Η ημέρα της πρώτης Κυριακής του Απρίλη ξημέρωσε με έναν πόθο να αναζωπυρώνεται, ένα ραντεβού, του οποίου η καθυστέρηση κατάφερε να δυναμώσει τους δεσμούς μας με τη μοναδικότητα των ανθρώπων πίσω από τις μελωδικά μελαγχολικές συνθέσεις των Madrugada, ενισχύοντάς τους με την ελπίδα πως κάποτε η συνάντηση αυτή θα συμβεί με όσο το δυνατόν μαγικότερο τρόπο. Ένα ηχόχρωμα, του οποίου το άκουσμα έφθασε μέχρι τα έγκατα την ψυχής μας, επηρέασε τους πάντες στο πέρασμα του, συνοδευόμενο με μελωδίες, που στοίχειωσαν δυο δεκαετίες, μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων, που βρέθηκε εκτεθειμένη, στο έλεος μια μεταβατικής μουσικής περιόδου. Με αφορμή τα εικοστά γενέθλια του “Industrial Silence”, αλλά και τη νοσταλγική απόχρωση, που χρωμάτισε το συναισθηματισμό τους, ο Sivert Hoyem και οι παλιοί κάλοι φίλοι του κατέληξαν πως η επανασύνδεση έστω και αν αυτή διαρκέσει ελάχιστα, αποτελεί μονόδρομη επιλογή.
Ανταπόκριση: Έφη Καραμουσάλη / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης (περισσότερες εδώ)
Ο δείκτης του ρολογιού έδειχνε 19:00 όταν βρέθηκα στο χώρο του κλειστού γηπέδου Tae Kwon Do, με την ανταπόκριση του κόσμου να φαντάζει προβλέψιμα μεγάλη, ικανή να “απειλήσει” μια κοντινή θέση στο stage. Η διαδικασία εισόδου αρκετά συνοπτική, δίχως να δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα συνωστισμού, κατάφερα να περάσω ανάμεσα ανάμεσα από τους ανυπόμονους θαυμαστές, χωρίς να γίνω αντιληπτή, εξασφαλίζοντας, φυσικά, μια θέση στα “κάγκελα”. Η αναμονή μέχρι να εμφανιστεί το opening act on stage, θα μπορούσα να αναφέρω εύλογα, πως πέρασε ευχάριστα, καθώς ο κοινός πόθος να αντικρίσουμε μια από τις πιο επιδραστικές μπάντες των τελευταίων 20 ετών, οδήγησε σε μια ανεξήγητη οικειότητα μεταξύ μας. Η ώρα ήταν 20:30, όταν η μπάντα του Luke Elliot ανέλαβε τον ρόλο της προθέρμανσης του κοινού, παίζοντας ένα μικρο intro. Ελάχιστα λεπτά αργότερα θα εμφανιστεί στη σκηνή ο ίδιος ο Elliot, με μια επιβλητική σκηνική παρουσία, όπου αρκετές φόρες έδειχνε αρκετά επιτηδευμένη για λόγους δυσνόητους. Ακούσματα με έντονες country, blues και σκοτεινές soul επιδράσεις στην απόδοση των ήχων τους, γέμισαν το set, ωστόσο δεν κατάφεραν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον στον βαθμό, που επιζητούσε ο ίδιος ο lead, προσεγγίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια διαφοροποιημένη αίσθηση, που παραπέμπει σε αυτή της σοβαροφανούς intellactual μουσικής δημιουργίας. Εξαιρετικά solo του μικροκαμωμένου κιθαρίστα, ο οποίος έκλεψε λίγο παραπάνω τις εντυπώσεις διατηρώντας, ωστόσο, ήπιους τόνους. Ο Αμερικάνος μουσικοσυνθέτης πήρε αρκετές φόρες είτε τη θέση του στο πιάνο είτε όρθιος με το attitude του μαέστρου, ελέγχοντας τις τονικές ανισορροπίες, που δεν παρατηρήθηκαν, αλλά θα μπορούσαν να υπάρχουν. Αξίζει να αναφερθεί η ωριμότητα ως προς την σύνθεση, χαρίζοντας μας ιδιαίτερες εσωστρεφή στιγμές, οι οποίες διήρκησαν περίπου μίση ώρα.
