Οι The Noise Figures είναι μία από αυτές τις μπάντες που όταν κάθεσαι να μιλήσεις μαζί τους, γνωρίζεις προκαταβολικά πως η συζήτηση θα πάρει μία τελείως διαφορετική τροπή και αυτό οφείλεται στο πόσο διαφορετικό είναι αυτό που κάνουν. Το fuzz rock duo από την Αθήνα (χαρακτηρισμός που οι ίδιοι δίνουν στη μουσική τους) όντας ένα από τα σχήματα του φετινού Defcon Fest που γνώριζα λιγότερο, με έφερε ενωπίον ενός διλήμματος: Έπρεπε να ξεκινήσω αυτή την κουβέντα με κάποιες βασικές στερεοτυπικές ερωτήσεις; Φυσικά και έπρεπε, μιας που –εκτός των άλλων- πάντα είχα απορία ως προς το ποιο μπορεί να είναι το κίνητρο για να ξεκινήσεις ένα two-piece.
Μοιραζόμενοι τις κουβέντες μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρούμενοι σε τρομακτικό βαθμό, ο Στάμος (κιθάρα, φωνή) και ο Γιώργος (drums, φωνή), ευθύβολοι και απλοϊκοί μου είπαν ό,τι πρέπει να ξέρει κανείς για το ξεκίνημα των The Noise Figures:
“Η μπάντα ξεκίνησε σαν ένα side project που μας βοηθούσε να ξεφύγουμε καλλιτεχνικά από τις μπάντες που είχαμε μέχρι τότε. Το side project έγινε πολύ γρήγορα full μπάντα, σχεδον μέσα σε έναν χρόνο. Αναμενόμενο. Από την αρχή που ξεκινήσαμε να τζαμάρουμε άλλωστε, διαπιστώσαμε την ευκολία που υπήρχε στη συνεννόηση και το πόσο ωραίο υλικό γράφαμε κάθε φορά που το προσπαθούσαμε. Εν τω μεταξύ είμασταν και είμαστε πολύ καλοί φίλοι και όλο αυτό δημιουργεί μια σπάνια χημεία. Είπαμε λοιπόν «Ωραίο είναι αυτό που συμβαίνει. Αυτό αρκεί, δεν χρειαζόμαστε κάτι άλλο, ας συνεχίσουμε έτσι.» Πολλά κομμάτια που γράφτηκαν σε αυτό το διάστημα, κατέληξαν ως πλήρεις συνθέσεις για να συμπεριληφθούν τελικά στο πρώτο μας album.”
Οι The Noise Figures μοιάζουν να μαγεύονται από την απλότητα και τον καλλιτεχνικό αυθορμητισμό. Μου δίνουν την αίσθηση ατόμων που δεν τους αρέσουν οι ταμπέλες και οι στενοί μουσικοί χαρακτηρισμοί.
“Κάποιες κοινές μουσικές καταβολές υπήρχαν ανάμεσά μας προφανώς, αλλά δεν ξεκινήσαμε με κάποιον συγκεκριμένο καλλιτεχνικό αυτοσκοπό. Άλλωστε είμασταν δύο άτομα που παίζαμε κιθάρα και drums. Αυτό από μόνο του δίνει μια κατεύθυνση στον ήχο. Τίποτα δεν έγινε επιτηδευμένα. Τα κίνητρά μας ήταν αμιγώς καλλιτεχνικά. Για την ακρίβεια η καύλα για τη μουσική ήταν το κίνητρό μας από την πρώτη μέρα που παίξαμε μαζί!”
Στο δικό μου μυαλό, το να παίζεις σε μια μπάντα δύο ατόμων δημιουργεί προκλήσεις, αλλά μου είναι εύκολο να αναρρωτηθώ αν γεννά και κάποιους περιορισμούς.
Ο Γιώργος μου λέει τη γνώμη του πάνω σε αυτό με τον πιο απλό τρόπο: “Το ότι είμασταν δύο άτομα ήταν από την αρχή πολύ άμεσο, πολύ απλό, μας γλίτωνε από τις πολλές κουβέντες. Όλες οι διαδικασίες είχαν πλέον μια απλότητα. Με ένα τηλέφωνο κλείναμε πρόβες, παίζαμε live, βγαίναμε για tour. Έχοντας υπάρξει τόσα χρόνια σε πολυμελείς μπάντες, ενθουσιαστήκαμε με το πόσο εύκολα γίνονταν όλα. Σπουδαίο ρόλο σε αυτό έπαιξε και ο ηχολήπτης μας Νίκος Τριανταφύλλου, που βρήκε τον τρόπο να κάνει τον ήχο μας να ακούγεται γεμάτος και ολοκληρωμένος. Αυτό ήταν μια μεγάλη πρόκληση.”
