίσκου. Γενικότερα το συγκεκριμένο κομμάτι ξυπνάει μνήμες Colony, όχι όμως σαν μία αντιγραφή, ακόμα και καλή, αλλά σαν μία μετεξέλιξη του. Ένα άκρως ενδιαφέρον στοιχείο του κομματιού είναι το πως οι μελωδίες συνοδεύουν τους στίχους που τραγουδάει ο ακόμα μία φορά εξαιρετικός Jukka Pelkonen, άνετα μπορείς να οπτικοποιήσεις το τραγούδι στο μυαλό σου, αρκεί να διαθέτεις λίγη φαντασία.
Για τη συνέχεια έχουμε λίγο μελωδικό thrash metal με το “Driven by Conflict”, όπου τα τύμπανα έρχονται σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Στο κομμάτι συνδυάζονται θέματα με κάπως «σκεπτικό» ύφος, με άλλα που άλλα που σου πιάνουν το κεφάλι και στο γυρνάνε ανεμόμυλο. Μπαίνοντας στην τελική ευθεία του δίσκου, ακούμε το “The Frontline”, το οποίο θα μπορούσε να είναι κάτι σαν το μανιφέστο των OG. Έχοντας ένα κάπως doom και μελαγχολικό ήχο, προσφέρει την δικιά του πινελιά στο album. “Planet Scale” για την συνέχεια, εκεί όπου τα φωνητικά του Jukka για κάποιον λόγο μου έφεραν ένα σκίρτημα. Όπως πολλοί από τους «πρόγονους» τους, έτσι και αυτό έχει τις αυξομειώσεις του στο tempo, όμως το τέλος του είναι αυτό που το ξεχωρίζει, καθώς είναι πράγματι μεγαλοπρεπές. To “Cold είναι” το τραγούδι που αναλαμβάνει να μας ξεπροβοδίσει μετά από την σχεδόν ωριαία ξενάγηση στον κόσμο των Omnium Gatherum. Οι καθαρές κιθάρες αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα του τίτλου, βαθιές και βαριές, κινούνται ανάμεσα σε αυτό ακριβώς που είχε περιγράψει και ο Markus, ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη, ανάμεσα σε έναν ξυλοδαρμό και μία αγκαλιά.
Πρόκειται, λοιπόν, για μία εντυπωσιακή κυκλοφορία, που δεν πρέπει να λείπει από την συλλογή κανενός fan του είδους. Το μόνο ερωτηματικό που σου αφήνει στο τέλος είναι το πότε κάποιος θα τους φέρει στην Ελλάδα, να τους απολαύσουμε και από κοντά.