Ο Marilyn Manson κυκλοφόρησε το τελευταίο του άλμπουμ, “We Are Chaos”, το 2020, υπό την ετικέτα της Loma Vista Recordings, με την οποία συνεργάστηκε και στο προηγούμενο άλμπουμ του, “Heaven Upside Down”. Ωστόσο, το 2021 ήρθε αντιμέτωπος με σοβαρές κατηγορίες για κακοποίηση, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη διακοπή της συνεργασίας του με την εταιρεία και μια τετραετή παύση από τη μουσική σκηνή. Η περίοδος αυτή υπήρξε καθοριστική για τον ίδιο, καθώς περιλάμβανε έντονες προσωπικές και νομικές προκλήσεις.
Πλέον, με το νέο του άλμπουμ, “One Assassination Under God – Chapter 1”, εγκαινιάζει μια νέα εποχή, αυτή τη φορά υπό την αιγίδα της Nuclear Blast Records. Το 12ο κατά σειρά έργο του, είναι μια δυναμική μίξη industrial rock, metal και gothic ήχων, με την παραγωγή να υπογράφεται από τον Tyler Bates, ο οποίος διαδραματίζει καίριο ρόλο στη δημιουργική κατεύθυνση του δίσκου. Στη συγκεκριμένη κριτική, η προσοχή στρέφεται αποκλειστικά στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα αυτής της επανεμφάνισής του, μετά από χρόνια αποχής.
Η επιστροφή του Manson στο προσκήνιο αποτυπώνεται έντονα, με δόσεις διστακτικότητας, στις πρόσφατες ζωντανές εμφανίσεις του. Στις 3 Αυγούστου 2024, παρουσίασε για πρώτη φορά ζωντανά νέο υλικό στο Fillmore του Silver Spring, Maryland, με μια αίσθηση επιφυλακτικότητας, που αποκαλύπτει την προσπάθειά του να επανασυνδεθεί με το κοινό και να αποκαταστήσει τη σχέση εμπιστοσύνης. Η φωνή του τραβά αμέσως την προσοχή, φανερώνοντας σημαντική δουλειά σε τεχνικό επίπεδο. Αυτή η εξέλιξη στη φωνητική του απόδοση αντανακλάται και στις ηχογραφήσεις του άλμπουμ, με κομμάτια όπως το “Sacrilegious” και το “Raise the Red Flag” να ξεχωρίζουν για την ένταση και το βάθος τους.
Αυτό το πιο ώριμο καλλιτεχνικό προφίλ του δείχνει ότι έχει ανασυντάξει τις δυνάμεις του, προσπαθώντας να αφήσει πίσω του την ταραχώδη περίοδο.
Το “One Assassination Under God – Chapter 1” περιλαμβάνει εννέα (9) κομμάτια, αποτελώντας ένα μουσικό ταξίδι που ισορροπεί ανάμεσα στη γνώριμη goth αισθητική και σε πιο σύγχρονες παραγωγικές προσεγγίσεις. Η προσοχή στη λεπτομέρεια είναι εμφανής, καθώς οι ενορχηστρώσεις παντρεύουν ηλεκτρονικά και αναλογικά στοιχεία με δεξιοτεχνία. Η φωνή του Manson βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, με την παραγωγή να αναδεικνύει κάθε πτυχή της ερμηνείας του, ενώ οι εναλλαγές στις δυναμικές κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον.
Για μένα, δύο κομμάτια ξεχωρίζουν ήδη ως αγαπημένα: το εναρκτήριο “One Assassination Under God – Chapter 1” και το “No Funeral Without Applause”.
Το πρώτο κομμάτι ανοίγει τον δίσκο με μια βαριά, επαναλαμβανόμενη κιθαριστική γραμμή, η οποία δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Η φωνή του Manson, εναλλάσσεται από ωμά – σχεδόν τραχιά – περάσματα, σε μελωδικές αποδόσεις, αποδεικνύοντας την τεχνική του ευελιξία. Τα τύμπανα κυριαρχούν στον ρυθμό, γεμίζοντας τον χώρο με δύναμη και ακρίβεια.
