Δε μπορώ να ξέρω πόσοι υπέθεταν ή πόσοι ήταν σίγουροι πως το live των Motorpsycho την Παρασκευή που μας πέρασε θα ήταν ένα από τα καλύτερα των τελευταίων χρόνων. Όπως και να έχει, υποψιασμένοι και μη, το τέλος μας βρήκε όλους με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο που μαρτυρούσε ικανοποίηση.
Ανταπόκριση: Βασίλης Μπέκας / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (περισσότερες εδώ)
Ας πάμε όμως στην αρχή και στους Dury Dava που άνοιξαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η εξερεύνηση τους στην 60s ψυχεδέλεια και το kraut rock έχει αποδώσει πλούσιους καρπούς καθώς προσεγγίζουν με σεβασμό αλλά και τσαμπουκά τις επιρροές τους. Οι ήχοι της ανατολικής Μεσογείου που εμπλουτίζουν τον ήχο τους, έχουν χωρέσει σε αυτόν με προσοχή και όχι με προχειρότητα όπως συνηθίζεται πλέον σε πολλά σχήματα που θέλουν να μπλέξουν το rock με την παράδοση. Οφείλω να ομολογήσω πως προτιμώ την live εκδοχή του υλικού τους σε σχέση με το πως αυτό αποτυπώθηκε στο ντεμπούτο τους πριν ένα χρόνο. Αν και τους έβλεπα πρώτη φορά σίγουρα θα επιδιώξω να τους ξαναδώ.
Με μια τριακονταετή πορεία πίσω τους οι Νορβηγοί Motorpsycho έχουν μια αξιοζήλευτη δισκογραφία που δύσκολα θα χωρούσε σε ένα διώρο σετ. Ωστόσο προσπάθησαν να έχουν σε αυτό κάτι για όλους (εντάξει μου έλειψε κάτι από το αγαπημένο “Trust Us”, αλλά δε με παίρνει να γκρινιάξω). Το live ξεκίνησε με το “Year Zero”, κομμάτι από το “Little Lucid Moments” του 2008 που ανέκαθεν θεωρούσα γέφυρα ανάμεσα στην indie περίοδο τους και την αντίστοιχη πιο 70’s prog rock που διανύουν ουσιαστικά μέχρι σήμερα. Το κομμάτι κλιμακώνεται αργά και σιγά σιγά αντιλαμβανόμαστε πως θα είναι κάπως πιο «βρώμικο» από ότι θα περιμέναμε. Ο Hans Magnus Ryan βρίσκεται μπροστά από δύο Orange ενισχυτές που αρχίζουν να peak-άρουν και να βγάζουν τρελό γκάζι. Ακούμε στη σειρά τα “In Every Dream House” από το προπέρσινο εκπληκτικό “The Tower” και το “Triggerman από το “Black Canvas / Black Hole” του 2008.
Λέμε καμιά φορά για για να παινέψουμε ολιγομελή σχήματα πως στα live τους ακούγονται σαν να βρίσκονται περισσότεροι μουσικοί στη σκηνή. Αυτό στην περίπτωση των Motorpsycho δεν ισχύει. Παίζουν 3 και ακούγονται σαν 3. Μόνο που αυτοί οι 3 μοιάζουν με γίγαντες που παράγουν μεγάλους όγκους από ντεσιμπέλ και παράλληλα εκτελούν με απόλυτη δεξιοτεχνία τις συνθέσεις τους, είτε αυτές είναι βγαλμένες από τα αγαπημένα τους ψυχεδελικά 70’s όπως το “On A Plate”, που το fuzz της κιθάρας θαρρούσες πως έλιωνε σιγά-σιγά το ηχείο του ενισχυτή, είτε επιστρέφουν στα 1996 για να παίξουν το βραδύκαυστο “Greener”, με πράσινο φως να λούζει τη σκηνή, είτε διασκευάζοντας τους Love και το “August”. Το τελευταίο σίγουρα λογίζεται στα highlight του live, που ακόμα δεν είχε φτάσει ούτε στα μισά του.
Ο Bent Sæther (μπάσο) προλογίζει το “The Tower”, το οποίο στη σειρά με το σαφέστατα πιο heavy “Starhammer” θα αποτελέσει μια άνω του 25λέπτου prog rock πανδαισία για τα «γλυκά βασανισμένα» από την ένταση αυτιά μας. Το Mountain και το Into the Sun δισκογραφικά έρχονται από το μακρινό 1993 και το ότι περιλαμβάνονται στο σετ τους εν έτει 2019 σε μια εποχή προ ίντερνετ ίσως και να αποτελούσε έκπληξη, αλλά στη σημερινή εποχή τέτοιες πληροφορίες φτάνουν εύκολα στα αυτιά των fans. Το πρώτο, βαρύ και ασήκωτο κάνει τη μπάντα να ακούγεται κάπου ανάμεσα στους Blue Cheer και τους Sabbath ενώ το δεύτερο στην πραγματικότητα έρχεται αρκετά ακόμα πιο πίσω από το 1993, καθώς είναι διασκευή σε Grand Funk Railroad από το ντεμπούτο τους (“On Time”, 1969). Retro και φουριόζικο με το wah της κιθάρας να ξεσηκώνει και το rhythm section να groove-αρει μανιασμένα. Εντωμεταξύ, ο ήχος έχει ανέβει ακόμα πιο πολύ, με τα αυτιά μου να βουίζουν ήδη και να σκέφτομαι για πόσες μέρες άραγε θα έχω αυτό το ενοχλητικό σφύριγμα. Βέβαια, για κανένα λόγο δεν σκέφτομαι να οπισθοχωρήσω…
Κάνουν πως φεύγουν με τον κόσμο να χειροκροτεί και να ζητά και άλλο. Επιστρέφουν! Άλλο που δεν θέλουν. Ένας καλός φίλος που τους πήρε συνέντευξη αυτές τις μέρες, μου μετέφερε πως αισθάνονται πολύ περιορισμένοι με τα δίωρα σετ που κάνουν και πως αν μπορούσαν θα έπαιζαν 5 ώρες. Παίζουν το “Psychotzar” από το φετινό τους πόνημα και ο κόσμος -ο οποίος, όπως ήταν αναμενόμενο με το ζόρι έφτασε τα 250-300 άτομα- το υποδέχεται με ενθουσιασμό. Το αποδίδουν εκπληκτικά με ήχο που κάνει τις διάφορες heavy rock μπαντούλες που βλέπουμε καμιά φορά να μοιάζουν πολύ φτωχές. Μετά από αυτή την εμφάνιση δε μου κάνει πια καμία εντύπωση το ότι το 2009 είχαν κάνει headline στο Roadburn, ούτε το πως ο Jacob Bannon των Converge σαν curator του ίδιου φεστιβάλ πέρυσι τους κάλεσε πάλι. Το live θα κλείσει με το “Walking On Water” (You Lied) μέσα από το “Angels and Daemons at Play” από την μάλλον αγαπημένη μου εποχή τους, οπότε είχα κάθε λόγο να είμαι περιχαρής. Τριγύρω μου βλέπω
πρόσωπα με το ίδιο ακριβώς χαμόγελο και οι περισσότερες κουβέντες ξεκινούν με το «τι live ήταν αυτό;». Είναι αλήθεια πως δεν έχουμε την ευκαιρία να βλέπουμε τέτοιες μπάντες συχνά. Όπως έγραψα πριν λίγες μέρες, οι Motorpsycho δεν ήταν, ούτε είναι μια ακόμα μπάντα. Live της χρονιάς; Μπορεί.