Όσο και να ξέρω ότι οι Madrugada είναι ένα πολύ αγαπημένο σχήμα του ελληνικού κοινού, η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να δω τόσο κόσμο να περιμένει υπομονετικά να μπει στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Έφτασα λίγο μετά τις 19:30 και ενώ είχαν 4 εισόδους- σημεία ελέγχου, η αναμονή ήταν αρκετά μεγάλη και όταν τελικά μπήκα στο χώρο του σταδίου είδα ότι ήταν σχεδόν γεμάτο. Ήταν εντυπωσιακό το πόσο ετερόκλητο ήταν το κοινό της συναυλίας. Το κοινό είχε κόσμο σχεδόν από ολόκληρο το ηλικιακό φάσμα και από όλα τα κοινωνικά/μουσικά στρώματα. Στην ίδια σειρά έβλεπες ενήλικους μεταλάδες, έφηβους goth, χαλαρούς μεσήλικες και κυριλέ μεγαλύτερους σε ηλικία. Με μια ματιά, ήταν ξεκάθαρο ότι οι Madrugada απευθύνονται παντού.
Ανταπόκριση: Βαγγέλης Γιαννακόπουλος / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (πλήρες photo report εδώ)
Λίγο μετά τις 20:00 εμφανίστηκε η Amanda Tenfjord και για περίπου μία ώρα έπαιξε υλικό της το οποίο είναι αρκετά pop και εκεί κατάλαβα γιατί επιλέχτηκε για τη Eurovision καθώς το ύφος της μουσικής της κινείται γύρω από αυτό το στυλ. Όσο έπαιζε η A. Tenfjord η ροή του κόσμου που έμπαινε στο στάδιο ήταν πάρα πολύ πυκνή και με χαμόγελο απορούσαμε πόσοι ακόμα θα έρθουν.
Κατά τις 21:20 ήρθε η ώρα των Madrugada. To στάδιο αν όχι τελείως, ήταν σχεδόν γεμάτο και φοβερά εκδηλωτικό. Ανάμεσα σε έντονα χειροκροτήματα ακούστηκε η χαρακτηριστική φωνή του τραγουδιστή του σχήματος Sivert Hoyem, με αυτήν την τόσο σκοτεινή χροιά, που ακόμα και “Καλημέρα” να σου πει ανατριχιάζεις. Στην αρχή οι Madrugada, όπως είναι λογικό, τίμησαν τον τελευταίο τους δίσκο “Chimes At Midnight” και η αλήθεια είναι ότι φάνηκαν αρκετά αγχωμένοι. Και πως να μην ήταν αγχωμένοι αφού έπαιζαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες κόσμου που τους λατρεύει.
Όσο όμως περνούσε η ώρα και προχωρούσαν αντίστροφα στην δισκογραφία τους, τα σακάκια έβγαιναν και το συγκρότημα άρχισε να λύνεται και έδειχνε να απολαμβάνει την στιγμή. Ειδικότερα ο Sivert Hoyem, όργωνε όλη την σκηνή, αλληλοεπιδρούσε με τις πρώτες σειρές και έδειχνε να εκστασιάζεται με την λατρεία του κόσμου.
Σε όλα τα κομμάτια που έπαιζαν γινόμασταν μάρτυρες μιας δεμένης μπάντας που αποδίδει στο μέγιστο το υλικό τους, εκεί όμως που καταλάβαμε ότι δεν ήρθαν εδώ απλά για να παίξουν τα κομμάτια τους ήταν στο Majesty. Αν και το κομμάτι είναι μια πολύ χαλαρή μπαλάντα, άλλαξαν την ενορχήστρωση και στο τέλος κορυφώθηκε σε ένα σαρωτικό ξέσπασμα με έντονα synths, βιολί και παραμορφώσεις στην κιθάρα. Η συνέχεια ήταν η ίδια και στο Strange Colour Blue όπου έπαιξαν ένα extended version με garage κιθάρες πνιγμένες στο reverb και τον Hoyem να έχει μια κάμερα στο χέρι με προβολέα και να δείχνει το κοινό σε live εικόνα στο τεράστιο video wall που είχαν στην πλάτη τους. Στην συνέχεια έκαναν ένα δεκάλεπτο διάλειμμα και ξανανέβηκαν με μεγαλύτερη όρεξη στη σκηνή για να παίξουν το εναρκτήριο κομμάτι του Industrial Silence, Vocal.
Μπορώ να συνεχίζω να γράφω για πάρα πολύ ώρα για όλα τα μικρά και μεγάλα πράγματα που έκαναν το live των Madrugada συναρπαστικό και αξέχαστο αλλά θα ήθελα καταλήγοντας να σταθώ στα σημαντικότερα. Πολλές φορές έχουμε γκρινιάξει για τις εταιρείες παραγωγής και το πόσο δεν μας σεβάστηκαν σε κάποια live. Στο live των Madrugada είχαμε ακριβώς το αντίθετο και όπως πρέπει να είμαστε αυστηροί σε αρπαχτές, θα πρέπει να αναγνωρίζουμε την ποιοτική δουλειά μια παραγωγής και να τους δίνουμε τα εύσημα που πρέπει . Η παραγωγή στο Παναθηναϊκό Στάδιο ήταν πολύ μεγάλη και είχε έμφαση στην λεπτομέρεια. Τα ηχεία φρόντιζαν ο ήχος να φτάνει με την ίδια ποιότητα σε όλον τον χώρο, το video wall ήταν ευκρινέστατο και αλληλοεπιδρούσε με το live feed του συγκροτήματος, δημιουργώντας κάποιες φορές μια ψυχεδελική ατμόσφαιρα και κάποιες άλλες ένα κλειστοφοβικό συναίσθημα. Σε επίπεδο παραγωγής ήταν από αυτά τα live που λες ‘μας άξιζε”.
Στο μουσικό κομμάτι, οι Madrugada απέδειξαν για μια ακόμη φορά για ποιον λόγο τους αγαπάει το ελληνικό κοινό τόσο πολύ. Ενώ έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα τόσες πολλές φορές είτε σαν σχήμα είτε ο Sivert Hoyem solo, ήταν φρέσκοι και εντυπωσιακοί με αποτέλεσμα ακόμα κάποιοι που τους έχουν δει όλες τις φορές που έχουν έρθει, να είναι τόσο ενθουσιασμένοι όσο την πρώτη φορά. Οι Madrugada είχαν δηλώσει ότι θα προσπαθήσουν να συνδυάσουν την δραματικότητα του χώρου με το σκοτάδι της μουσικής τους και το έκαναν. Ήταν μια βραδιά που δεν θα ξεχάσουμε και θεωρώ ότι θα γίνει και σημείο αναφοράς. Ήταν μια βραδιά μπλε…παράξενο χρώμα μπλε.