Σύντροφοι, προχτές πήγαμε στην παρουσίαση του “Voyager”. Το “Voyager” είναι πρώτος δίσκος των Mad John the Wise και σαν πηγή έμπνευσης έχει την διαδρομή ενός μοναχικού ταξιδιώτη και τα συναισθήματα που αυτή γεννά. Και πρέπει τώρα εγώ πρωί Κυριακής να κάτσω να γράψω για τους Mad John, για διαδρομή και συναισθήματα. Ε ρε τι μου κάνετε…
Aνταπόκριση: Μανώλης Ροδοκανάκης / Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος
Για να είμαστε δίκαιοι πάντως, οι The Mound ανοίξανε την βραδιά με την μεγαλοπρέπεια που της άρμοζε. Και δεν το είπα τυχαία, η εμφάνιση των παιδιών ήταν μεγαλοπρεπής από όπου και να την πιάσεις. Από τον όγκο των θεμάτων, από την τεράστια φωνή του frontman, από την γκρούβα, από τον drummer που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα σπάσει το set του… Κυρίως από το πάτημα, από αυτό το πράγμα που όσο δύσκολο είναι να περιγράψεις, τόσο εύκολο είναι να το νοιώσεις όταν συμβαίνει. Αυτό το πάτημα στο σανίδι σαν αυτό να είναι ο φυσικός σου χώρος. Συγκρίσεις με Clutch αν και πέρα για πέρα κολακευτικές και δικαιολογημένες, εν τούτοις στο τέλος αδικούν μια μπάντα που κάνει μπαμ ότι πατάει στα δικά της πόδια. Είναι αυτό το πάτημα που λέγαμε πριν, τι να κάνουμε…
Και μετά το χάος… Αλλά όχι οποιοδήποτε χάος. Το σχετικά δομημένο, άσχετα απολαυστικό, εμπνευσμένο, πρωτότυπο και ξεσηκωτικό χάος της μουσικής των Mad John the Wise. Μιας μπάντας που έχω την τιμή – ναι, τιμή – να παρακολουθώ από το πρώτο – όπως μου θύμησε ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Δημοσθένης – live της στο After Dark τον Νοέμβρη του ’14. Από τότε, έπρεπε να είσαι κουφός για να μην καταλάβεις ότι κάτι γίνεται, και έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου να τους παρακολουθήσω για να δω. Να δω που μπορεί να φτάσει μια μπάντα που φαίνεται να έχει όλα όσα χρειάζεται για να γίνει μεγάλη, το 2014, στην Αθήνα. Μπορεί; Ωραία. Χεχε. Χτες νομίζω το κέρδισα το στοίχημα μου. Γιατί αυτό που είδα στο Temple, είναι ξεκάθαρα πια μια μεγάλη μπάντα. Μια μπάντα που ο κόσμος την ξέρει, την γουστάρει, περνάει καλά μαζί της, χορεύει, χτυπιέται, φωνάζει ιδρώνει… Οι Mad John το έχουν καταλάβει, το χαίρονται, το ζητάνε από τον κόσμο τους. Και το πραγματικά μαγικό; Εγώ βλέπω ξεκάθαρα την ίδια μπάντα που μου είχε κάνει εντύπωση τότε. Το ίδιο κλώτσημα του Δημοσθένη σε κάθε ξέσπασμα, το ίδιο σουλούπι από τον Δημήτρη και τον Ορέστη σε κιθάρα και μπάσο αντίστοιχα, το ίδιο νεύρο από τον Σπύρο στα τύμπανα… Με το Gatti di Strada δεν ξεκίνησαν; Τι διάολο, το ίδιο live βλέπω;
Όχι, δε βλέπω το ίδιο live. Η μπάντα έχει μεγαλώσει, έχει ωριμάσει, φαντάζει – αν είναι δυνατόν – ακόμα πιο σίγουρη. Έχει νέα, πανέμορφα κομμάτια. Έχει έναν αριστουργηματικό δίσκο. Έχει βιολί τώρα να της κάνει παρέα στη σκηνή. Αλλά στον πυρήνα της είναι ακόμα εκείνη η μπάντα, που έπαιζε του σκοτωμού σε μια χούφτα άτομα στο After Dark. Μπορεί να μεγαλώσει κι άλλο; Εννοείται ότι μπορεί. Έχει καμιά σημασία αυτό; Για να είμαι ειλικρινής, όχι και μεγάλη. Όχι για μένα. Εγώ προχτες κέρδισα το στοίχημά μου. Είδα ότι μια μπάντα με καλά κομμάτια μπορεί να τα καταφέρει. Κι αυτό είναι καλό για όλους μας. Όσο για τη συνέχεια του ταξιδιού τους τώρα, ποιος ξέρει; Ακούστε το “Voyager”. Ίσως να είναι εκεί μέσα οι απαντήσεις.