Η αποχώρηση του Luke Elliot πραγματοποιήθηκε αφού ευχαρίστησε, συστήνοντας τα μέλη της μπάντας του.
O χρόνος κυλά αδιάκοπα, ανεξέλεγκτα χωρίς καμιά τριβή, επάνω σε λείες πνευματικές επιφάνειες που θα αποτελέσουν το σημείο αναφοράς για μια πορεία, προκαθορισμένη. Μουσική επιβλητικότητα με τις συνθέσεις να αρνούνται να προσδώσουν τον χαρακτήρα τους, εκείνον τον χαρακτήρα που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια του industrial silence, που προσέγγισε την έννοια του μελαγχολικού στοιχείου με τον ουσιαστικότερο τρόπο, δίχως να αφήνει χώρο σε αμφιβολίες, για το εάν η ρηχότητα μπορεί να διακριθεί ως χαρακτηριστικό του. Μια ψυχική οδύνη, που επιζητά μανιωδώς έλεος από τα ξεγυμνωμένα χεριά ατόμων, που δεν πληγώθηκαν πληγώνοντας τους εαυτούς μας. Πριν πολλά χρόνια, φανταστήκαμε, ονειρευτήκαμε, οραματιστήκαμε μια συνάντηση, η οποία θα αποτελούσε ανοιχτή εγκυκλοπαίδεια, καθώς θα έδινε απαντήσεις σε όλα αυτά που ταλανίζουν το νου λίγο πριν κοιμηθεί, ένα όραμα που πραγματοποιήθηκε με τον Sivert Hoyem παρέα με τους φίλους του να αποτελούν την απόλυτα εξελιγμένη συνύπαρξη. Σχέσεις, που μαράθηκαν με την απώλεια, άλλα κατάφεραν να ανθίσουν ξανά με το αίσθημα τις επανασύνδεσης και της νοσταλγικής απόγνωσης, που ύπουλα σου κατασπαράζει τον ψυχική σου ηρεμία. Οι Madrugada, λοιπόν, πήραν σάρκα και οστά, αντικριστά, λίγα μετρά μακρυά μας.
Ενώ τα φώτα χαμηλώνουν, οι κραυγές μας πλημμυρίζουν ολόκληρο το στάδιο, καθώς προβάλουν από τη σκηνή, οι εξαιρετικά επιδραστικές υπάρξεις, που όρισαν και καθόρισαν τις δικές μας. Η ώρα 21:45 και οι πρώτες νότες του “Vocal” ορμητικά διαπερνούν το δέρμα μας με την δυναμική τους. Άκρως συναισθηματικά φορτισμένος, ο Sivert Hoyem δεν έχανε ευκαιρία να μας ευχαριστεί για αυτό που αντίκριζε, για την αγάπη μας, την οποία ένα ολόκληρο στάδιο δεν ήταν αρκετό να χωρέσει. Η συνεχεία θα επιφύλασσε τα “Belladonna” και “Higher” με τον πλέον ιδρωμένο frontman να μεταδίδει αδιαμφισβήτητα την απόλυτη live εμπειρία, που έστω μια φορά στη ζωή σου πρέπει να βιώσεις. Η στιγμή του “Sirens” θα καθηλώσει, με τις