Ώρα: η γνωστή – Μέρος: το γνωστό- Φάση: post!
Η αλήθεια είναι οτι καμία από τις δύο μπάντες που παίξανε εκείνη τη βραδιά στο An Club δεν τη λες καθαρή post, και σίγουρα υπάρχουν κι άλλα “γνωστά μέρη” και “γνωστές ώρες” [?], αααλλά για χάρη του κειμένου προτίμησα το ξεκαθάρισμα να το κάνω μία παράγραφο παρακάτω. Κι αφού τελειώσαμε με τα disclaimers, βουρ στο ψητό!
Ανταπόκριση: Ειρήνη Παππά / Φωτογραφίες: Χάρης Παππάς
Misuse
Οι Misuse ήταν το opening act της βραδιάς. Μια από τις πιο γνωστές θα έλεγα ελληνικές μπάντες του είδους, τα παιδιά κινούνται στο ευρύτερο instrumental post φάσμα, με περισσότερα experimental-progressive-ηλεκτρονικά στοιχεία. Πολλά πετάλια, πολλά πλήκτρα, πολλά εφέ, και πολλή προσοχή/αφοσίωση στη λεπτομέρεια. Ο ήχος τους μου έβγαλε κάτι πολύ προσωπικό, πράγμα μόνο καλό. Τα κομμάτια τους μου άρεσαν και γρήγορα δημιούργησαν μια μεθυστική-μελαγχολική ατμόσφαιρα στο μαγαζί, παρόλο που υπήρχαν και στιγμές που δε με ενθουσίασαν τόσο. Όσο προχώραγε το πρόγραμμά τους με κέρδιζαν περισσότερο όμως, με αποκορύφωμα στο τελευταίο και “παρανοϊκό”, “Dear Hunter”. Well played, sirs. Θεωρώ λοιπόν οτι έφτασε ο καιρός να τους ερευνήσω περισσότερο, οπότε και στο επόμενο live τους θα είμαι πιο προετοιμασμένη. Το συνιστώ και σε εσάς, αν δεν το έχετε ήδη κάνει.
Maserati
Η σειρά για τους Maserati έφτασε. Οι headliners της βραδιάς διαφέρουν μουσικά αρκετά από την μπάντα που προηγήθηκε, καθώς οι ρυθμοί τους είναι πιο γρήγοροι, πιο “παιχνιδιάρικοι” ίσως. Η ατμόσφαιρα γίνεται πιο ‘χορευτική’ και ο, σχετικά λίγος, κόσμος μαζεύεται πιο κοντά στη σκηνή. Το κέφι δεν άργησε να ανάψει, και το κοινό κάθε φορά που αναγνώριζε τα κομμάτια φρόντιζε να ενημερώσει την μπάντα οτι περνάει καλά. Για μένα αυτός που έκλεψε την παράσταση ήταν ο drummer, τίγκα δυναμικός και παθιασμένος, τόσο στο παίξιμό του όσο και στο συνολικό performance του.
Σε κάποια φάση του σετ τους, drum and bass κατέβηκαν απ’ τη σκηνή κι έδωσαν χρόνο στις κιθάρες να κάνουν το κομμάτι τους. Η αλήθεια είναι οτι θα μου κινούσε περισσότερο το ενδιαφέρον αν αντιστρέφονταν οι ρόλοι, και έμεναν πάνω στη σκηνή μόνο drums και μπάσο, αλλά σίγουρα το αποτέλεσμα δεν χάλασε κανέναν, όπως και να ‘χει. Τελευταίο κομμάτι του κανονικού σετ τους ήταν το “Pyramid of the Sun” το οποίο και εξίταρε τα πλήθη, ενώ τα δύο επόμενα κομμάτια του encore ήταν και το κερασάκι στην τούρτα. Εγώ μπορεί να μην ανήκα στα άτομα που ίδρωσαν εκείνη τη μέρα στο μαγαζί, το κοινό όμως που παραβρέθηκε στο live εκτίμησε δεόντως την παρουσία και των δύο συγκροτημάτων, και τα σχόλια και οι εντυπώσεις ήταν ως επί το πλείστον θετικά. Αυτό μου άρεσε πολύ, κρίνοντας και από τον αριθμό του κόσμου που όντως ήταν στο live. Όσοι πήγαν, το χάρηκαν, και αυτό έχει σημασία.