Συγχωρέστε μου την φιλοσοφική διάθεση, αλλά όταν το κύριο όνομά σου είναι οι θρυλικοί Mortuary Drape – για τους οποίους θα διαβάσετε παρακάτω από τον εκλεκτό συνάδελφο Ξιφαρά – η επιλογή του opening act δεν είναι καθόλου προφανής. Και δεν είναι μόνο το ύφος που θες να πιάσεις, πράγμα από μόνο του δύσκολο εν προκειμένω, είναι και η εμπειρία και η απόδοση, καθώς ρισκάρεις και τη μπάντα να θάψεις και τον κόσμο να ξενερώσεις.
Ανταπόκριση: Μανώλης Ροδοκανάκης, Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Καίτη Ντιριντάουα
Γι’ αυτό το λόγο η εμφάνιση των Slaughtered Priest το βράδυ του περασμένου Σαββάτου παίρνει άριστα 10 από όλες τις πλευρές και σαν επιλογή και σαν εμφάνιση. Το black thrash δεν είναι κανένα εύκολο είδος, και όμως οι έγχορδοι ήταν άψογοι, ο drummer είναι πλέον θρύλος στο χώρο, ενώ τα brutal του ψαρωτικού τραγουδιστή – και ταυτόχρονα μπασίστα – δεν έχασαν καθόλου σε όλο το set. Και μιλάμε για ένα set πραγματικά χωρίς ανάσα, χωρίς σχεδόν καθόλου κενά ανάμεσα στα κομμάτια, έτσι; Αλλά εδώ έρχεται η εμπειρία που λέγαμε πριν. Οι Slaughtered Priest δεν είναι χτεσινοί, και έτσι με σύμμαχο τον ήχο και μια λιτή, σοβαρή αλλά και απόλυτα πειστική σκηνική παρουσία, θα τους αδικούσαμε, αν λέγαμε ότι απλά «ζέσταναν τον κόσμο». Αν πούμε ότι έκαναν τον κόσμο κιμά, είμαστε πολύ πιο κοντά σε αυτό που συνέβη. – Μανώλης Ροδοκανάκης
Είχε περάσει λίγη ώρα, όταν οι καπνοί και το άρωμα του θυμιατού άρχισαν να κατακλύζουν το Temple. Οι δείκτες το ρολογιού έδειχναν λίγο μετά τις έντεκα, όταν άρχισαν να ξεπροβάλλουν στην σκηνή οι Ιταλοί cult θρύλοι του black metal, Mortuary Drape. Αυτή την φορά η ανίερη αποστολή τους ήταν βαριά, έπρεπε να αποδώσουν ολόκληρο και αυτούσιο, έστω σε αντίστοιχο επίπεδο, τον πρώτο τους δίσκο, την κυκλοφορία που τους έβαλε για τα καλά στον χάρτη της ακραίας και ζοφερής σκηνής, το “All the Witches Dance”.
Αρχικά, ακούσαμε το intro του δίσκου να βγαίνει προηχογραφημένο από τα ηχεία, οι μουσικοί έχουν ήδη εμφανιστεί στο ημίφως των κεριών και ο μόνος που έμενε, ήταν ο αρχιερέας, ο Walter Maini. Μόλις συνέβη και αυτό, ορμητικό σκοτάδι, αρχέγονο, βγαλμένο από τις πρώιμες και πιο ρομαντικές εποχές του black metal, ξεχύθηκε στο venue. Όπως στα θρίλερ, που οι σκιές ζωντανεύουν και κυριεύουν τους ανθρώπους, κάτι παρόμοιο έγινε και το Σάββατο.
Η ατμόσφαιρα του δίσκου – χωρίς την βοήθεια της τεχνολογίας μάλιστα, πλην ίσως κάποιων ελάχιστων εξαιρέσεων – όχι απλά αποδόθηκε πιστά, αλλά σε μεγάλο βαθμό ξεπέρασε το studio, καθώς είναι άλλο να ακούς τον δίσκο μόνος σου και άλλο μαζί με δυο τρεις εκατοντάδες κόσμου, που βρίσκονται στην ίδια διάθεση με εσένα.
Πέραν του Walter, που σε κάθε κομμάτι έδινε και την ψυχή του, εντυπωσιακός ήταν και ο μπασίστας της μπάντας, Simone Cappato, ο οποίος λειτουργούσε ως δεύτερος frontman επί σκηνής και από κοντά του φυσικά και ο Dario Chiereghin, παρότι δεν ήταν τόσο θεατρικός, είχε κάποια καθηλωτικά ξεσπάσματα. Αφού, λοιπόν, έχουμε ακούσει όλο τον δίσκο και δεν έχουμε καταλάβει πώς έχει περάσει η ώρα -εγώ θα ορκιζόμουν πως είχα παίξει περίπου ένα τέταρτο- κι αρχίζω να στεναχωριέμαι που τελείωσε αυτό το έπος του οποίου έγινα μάρτυρας, με μία διασκευή του “Nightmare be Thy Name”, των Mercyful Fate, ξεσηκώνουν για τα καλά ένα κοινό, το οποίο είχε προηγουμένως ξεσβερκιαστεί.
Βέβαια, τί setlist Mortuary Drape θα ήταν αυτή, αν δεν είχε μέσα τα “Mother”, “Zombie”, “Vengeance from Beyond”, το EP δηλαδή “Into the Drape”; Μην μπαίνετε στον κόπο, θα σας πω εγώ, θα ήταν σαν σου έπαιρναν δώρο τα Χριστούγεννα που ήσουν πέντε χρονών, τον Optimus Prime και το επόμενο πρωί να στον πέταγαν στα σκουπίδια. Ευτυχώς όμως, κάτι τέτοιο δεν ήταν στις προθέσεις των Ιταλών, αφού εκτός από ΟΛΟΚΛΗΡΟ το “All the Witches Dance”, ακούσαμε ΟΛΟΚΛΗΡΟ και το “Into the Drape”. Έτσι, μία βραδιά που θύμισε σε όλους μας γιατί το black metal έχει το φανατικότερο κοινό, γιατί είναι κάτι πολύ περισσότερο από μία μουσική για τους πιστούς του θαυμαστές, έκλεισε τόσο εμφατικά, όσο εντυπωσιακά ξεκίνησε.
Υγ: Δύο λόγια την διοργάνωση, που σε χαλεπούς καιρούς επιμένει να είναι ρομαντική, φέρνοντας ονόματα, τα οποία κατά κύριο λόγο ικανοποιούν το προσωπικό τους γούστο και τρέλα. Επόμενη στάση λοιπόν για την Bowel of Noise, αλλά και το Temple, οι Sinister στις 6/3, αλλά και οι Grá δεκαπέντε μέρες αργότερα. Μέχρι τότε… Wild and free, primordial – Γιώργος Ξιφαράς