Ακόμη μια φορά στο six d.o.g.s, που κοντεύω να κάνω στέκι παρευρισκόμενος εκεί κάθε εβδομάδα, καθώς συνεχίζει να φιλοξενεί αγαπημένους καλλιτέχνες και είναι φιλικός χώρος προς άτομα με κινητικά προβλήματα, που δυστυχώς ακόμη και στις ημέρες μας είναι κάτι το οποίο δεν έχει γίνει αυτονόητο. Αυτή τη φορά για το δίδυμο των Θεόδωρου Φοινίδη και Μάρβας Βούλγαρη, γνωστών ως Marva von Theo, για πρώτη φορά μετά την προ ενάμιση έτους κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ τους “Afterglow” με τη μορφή πλήρους μπάντας, συνοδευόμενοι από rhythm section αποτελούμενο από τους Βαγγέλη Τσιμπλάκη στα ντραμς και Γιώργο Γαζή στο μπάσο.
Ανταπόκριση: Σταύρος Γαρεδάκης / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (πλήρες photo report εδώ)
Πριν όμως ξεκινήσει η εμφάνιση των Marva von Theo, ήταν ώρα να λυθεί και η απορία σε τι αποσκοπούσε η παρουσία μίας κονσόλας που έμοιαζε βγαλμένη από το στούντιο του Richard D. James καταμεσής του χώρου του κοινού. Ήταν ο (ψηφιακός και αναλογικός, αν κρίνω από τον αριθμό καλωδίων) μουσικός εξοπλισμός του καλεσμένου από το δίδυμο να ανοίξει τη συναυλία, Ghone. Κι αν οι ambient/drone αυτοσχεδιασμοί του Ghone είναι ίσως πολύ εκλεκτικοί για τα απαίδευτα στο ιδίωμα αυτιά μου, έδεναν τόσο οργανικά με τα προβαλλόμενα visuals, που ακόμη αναρωτιέμαι αν ήταν pre-rendered ή κι αυτά δημιουργούνταν σε πραγματικό χρόνο με τις όποιες software αλχημείες του καλλιτέχνη. Ίσως επειδή ήταν και το τριήμερο του Halloween, εμένα τουλάχιστον ο συνδυασμός με βύθισε σε έναν κόσμο που μου θύμισε το “Under the Skin” και τα ανατριχιαστικά ηχοτοπία που είχε δημιουργήσει ο Mica Levi για το φιλμ.
Γύρω στις 10 ήρθε η ώρα να συγκεντρωθεί η προσοχή του κοινού στη σκηνή, καθώς ανέβηκε η τετράδα που απάρτιζε το σχήμα των Marva von Theo για τη βραδιά, για να ξεκινήσουν με το “Fame and Gold” από το πρώτο τους άλμπουμ, εκμυστηρευόμενοι πως λόγω συγκυριών γύρω από τις κυκλοφορίες των άλμπουμ τους, την πρώτη φορά το νεοσύστατο του ντουέτου και τη δεύτερη οι συνθήκες της πανδημίας, η συναυλία αυτή είχε άτυπο ρόλο παρουσίασης του συνόλου του έργου τους με πλήρη μπάντα στο κοινό για πρώτη φορά.

Έτσι και έγινε, το setlist μοιράστηκε εξίσου μεταξύ των “Dream Within A Dream” και “Afterglow”, με το περιορισμένο καθ’ εμέ, κρίνοντας από την ευρεία απήχηση που περιμένω να έχει η μουσική των Marva von Theo, κοινό, το οποίο όμως αντιμετώπισε εξίσου θερμά και με ενθουσιασμό τα κομμάτια και των δύο άλμπουμ, από τα πιο εσωστρεφή και ατμοσφαιρικά, (“Older”) ή δραματικά (“Embrace this Madness”) μέχρι highlights σαν τα “Love”, “Dissolve” και το αγαπημένο μου “Ruins”, που πιστεύω δεν μπορεί να αφήσει αυτί ασυγκίνητο και κορμί ακίνητο με το έρπον beat του, αλλά και τα χορευτικά electro κομμάτια που ακούγονται προορισμένα να κατακτήσουν club (“Secret Lover”, “Somewhere Safe”), με την Marva να κλέβει την παράσταση καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφάνισής τους, ερμηνεύοντάς τα με όλο της το κορμί, χορεύοντας σε όλο το πλάτος της σκηνής, είτε με το keytar της ανά χείρας είτε δίχως αυτό.
Δυστυχώς όμως δεν γίνεται ποτέ να είναι όλα στην εντέλεια, και παρ’ όλο που σε γενικές γραμμές ο ήχος ήταν εξαιρετικός, νομίζω πως κάποιες στιγμές, ειδικότερα στα πιο δυναμικά κομμάτια, ακουγόταν σαν τα ντραμς να αντιπάλευαν τα φωνητικά, παρ’ όλη την εντυπωσιακή δύναμη της φωνής της Marva, ίσως και επειδή κινείται σε μεγάλο εύρος εντάσεων η ερμηνεία της. Μπορεί και να ήμουν εγώ, επειδή δεν είχα συνηθίσει να ακούω τη μουσική τους με τέτοια ενορχήστρωση, αν και συχνότερα ήταν ευπρόσδεκτη η φρέσκια προοπτική ή και απρόσμενα ευχάριστη, όπως για παράδειγμα στο “Perfect Sync” που με το rhythm section να οργώνει, μπορεί επίσης επηρεασμένος από το Halloween, μου ακούστηκε σαν electro εκδοχή των Cramps.

Αφού για προτελευταίο κομμάτι με την προτροπή του κοινού επανέλαβαν το “Fame and Gold” που είχε ανοίξει το set τους κι επειδή, παρά την επίμονη παρότρυνση μας, δεν υπήρχε το χρονικό περιθώριο να συνεχίσουν, είχε έρθει η ώρα να κλείσει η βραδιά, και μπάντα και κοινό να ανανεώσουμε το ραντεβού για την επόμενη φορά.