Από την άλλη, το “No Funeral Without Applause” μαγνητίζει με τον ηλεκτρονικό, σκοτεινό του ήχο. Τα synthesizers δημιουργούν έναν ψυχρό και μυστηριώδη τόνο, ενώ οι αλλαγές στη δυναμική και τα layers των φωνητικών ενισχύουν το βάθος και την ένταση. Σε αυτό το κομμάτι, η παραγωγή είναι άψογα ισχυρή, με κάθε στοιχείο να έχει τον χώρο του στη μίξη, επιτρέποντας στην πολυπλοκότητα της σύνθεσης να αναδειχθεί, χωρίς να χάνεται η σαφήνεια του ήχου.
Ο Tyler Bates, ο οποίος υπογράφει την παραγωγή – και σημειώνεται πως η συνεργασία τους έχει επαναληφθεί και στο παρελθόν, με τα άλμπουμ The Pale Emperor (2015) και Heaven Upside Down (2017) – καταφέρνει να δώσει νέο αέρα στις συνθέσεις, συνδυάζοντας τον κλασικό δυναμισμό του Manson με μια πιο φρέσκια, τεχνικά εξελιγμένη προσέγγιση. Σε κομμάτια όπως το “Sacrilegious”, οι βαριές κιθάρες συνδυάζονται με βαθιά συνθετικά εφέ και φωνητικά, που ηχούν πιο πολυεπίπεδα από ποτέ. Επιπλέον, το “Death Is Not A Costume” ξεχωρίζει για την αντίθεση ανάμεσα στη μελωδικότητα και τις πιο «ωμές» στιγμές του, αποκαλύπτοντας έναν Manson πιο εκφραστικό από ποτέ.
Στιχουργικά, το άλμπουμ είναι μια στοχαστική εξερεύνηση θεμάτων που αντικατοπτρίζουν τον σύγχρονο κόσμο. Τραγούδια όπως το “As Sick as the Secrets Within” θίγουν την αλλοίωση της ταυτότητας που φέρνουν τα κοινωνικά μέσα, θέτοντας το ερώτημα: πόση αλήθεια επιβιώνει σε έναν κόσμο γεμάτο μάσκες;
Ένα άλλο επαναλαμβανόμενο θέμα είναι η προσπάθεια επανεκκίνησης και αυτοεξιλέωσης. Στίχοι όπως αυτοί στο “Raise the Red Flag” αγγίζουν τις εσωτερικές μάχες για αλλαγή και λύτρωση, ενώ το “Death Is Not a Costume” φέρει μια σχεδόν μοιρολατρική ματιά, για το τι σημαίνει να αντιμετωπίζεις τις συνέπειες των πράξεών σου και του παρελθόντος σου.
Η ερμηνεία του Manson σε αυτόν τον δίσκο παρουσιάζεται πιο εστιασμένη και ώριμη από ποτέ. Σε αντίθεση με προηγούμενες δουλειές, όπου τα φωνητικά συχνά παραμορφώνονταν για να ενισχύσουν μια χαοτική αίσθηση, εδώ προσεγγίζει το υλικό του με καθαρότητα και ακρίβεια. Αυτή η επιλογή όχι μόνο αναδεικνύει το συναισθηματικό βάθος των στίχων, αλλά δίνει και μια διαφορετική χροιά στην ερμηνεία του, που συνδέεται με τον πιο ώριμο και προσεγμένο ήχο του άλμπουμ.
Αυτό το άλμπουμ απαιτεί προσοχή και χρόνο. Με κάθε ακρόαση, ξεδιπλώνονται νέες πτυχές, είτε στις συνθέσεις είτε στην παραγωγή. Είναι ένα έργο που σε προκαλεί να εστιάσεις προσεκτικά, γιατί όσο περισσότερο το κάνεις, τόσο πιο βαθιά θα σε σοκάρει η πολυπλοκότητά του.
Παρά τις προκλήσεις και την αμφιλεγόμενη φήμη του, η μουσική του Manson παραμένει η καρδιά της δημιουργίας του. Με αυτόν τον δίσκο, αποδεικνύει γιατί συνεχίζει να αποτελεί μια σημαντική καλλιτεχνική παρουσία. Οι συνθέσεις του είναι δυναμικές, οι στίχοι πιο ώριμοι και βαθιοί, ενώ η φωνητική του ερμηνεία είναι πιο συγκροτημένη από ποτέ. Παρά τις αντιφάσεις και τις προσωπικές του μάχες, αυτός ο δίσκος είναι κάτι που με χαρά θα διατηρήσω στην playlist μου. Εύχομαι, με όλη την εκτίμηση που έχω για τη μουσική του, να βρει τη θέση που του αξίζει, και να συνεχίσει να γράφει τη δική του ιστορία, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για εκείνον.