Ο Στάμος που μέχρι στιγμής ήταν κάπως πιο μαζεμένος και ντροπαλός, φαίνεται σιγά-σιγά να “ξεκλειδώνει” και να μας δίνει τις πληροφορίες που θέλουμε: “Η πρόκληση αυτή μεταλλάσσεται από δίσκο σε δίσκο κι από συναυλία σε συναυλία. Το πως θέλουμε να ηχούμε και το τι κάνουμε για να το πετύχουμε, είναι μια διαδικασία διαρκούς εξέλιξης, βασικό κομμάτι της οποίας αποτελεί ο τεχνικός εξοπλισμός, που είναι μάλλον και η σημαντικότερη συζήτηση στην περίπτωσή μας. Παίζουν ρόλο και τα παιξίματα όπως και το songwriting σε αυτό το format μπάντας που έχουμε επιλέξει, αλλά ειδικότερα στο θέμα του εξοπλισμού είμαστε πολύ προσεκτικοί. Νομίζω πως ο πειραματισμός και οι προκλήσεις δεν θα σταματήσουν ποτέ, για όσα χρόνια συνεχίσουμε να παίζουμε.”
Με μικρές αιχμές και καίριες ερωτήσεις μερικών λέξεων, τους αφήνω να ξεδιπλώσουν όλο τους το σκεπτικό γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα κι έτσι ο Γιώργος δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση στο θέμα: “Προς το παρόν δεν είναι καθόλου περιοριστικό πάντως το ότι είμαστε οι δυο μας. Ίσα ίσα που μας ελευθερώνει πολύ. Αν στο μέλλον δούμε πως μας περιορίζει δεν θα κωλώσουμε να το αλλάξουμε. Μην κοροϊδευόμαστε, μουσική κάνουμε και είναι κάτι που το κάνουμε για να μας προσφέρει καλλιτεχνική απελευθέρωση κι όχι για να μας περιορίσει. Αν φτάναμε σε ένα τέλμα και δεν μπορούσαμε πλέον να αποδώσουμε αυτό που θέλουμε στη σκηνή ή την ηχογράφηση, ακόμη και επιπλέον μέλος δεν θα φοβόμασταν να προσθέσουμε. Ποτέ μη λες ποτέ! Δεν ξέρω βέβαια πως θα λειτουργούσε κάτι τέτοιο. Είναι πολύ υποθετική αυτή η συζήτηση… Ταμπού στη μουσική δεν υπάρχουν πάντως, όπως και νά ‘χει!”
Ζητώ να μάθω τι είναι το fuzz rock. Τι παίζουν τελικά οι The Noise Figures;
“Κάποιοι μας είπαν garage μπάντα” μου απαντάει ο Γιώργος. “Δεν νομίζω πως αυτός είναι ένας χαρακτηρισμός που ταιριάζει στη μουσική μας. Δεν ηχούμε κοντά στους The Frantic Five ας πούμε που είναι μια garage μπάντα. Το mentality μας ίσως να είναι κοντά σε αυτό που λέμε garage band υπό την έννοια πως όντως είμαστε δύο άνθρωποι που κοπανάνε σε ένα γκαράζ. Χάρη στον εξοπλισμό του Στάμου φυσικά, όλο αυτό παίρνει μια πιο hi-fi χροιά. Δίνουμε πολλή βάση στον εξοπλισμό όπως σου είπα και πριν. Τα πάντα παίζουν ρόλο στο να ακουστούμε όπως θέλουμε. Ακόμη και το κούρδισμα της κιθάρας και οι χορδές που χρησιμοποιούμε, η κάσα των τυμπάνων και πολλά ακόμη πράγματα…”
Δεν είναι λίγες φορές που οι The Noise Figures έχουν πραγματοποιήσει περιοδείες εντός και εκτός συνόρων. Το 2016 ήταν αφιερωμένο σε αυτό μάλιστα, με αφορμή τη δεύτερη δισκογραφική κυκλοφορία του σχήματος, “Aphelion” (Οκτώβρης 2015, Inner Ear Records), σε παραγωγή Alex Μπολπαση. Είναι αξιοθαύμαστο για μια μπάντα που μετρά μόλις τέσσερα χρόνια ύπαρξης, να παρουσιάζει μια τόσο προσεγμένη και συνεπή εικόνα στο κομμάτι της δισκογραφίας αλλά και της προώθησης. Πόσες υποχρεώσεις μπορούν να φέρουν εις πέρας δύο μόνο άτομα; Αναρρωτιέμαι, ελπίζοντας να μην τους προκαλέσω εκνευρισμό με την επιμονή μου στο συγκεκριμένο θέμα.
