Kι αν έχουμε συνηθίσει στη θέαση του κλασικού εικονογραφημένου χαρακτήρα σε μορφή lonely guy απομονωμένου σε ένα δισκάδικο, χωμένου κάπου ανάμεσα στα μουσικά του χωράφια, η ταινία αυτή ξετυλίγει την παρωχημένη, εξιδανικευμένη αρρενωπότητα, από τη ματιά ενός πρωταγωνιστή ο οποίος ακροβατεί κάπου ανάμεσα στην επιτομή του κουλ, γοητευτικού αρσενικού και στην εμφάνιση του sad dude ο οποίος παλεύει να βρει το μυστικό που θα κάνει τις γυναίκες χαρούμενες μέσα απ΄τις αποτυχημένες ερωτικές του σχέσεις.
Η ρομαντική, δραματική κομεντί σε σκηνοθεσία του Stephen Frears, εμπνευσμένη απ’ το ομώνυμο μυθιστόρημα του Nick Hornby, θίγει με εύστοχο και ταυτόχρονα χιουμοριστικό τρόπο, συναισθηματικά ταμπού και στερεότυπα γύρω απ’ τη μυθοποίηση του ανδρισμού και το πως αυτός τοποθετείται στις σχέσεις με το αντίθετο φύλο, χτισμένη σε ένα νοσταλγικό σύμπαν όπου βρίσκουμε τον John Cusack στον ρόλο του Rob, έναν ιδιοκτήτη δισκάδικου που πουλά βινύλια, μαζί με δύο φίλους, επίσης προσωποποιήσεις της μίζερης, εργένικης ζωής, τον Dick και τον Barry να βιώνει έναν ακόμη σοβαρό χωρισμό προσπαθώντας να κατανοήσει τον πραγματικό εαυτό του μέσα στα ερωτικά του τερτίπια.
Μετά τον επίπονο χωρισμό του με την τελευταία του σχέση Laura, o ίδιος, αναζητώντας τις “top 5” προηγούμενες σχέσεις του, ανακαλύπτει με διαφορετικές εκφάνσεις τι έφταιξε κάθε φορά που ο συναισθηματικός δεσμός του δεν είχε την επιθυμητή κατάληξη για εκείνον και κατέληγε, είτε μαραζωμένος και dumped είτε μοναχικός και ανικανοποίητος. Η επιτυχής, άμεση αναδίπλωση της ιστορίας απ’ τον ίδιο σαν να μιλά με τον θεατή face to face, καθώς οι συναντήσεις με τις πρώην εκτυλίσσονται και τα γεγονότα προχωρούν, ο διαρκής αναπροσδιορισμός του εαυτού του μέσα απ’ τον εσωτερικό του μονόλογο και τις ανούσιες, lame συζητήσεις με τους ανθρώπους γύρω του, μας κάνουν κάποιες φόρες να θέλουμε να γελάσουμε ασταμάτητα και άλλες να επιθυμούμε να του χτυπήσουμε φιλικά το χέρι στην πλάτη, συμπονώντας τον στωικά για τις αποτυχίες του.
Κι όλο αυτό το κλίμα εσωτερικής ανασκόπησης, φυσικά χτίζεται κάπου ανάμεσα σε κλασικά pop ακούσματα του ιδίου, που οι φίλοι του τα θεωρούν νωχελικά και ξενέρωτα, καθώς και σε συζητήσεις εντός του δισκοπωλείου για μουσική και δίσκους όταν τα top 5 της ζωής συμπλέκονται με τα top 5 της μουσικής, μέσα από αναφορές σε Clash, Nirvana, Velvet Underground ή από την σκοπιά των Green Day όταν ο Dick με τις μουσικές του γνώσεις προσπαθεί να ρίξει μια κοπέλα και ο Barry με τον Rob του αποδίδουν τα εύσημα που επιτέλους κατόρθωσε να μιλήσει σε θηλυκό.
Και κάπως έτσι παρακολουθούμε τον Rob, απορρίπτοντας μία μία τις κορυφαίες πέντε κατακτήσεις του παρελθόντος που πλέον του μοιάζουν σαν ξεπερασμένες φαντασιώσεις του τέλειου, να συμπεραίνει ότι η Laura αντιπροσωπεύει την πιο αληθοφανή και ολοκληρωμένη του σχέση, μέσα στην οποία μπορεί τελικώς να προσδιορίσει το εγώ του, κι έχοντας πλέον ξαναδοκιμάσει να είναι μαζί βλέπουμε έναν Rob, να καταλήγει να γράφει ρομαντικές κασέτες για την κοπέλα του, θέλοντας να την κάνει ευτυχισμένη, αντί να προσπαθεί να αποφύγει τις ευθύνες μιας δέσμευσης.
Άκρως ψυχαγωγική, με βασικό της πυλώνα την κλασική κινηματογραφική αισθητική ταινιών της δεκαετίας του ’90 και περιστοιχισμένη από τις ανεκπλήρωτες αγάπες ενός μουσικόφιλου που παλεύει να εδραιωθεί επαγγελματικά και να επιβεβαιωθεί συναισθηματικά, μέσα απ’ τις προσωπικές του υπαρξιακές φιλοσοφίες, είναι μια ταινία που φαντάζει η ιδανική συντροφιά σε μοναχικές βραδιές έτσι ώστε να καταλήξουν αρκετά πιο διασκεδαστικές και ευχάριστες. Και γιατί όχι, σε πηγή έμπνευσης για να δημιουργηθεί η συνταγή της ιδανικής ερωτικής σχέσης, χωρίς αποτυχίες.
Τέλος, φέτος υπήρξε και ένα remake της ταινίας, σε σειρά, με σεναριογράφους τις Veronica West και Sarah Kucserka, προωθώντας τη γυναικεία οπτική με πρωταγωνίστρια τη Zoe Kravitz, που αξίζει επίσης την προσοχή σας.