Το πρώτο solo album για τον frontman των The National, δεν είναι κάτι περισσότερο από μία ήρεμη, μουσική εκδοχή κοινωνικής δυσαρέσκειας που λειτουργεί ως ένα μήνυμα ενσυναίσθησης. Θεματικά, βρίσκει έδαφος στις επικοινωνιακές συμπεριφορές, στις ερωτικές σχέσεις και σε προσωπικές –ή και όχι- ιστορίες.
Ο μουσικά ήπιος και τεχνικά καλαίσθητος, “All For Nothing” δίσκος, ηχογραφήθηκε μέσα σε 14 ημέρες, καθώς το «μάταιο», η «ματαιοδοξία», η «εμπάθεια» και η δημιουργική έκφραση, συγκρούονται ή συγχέονται, σε αργόσυρτους, αλλά laid-back τόνους, downbeat tempos και λιτά φωνητικά…
“Baby, I’m gonna be fine, when I figure out where I’m going”. Το “One More Second”, ενώ ζητάει χρόνο, κέρδισε άξια, ευθύς αμέσως την προσοχή μου. Από τα πιο άρτια ερωτοτράγουδα των τελευταίων χρόνων, βρίσκει φλέβα, χωρίς σαλιαρίσματα και υπεκφυγές. Το κυλιόμενο πιανάκι ταράζει το μελωδικό σύνολο των Matt Sheehy και Harrison Whitford, όταν οι φωνητικές αρμονίες διατηρούν την αγνή, γνήσια ποιότητά τους. Στα αγαπημένα κατατάσσω και το τραχύ, κάπως πιο άγριο “Loved So Little”, για τον ατμοσφαιρικό ήχο του που κάνει τα πράγματα να φαίνονται πως κινούνται, για το hammond, την τρομπέτα και την κρυφή βοήθεια του Booker T. Jones, όπως και της Gail Ann Dorsey (γνωστή για το μπάσο και τα συνοδευτικά φωνητικά στο συγκρότημα του David Bowie). Όπου βιολί, συναντάμε τον Andrew Bird, όπου φυσαρμόνικα τον Mickey Raphael. Στα πιο ενδεικτικά, προκλητικά κομμάτια του δίσκου, παραθέτω τα “Distant Axis” και το ομώνυμο “Serpentine Prison” που ολοκληρώνει την ακρόαση.
Με ύφος εναλλακτικής pop, αρκετά μελαγχολικό για indie, ρίχνει φως στις εγκαταλελειμμένες μπαλάντες, που συλλέγουν την ομορφιά τους καθώς αναπτύσσονται. Εικονογραφεί μία σοβαρή έτσι, προσγειωμένη, νηφάλια “rock about s*** dealing with”, country flavored προσέγγιση.