Ο Στάμος παίρνει και πάλι τον λόγο: “Όσο αυτό που κάνουμε μεγαλώνει, τόσο πιο δύσκολο καθίσταται το να κάνουμε τα πάντα μόνοι μας. Για την ακρίβεια είναι σχεδον αδύνατο. Τον τελευταίο καιρό προσπαθούμε να συγκεντρωθούμε περισσότερο στο μουσικό κομμάτι και είμαστε τυχεροί που έχουμε συνεργάτες που μπορούν να μας βοηθούν σε όλες τις υπόλοιπες διαδικασίες.”
“Είναι πολύτιμη και η βοήθεια της δισκογραφικής μας εταιρείας Inner Ear σε αυτό.” συμπληρώνει ο Γιώργος. “Έχουμε κυκλοφορήσει μαζί τους και τα δύο albums που έχουμε ηχογραφήσει μέχρι στιγμής και η συνεργασία μας είναι κάθε φορά άψογη. Δεν λειτουργούν καθόλου με αυθαιρεσία. Μιλάμε όλοι μαζί, κάνουμε εποικοδομητικές συναντήσεις και αναλύουμε κάθε θέμα με την δέουσα προσοχή. Μετράει η άποψη όλων όσοι συμμετέχουν σε αυτό που κάνουμε. Στην παρέα μας έχουμε βέβαια και τον καλό μας φίλο Δημήτρη Πάλλη που κάνει το booking των συναυλιών μας και το tour management. Είναι ευλογία το ότι συμβαίνει όλο αυτό, γιατί έτσι και περισσότερο ελεύθερο χρόνο έχουμε για να παίξουμε μουσική και το μυαλό μας δεν τρελαίνεται. Όπως καταλαβαίνεις είναι πολύ ψυχοφθόρος διαδικασία να τα κάνεις όλα αυτά μόνος σου.”
“Ισχύει πως η Inner Ear μας βοήθησε πολύ.” επισημαίνει ο Στάμος. “Είναι μια εταιρεία που έχει και δικό της κοινό και όντας μια μπάντα στο ντεμπούτο της, είχαμε πραγματικά πολύ ανάγκη την προβολή. Χάρη στη συμβολή τους, η μουσική μας έφτασε κατευθείαν σε πολύ κόσμο. Είναι βέβαια γεγονός πως κι εμείς τρέχουμε πολύ αυτά τα τέσσερα χρόνια και είναι κι αυτός ένας λόγος που το πράγμα προχωράει. Δεν θα σου πω ψέματα. Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι με ό,τι έχουμε πετύχει μέχρι στιγμής κυρίως επειδή αποδεικνύει πως η σκληρή δουλειά, αργά ή γρήγορα εξαργυρώνεται! Φυσικά σημασία έχει και η αφοσίωση σε όλο αυτό.”
Εμμένοντας σε κοφτές ερωτήσεις λίγων λέξεων αφήνω τους αρκετά ορεξάτους –όπως φαίνεται- The Noise Figures να πάρουν το πάνω χέρι της συζήτησης. Ο Γιώργος παίρνει και πάλι την σκυτάλη:
“Δεν το συζητάμε. Η αφοσίωση είναι το Α και το Ω. Εμείς ας πούμε προσπαθούμε να παίρνουμε μαζί μας πάντα όλον τον εξοπλισμό μας όπου κι αν παίζουμε στα τουρ για να έχουμε τον δικό μας ήχο κάθε βράδυ και δεν είναι πάντα εύκολο αυτό. Σκέψου πως υπάρχουν πολλές πόλεις πεζοδρομημένες σε μεγάλο μέρος τους, που θα σε αποτρέψουν από το να παρκάρεις έξω από το μαγαζί που εμφανίζεσαι και αναγκαστικά θα πρέπει να κουβαλήσεις τον εξοπλισμό σου με τα πόδια για ένα χιλιόμετρο (ίσως και παραπάνω). Έχει κούραση όλο αυτό, αλλά είναι τόσο θετική η επίδρασή του στο αποτέλεσμα που την ξεπερνάμε.”