σκοτεινές εκφάνσεις που μπορεί να λάβει η μουσική να γοητεύουν. Ο Hoyem, το ντέφι του και το μπάσο θα συντονίσουν, δίχως να ειπωθεί η οποιαδήποτε καθοδήγηση, με το ρυθμικό χειροκρότημα να κυριεύει την ατμοσφαιρική συνύπαρξη της μπάντας. Η στιγμή αρκετών από εμάς ίσως έφθασε στα πρώτα αριστοτεχνικά ξεσπάσματα των μουσικών, που εκκένωσαν το εσωτερικό μας από οτιδήποτε σκοτεινό, ικανό να εμποδίσει την εισχώρηση μιας ρομαντικά πνευματικής οντότητας. Ένα κομμάτι, που αποτέλεσε την πρώτη μου μουσική γεύση από την μπάντα, ολοκληρώνοντας εκείνο το βράδυ μια πνευματική διαδικασία που είχα ξεκινήσει πριν πολλά χρονιά. Η λάμψη θα επέλθει με το “Shine” και με “Quite emotional”, μετουσιώνοντας το θόρυβο του σκότους σε μια εξαιρετικά γαλήνια φωτεινή μουσική συνουσία, ρομαντικές στιγμές, που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, ωστόσο η ύπαρξη τους δεν αγνοήθηκε, δεν αλλοιώθηκε πότε. Σαν αλάτι έπεσε το πρώτο άκουσμα του “Salt” πάνω στις πληγές, που προσπαθήσαμε να επουλώσουμε, με τον Hoyem να τις ξανά ανοίγει, ωμά , κοφτά με ορμή, θρηνώντας για μια αγάπη που δεν σώθηκε παρ’ όλες τις προσευχές του, δικάζοντας που επιτρέψαμε να κάνει εντός μας, με τις στάχτες πλέον διάχυτες στο πάτωμα. Ένα δεξιοτεχνικό κιθαριστικό solo και μια ψηλόλιγνη φιγούρα να στέκεται με σθένος, μια ανάσα μακριά μας. Η σειρά του “Strange Colour Blue” πήρε θέση, αποκτώντας σάρκα και οστά, μια ψυχεδελική στιγμή. όχι ως προς το μουσικό κομμάτι της, αλλά ως προς το αίσθημα μιας εναλλακτικής διάστασης. Σε βαθύ μπλε τονικές αποχρώσεις κατακλύστηκε ο χώρος, οι οποίες συνδυάστηκαν άψογα με μια από τις πιο εκφραστικές συνθέσεις του album, αποδίδοντας σκόπιμα το αίσθημα της βύθισης στον καλλιτεχνικό πλούτο μιας μπάντας που νήχεται στον δικό της ωκεανό, ικανό είτε να σε πνίξει είτε να σε ξεβράσει στη στεριά που αναζητάς. Ο κάθε ένας κατέληξε εκεί που η ψυχή του ποθούσε όλα αυτά τα χρονιά, παίρνοντας την αποκλειστικότητα για μερικά δευτερόλεπτα, με τον Sivert Hoyem να στοχεύει κάθε ένα από εμάς με το φακό του, σε εκείνα τα σκοτεινά νερά της παλίρροιας ανθρώπων.
