Μπορεί με το πέρας του χρόνου να έχουμε καταφέρει να συμφιλιωθούμε με τη νεότητα που μαζί με αυτόν παρέρχεται, με τις ένδοξες στιγμές του ως ηγετική, εμβληματική φυσιογνωμία των Smiths, την γάργαρη νεανική φωνή του και την αεικίνητη σκηνική παρουσία του, που, κι αυτές με τη σειρά τους διαβαίνουν με ταχείς ρυθμούς, ωστόσο, αυτό το οποίο αρκετοί δυσκολευόμαστε να αποδεχθούμε, είναι η διαδοχική μετριότητα των κυκλοφοριών των τελευταίων χρόνων της solo πορείας, του αμφιλεγόμενου, 60χρονου πλέον Morrissey. Ακόμη και οι πιο πιστοί εκ των πιστών της «δοξαστικής» λατρείας που καλλιεργείτο στο παρελθόν γύρω από το πρόσωπό του, κάθε φορά που ξεστόμιζε στίχους που στόχευαν απευθείας στην καρδιά, όπως οι “To die by your side is such a heavenly way to die”, “I am human and I need to be loved, just like everybody else does” και “Last night I dreamt that somebody loved me, no hope, no harm, just another false alarm”, αδυνατούν πλέον να εντοπίσουν στις συνθέσεις του τα στοιχεία εκείνα που κάποτε διαμόρφωσαν και στιγμάτισαν την indie μουσική, χαρίζοντάς της μία θέση στην αιωνιότητα.
Παρ’ όλα αυτά, η νέα και 13η solo κυκλοφορία του Morrissey, I Am Not A Dog On A Chain, καθίσταται η πιο ενδιαφέρουσα και καλοδουλεμένη που μας έχει προσφέρει εδώ και αρκετά χρόνια. Πρόκειται για ένα album το οποίο διαθέτει τις σύντομες μεν, αλλά αξιοσημείωτες στιγμές του, ακόμη κι αν αυτές τελικά μοιάζουν να αλλοιώνονται μέσα στον πειραματικό χαρακτήρα των εξορμήσεών του. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δηλώνει με εξομολογητική διάθεση πως σε ατομικό επίπεδο δεν είναι «ένας σκύλος σε μία αλυσίδα», τόσο οι πρόσφατες, άξιες κατακραυγής δηλώσεις του, αλλά και το περιεχόμενο των στίχων του δίσκου, που διόλου θυμίζει τους συναισθηματικούς στίχους που αναδείχθηκαν σε «ύμνους» κατά την περίοδο των Smiths, έχουν βαλθεί να αποδείξουν το αντίθετο.
Οι συνεχιζόμενες, αμείλικτες και ανησυχητικές εκρήξεις του που συνοδεύουν τις βαθιά ριζωμένες και ρατσιστικές πολιτικές πεποιθήσεις του, έρχονται να θέσουν το εξής ερώτημα: Πρέπει οι οπαδοί του να διαχωρίσουν τον άνθρωπο ως συλλογικό και πολιτικοποιημένο ον, από τον άνθρωπο ως καλλιτέχνη και δημιουργό; Η καλλιτεχνική ταυτότητα οφείλει, ή όχι τελικά να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις απόψεις ενός θρυλικού frontam, που συνεχίζει να ασκεί επιρροή τόσο ως μουσικός, αλλά και ως δημόσιο πρόσωπο προς την κοινή γνώμη;
Κι ενώ ο ίδιος θα μπορούσε με τη νέα του κυκλοφορία να αποζητήσει δειλά την εξιλέωση και να απομακρυνθεί από τα δεσμά των απόψεών του εκείνων, που θέλουν «την Αγγλία για τους Άγγλους», οι στίχοι του επιμένουν να αποκόβονται από τον πρώιμο ρομαντισμό που κατάφερνε να περιτυλίγει διακριτικά και «συγχωρετικά» τις -ανέκαθεν- προκλητικές δηλώσεις του, αναφερόμενοι στη θυματοποίηση και τη διάχυτη δυσαρέσκειά του προς την κοινωνία η οποία «προσωποποιεί» την αλληγορία της αλυσίδας, όπως αυτή αναφέρεται στον τίτλο αλλά και το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου.
Οι θερμοί indie-pop ρυθμοί του, ξεκινούν με το “drum ‘n’ bass” κομμάτι “Jim Jim Falls” και την παρουσία ηλεκτρονικών στοιχείων, αποθαρρύνοντας στιχουργικά τον άνθρωπο από το να διαμαρτύρεται για την… αυτοκτονία στην οποία σκέφτεται να καταφύγει: “get over yourself”. Το single “Bobby, Don’t You Think They Know”, έχει στο επίκεντρό του τη χρήση ναρκωτικών, πατώντας σε ένα εκρηκτικό crescendo με την παρουσία σαξοφώνου.
Στα μέσα περίπου του album, συναντάμε την πιο smooth εκδοχή των πειραματικών φιλοδοξιών του Morrissey, στο track “Knockabout World”. Πρόκειται για ένα upbeat, bouncy pop κομμάτι με αξιοσημείωτες κιθάρες και synths, ενώ φαίνεται πως οι ενδιαφέρουσες στιγμές της δουλειάς του, περιορίζονται στο συναισθηματικό ‘”When I Saw The River Clean”, αλλά και το μελαγχολικό “’What Kind Of People Live In These Houses?”, το οποίο καταπιάνεται από τον σύγχρονο τρόπο ζωής των οικογενειών του δυτικού κόσμου.
Στον αντίποδα, στο ανιαρό κομμάτι “Darling, I Hug the Pillow”, οι τρομπέτες ηχούν «αδέσποτες», ενώ το “The Secret of Music”, προσφέρει μία ακόμη, θα τολμούσα να πω αδιάφορη, έως και περιττή πειραματική στιγμή, που εν κατακλείδι απέχει αρκετά από τη γενικότερη επιτυχημένη απόπειρα αυτής της κυκλοφορίας του να ανασύρει μελωδικά τη νοσταλγία του παρελθόντος των Smiths, αλλά και των πρώιμων βημάτων της προσωπικής καριέρας του.