Για μία μπάντα του μουσικού ύφους και της νοοτροπίας των The Noise Figures, ο δρόμος είναι το καλύτερο μέρος να βρίσκεσαι. Βέβαια όλο αυτό έχει τις δυσκολίες του. Τους ζητώ να μου πουν πως ξεπερνούν τις δικές τους κι εδώ ο Στάμος γίνεται χειμαρώδης:
“Κατ’ αρχάς ποτέ δεν είμαστε οι δυο μας στις περιοδείες. Τόσο ο Νίκος (ηχοληπτης) όσο και ο Δημήτρης (tour manager) έρχονται πάντα μαζί μας. Αν είμασταν οι δυο μας πολύ απλά τίποτα από αυτά δεν θα γινόταν. Πρέπει κάποιος να συνεννοείται με τα μαγαζιά και δεν μπορούμε να το κάνουμε εμείς και αυτό. Κάποιος πρέπει να πουλάει το merchandise την ώρα που ετοιμαζόμαστε ή παίζουμε και φυσικά το να έχεις δικό σου ηχολήπτη στα shows σου είναι πάρα πολύ χρήσιμο, ειδικότερα τον Νίκο που γνωρίζει πολύ καλά τον ήχο μας και είναι σε μεγάλο ποσοστό υπεύθυνος για αυτόν. Εν τω μεταξύ υπάρχει γενικά πολύ καλό κλίμα μεταξύ μας κι έτσι ό,τι δυσκολίες και να συναντήσουμε πάντα τις ξεπερνάμε.”
Ζητάω από τον Στάμο να μου πει κάποια τρελή ιστορία από τον δρόμο και πραγματικά δεν ξέρει από πού να αρχίσει. Γελώντας ανάμεσα στις λέξεις του βγάζει 2-3… ιδιαίτερα περιστατικά στην επιφάνεια:
“Κάθε μέρα είναι σουρεάλ στις περιοδείες. Η τρέλα είναι ασταμάτητη! Μακάρι να είχαμε το κουράγιο και το budget να τα κινηματογραφούμε όλα αυτά. Μία φορά στην Βουλγαρία ήρθε ένας τύπος και σταμάτησε το soundcheck μας στη μέση για να πάρει υπογραφές μας. Αργότερα μάθαμε πως μάζευε υπογραφές από ανθρώπους διάφορων εθνικοτήτων για να μπει στο βιβλίο Guinness. Μια άλλη φορά όπως είμασταν στον δρόμο μες το βράδυ παραλίγο να τρακάρουμε με άλογο που καθόταν μέσα στην μέση του δρόμου και ήταν πολύ πιο αστέιο απ’ όσο μπορείς να αντιληφθείς τώρα που στο διηγούμαι. Πολλά αστεία σκηνικά έγιναν και στη διάρκεια του ελληνικού tour όπου λόγω της απεργίας των αγροτών όλες οι αποστάσεις ήταν τεράστιες –μιας που δεν μπορούσαμε να μπούμε σε εθνικές οδούς- και δύσβατες, μέσα από χωματόδρομους κλπ. Κάναμε οκτώ ώρες το Αθήνα – Κατερίνη. Επίσης είναι φοβερό το πόσο μεγάλες αποστάσεις μπορεί να χρειαστεί να κάνεις καμιά φορά. Μια φορά χρειάστηκε να περάσουμε μέσα από πέντε χώρες διανύοντας 1200 χιλιόμετρα, απλά για να παίξουμε ένα show στην Γαλλία. Ευτυχώς δεν έχουμε συναντήσει ακόμη επικίνδυνες καταστάσεις. Πάλι καλά δηλαδή, γιατί ακούμε πως σε κάποιες μπάντες έχουν συμβεί πολλά. Ούτε καν στα Βαλκάνια για τα οποία είχαμε ακούσει πολλές… περίεργες ιστορίες.”