Λίγο πριν τις 23:00, μας ανακοινώνεται από τον ίδιο πως το πρώτο κάλο κομμάτι που έγραψαν πότε κατά τη γνώμη τους, θα αποτελούσε το κλείσιμο του set. Η δυναμική των μελωδιών του “Electric” εισέβαλε με τον πιο ιδανικό τρόπο για να φθείρει λίγο ακόμη την ψυχή σου, που καταπονήθηκε σε παρελθοντικούς χρόνους παύοντας να ελπίζει πως υπάρχει κάποια ουσία. Η επιστροφή για το πολυπόθητο encore δε θα καθυστερήσει, κρατώντας το κοινό σε μια ενδελεχή αναζωπύρωση. Το χειροκρότημα ικανό να συγκινήσει την μπάντα, που με τόσο κόπο δημιούργησε έναν μουσικό απόθεμα, που θα θρέψει και τις επόμενες γενιές, έναν πλούτο ανεκτίμητης άξιας που συμπεριέλαβε τα εκπληκτικά “Hands Up I Love You”, “Black Mambo”, “What’s On Your Mind”, “Majesty”, “Only When Your Gone”, “Honey Bee”, εκτελεσμένα με την ακουστική κιθάρα του Hoyem, με ακρίβεια, στοργή και μεγαλειότητα. Η επιβλητικότητα και ταυτοχρόνως η προσιτότητα, που αποπνέουν, σε ωθούν στο συμπέρασμα πως δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε ευνόητες καλλιτεχνικές υπάρξεις. Η ανάγκη του Hoyem να έρθει σε επαφή με όλους αυτούς που να υπάρχουν και να εξελίσσονται με κάθε ιστορία που θέλησε η μπάντα να αφηγηθεί, φαντάζει μια έννοια ανίσχυρη μπροστά σε αυτό που κατάματα αντικρίσαμε. Ήταν αδύνατο να κρύψει τον ενθουσιασμό του τη στιγμή που μοίρασε τις πένες του στο κοινό, καθώς επίσης την στιγμή που ανέβηκε στα κάγκελα να τραγουδήσει παρέα με εμάς το “The Kids Are On High Street”, που καταφέραμε να αγγίξουμε τη σάρκα μίας από τις πιο βαθιά εκφραστικές φωνές. Κομφετί, δόσεις εκλεπτυσμού και αληθείας, καλλιτέχνες που θορύβησαν με την βουβή τους εξέλιξη, που αυτόφωτα έλαμψαν σαν μια ζωντανή ντισκόμπαλα, δίνοντας το αίσθημα ενός reunion party παλαιών συμμαθητών. Ένα party επιστροφής, που απλόχερα μας χάρισε γενναιόδωρες ποσότητες αγάπης, είτε αυτή σε ανυψώσει, είτε σε καταστρέψει. Η αυλαία μετά από ένα γεμάτο, άλλα πoτέ αρκετό δίωρο set, έπεσε με την αλλαγή της ημέρας, καθώς ακούστηκαν και οι τελευταίοι στίχοι του “Valley of Deception”, με το αίσθημα τις συγκίνησης και την ολοκλήρωσης να διαδραματίζουν αυστηρά πρωταγωνιστικό ρόλο στα πρόσωπα των Madrugada, αλλά και των δικών μας.
Όπως μου είχε εκμυστηρευτεί λίγο καιρό πριν η φωνή πίσω από το μικρόφωνο των Madrugada, πως αυτή η μπάντα άλλαξε τη ζωή του, έτσι και το βράδυ της Κυριακής κατέθεσε σε όλους τους πιστούς ακόλουθους πως η πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά τους, το “Industrial Silence”, άλλαξε τα πάντα για ολόκληρη την μπάντα. Με τη σειρά μου να πω, πως η συγκεκριμένη συναυλία από τους Νορβηγούς φίλους αποτέλεσε ένα ακόμη βήμα προς στο να αλλάξω όσα στερεοτυπικά δεδομένα έχουν απομείνει και ανησυχούν τις ισορροπίες μου. Ο χρόνος κατάφερε να σταματήσει εξαιτίας της επιστροφής, μια συνάντηση που άργησε να πραγματοποιηθεί, ωστόσο άξιζε όλα αυτά τα χρόνια, καθώς βοήθησαν στο να χτίσουμε μια ιδιαίτερη σχέση, δεσμούς που πάκτωσαν στην πιο σκληρή επιφάνεια του εαυτού μας, που πλέον είναι αδύνατον να υποστούν θλιπτικές τάσεις, με τα συναισθηματικά φορτία να κατανέμονται ομοιόμορφα σε κάθε κύτταρο που λυτρώθηκε, αποβάλλοντας για πάντοτε τα στοιχειά της λήθης. Μια συγκινητική βράδια, όπου οι Madrugada έλαμψαν μέσα στη μελαγχολικά σκοτεινή εκδοχή της αποδεικνύοντας πως πότε δεν ξέχασαν.