Μιλώντας περί φυσικού μέσου, CD, βινυλίου κλπ, σχεδόν αυθόρμητα προκύπτει και η συζήτηση για την ψηφιακή τεχνολογία και την επικοινωνία. Τους ρωτώ πως όλα αυτά έχουν επιδράσει στη μουσική. Όχι μόνο στη δική τους, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα.
“Η τεχνολογία έχει ευνοήσει πολύ τη μουσική.” μου λέει ο Στάμος. “Εμάς προσωπικά μας επιτρέπει να πάμε στην τελική ηχογράφηση πολύ πιο προετοιμασμένοι, αφού θα έχουμε ήδη κάνει προπαραγωγή στο υλικό μας μόνοι μας και θα ξέρουμε –έστω στο περίπου- τι θέλουμε από την τελική ηχογράφηση. Η τεχνολογία είναι πλέον μέσα στα σπίτια μας και μόνο θετικό μου φαίνεται αυτό.”
Ο Γιώργος ξαναπαίρνει τον λόγο μετά από ώρα: “Η ψηφιακή ζωή επιδρά και σε όλη την κοινωνική μας ζωή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που επιδρά και στην μουσική. Τα αποτελέσματα μπορούν να είναι θετικά, όπως μπορούν να είναι και αρνητικά. Είναι τόσο πολυδιάστατο θέμα αυτό που νομίζω πως δεν μπορείς να το πιάσεις μόνο από μία πλευρά και να πεις με πάγιο τρόπο «Αυτό είναι και τέλος».”
“Είναι ωραίο το ότι μπορείς να ανεβάσεις ένα τραγούδι στο internet και να το ακούσει ένας Ιάπωνας το ίδιο λεπτό, αλλά υπάρχει τόση πληροφορία εκεί έξω που είναι πλέον πολύ δύσκολο να μείνει κάτι. Παλιά έβγαινε ένα album, περίμενες 2-3 χρόνια να βγει το επόμενο, έτρεχες στο δισκοπωλείο να το βρεις κ.ο.κ.. Και μέτριο να ήταν, κατέληγες να το γουστάρεις και να το μάθεις απ’ έξω. Τώρα αν περάσουν τρία χρόνια και η μπάντα δεν έχει τρέξει σε σημείο εξάντλησης, μπορεί ακόμη και να σβήσει από τον χάρτη. Ξέρεις πως πάει αυτό… Έχεις ένα hype, δεν το εξαργυρώνεις, περνάει, τέλος! Ξέχάστηκες, πάει! Το internet εν τω μεταξύ έχει μια φοβερή δυναμική στο πως μπορεί να σε αποθεώσει, να σε ανεβάσει πολύ αλλά και να σε καταρρακώσει, να σε θάψει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα!” μου λέει ο Στάμος.
Φαίνεται πως στους The Noise Figures δεν αρέσουν οι παγιότητες. Όλη την ώρα πιάνουμε ένα θέμα συζήτησης κι όλο το γυρνάμε από δω κι από εκεί, για να καταλήξουμε τελικά στο ότι όλα τα νομίσματα έχουν δύο όψεις. Φαίνεται να ξέρουν τι θέλουν ωστόσο και αυτό κάνει τη συζήτηση να κυλάει ομαλά και αρμονικά.
Ο Γιώργος θα εσχατολογήσει στο θέμα: “Κανείς δεν ακούει ολόκληρα albums πλέον. Πολλές φορές ούτε καν ολόκληρα τραγούδια! Είναι δίκοπο μαχαίρι αυτή η κατάσταση. Δεν νομίζω πως η ψηφιακή τεχνολογία έχει βάλει την ποιότητα σε δεύτερο ρόλο ωστόσο. Για παράδειγμα παιδιά 18 χρονών τώρα πλέον μπορούν να έχουν μια πολύ καλή πληροφόρηση για το πως μπορούν να φτιάξουν τον ήχο τους, ενώ υπάρχουν και τρόποι να αγοράσεις οικονομικό και ποιοτικό εξοπλισμό, όπως και να αποκτήσεις γνώσεις που σε μια άλλη εποχή δεν θα μπορούσες να βρεις πουθενά. Όλο αυτό κάνει πιο ποιοτικό τον ήχο και το mentality πάνω στο παίξιμο του μουσικού. Υπάρχει καλή και κακή πληροφορία. Ας μην το βλέπουμε μονόπλευρα. Άλλωστε το ταλέντο πολύ λίγο έχει να κάνει με όλα αυτά. Συνήθως αν το έχεις, το έχεις. Τόσο απλά.”
Η ελληνική οικονομική κρίση έχει κάνει άλλους να τα παρατήσουν λόγω της μη δυνατότητας ανεύρεσης πόρων και άλλους να στραφούν σε εναλλακτικές μορφές ενασχόλησης. Αυτό ευνοεί τη μουσική και τις τέχνες γενικότερα ή κάνει κακό; Ρωτώ τον Γιώργο να μου πει περισσότερα:
“Όποτε με ρωτούν απαντώ το ίδιο. Πέραν των δυσκολιών που η οικονομική κρίση δημιουργεί, δεν παύει να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά έχουν τα τελευταία χρόνια στραφεί στις τέχνες.”
Ο Στάμος συνεχίζει: “Δεν είναι τυχαίο πως η αύξηση στην ποιότητα των συγκροτημάτων και της μουσικής στο εγχώριο περιβάλλον συνέπεσε χρονικά με την οικονομική κρίση. Εν τω μεταξύ, περισσότερο από ποτέ, βλέπουμε μπάντες να μεγαλώνουν και σε διεθνές επίπεδο πλέον. Παλιά δεν συνέβαινε σε τόση έκταση όλο αυτό. Έβλεπες πιο πολύ μπάντες κομήτες.”
“Τότε ήταν κομήτες, τώρα είναι committed!” λέει ο Γιώργος και ξεσπάμε σε γέλια. Βλέποντας τον χρόνο να εξαντλείται διαπιστώνω πως πρέπει να πάμε σιγά-σιγά στις τελευταίες ερωτήσεις.
“Υπάρχει σκηνή εδώ;” τους ρωτάω.
Τον λόγο παίρνει και πάλι ο Γιώργος: “Τι σημαίνει σκηνή; Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δουλεύουν πολύ σοβαρά, πολύ αφοσιωμένα, πολύ συγκεντρωμένα πάνω σε αυτό που πιστεύουν και αυτό είναι πολύ ωραίο. Οι δημοσιογράφοι όριζαν μια ζωή τις σκηνές. Βάζουν ένα σύνολο μπαντών και μουσικών κάτω από μία ταμπέλα για να τα πουλήσουν με έναν ορισμένο τρόπο. Δεν παίζουν το ίδιο πράγμα οι Alice in Chains με τους Nirvana και τους Melvins κι ας ειπώθηκε πως συνυπήρχαν ως μέλη της «grunge σκηνής του Seattle». Εδώ, όπως και σε άλλα μέρη, υπάρχουν απλά πολλοί άνθρωποι που καταλαβαίνουν αυτό που κάνουμε και το αντίθετο. Δεν θα το έλεγα σκηνή αλλά περισσότερο μία κοινότητα μουσικών.”
“Το εντυπωσιακό είναι πως επειδή πλέον έχουν υπάρξει τόσο πολλές καλές μπάντες από Ελλάδα που έχουν πετύχει και εκτός συνόρων, πλέον κανείς δεν αντιμετωπίζει τα ελληνικά συγκροτήματα περίεργα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ειδικά στα Βαλκάνια σε πολλά μαγαζιά που παίζαμε, ακούγαμε τους DJs να παίζουν τραγούδια από ελληνικές μπάντες στις αλλαγές.” συμπληρώνει ο Στάμος.
Οι The Noise Figures θα είναι οι άτυποι headliners της πρώτης ημέρας του Defcon Fest 8, την Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου, στο An Club. Με αφορμή αυτό, τους ρωτάω να μας πουν τι θα μας παρουσιάσουν εκείνο το βράδυ και ο Γιώργος κλείνει τη συζήτηση:
“Στο Defcon απλά θα παίξουμε ό,τι έχουμε. Όλα τα κομμάτια των δύο κυκλοφοριών μας και όχι μόνο. Χαιρόμαστε που θα συμμετάσχουμε σε αυτό το festival και ειδικότερα από τη στιγμή που λαμβάνει χώρα στο An Club, ένα μέρος που έχει πάντα μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και ενέργεια στις συναυλίες και στο οποίο έχουμε να εμφανιστούμε περίπου τέσσερα χρόνια. Ευχαριστούμε πολύ το festival που μας φιλοξενεί. Πραγματικά.”
Κείμενο: Δημήτρης Κότσης
Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη
Περισσότερες λεπτομέρειες για το Defcon Fest μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ.