Το περασμένο Σαββατοκύριακο ήταν συναυλιακά γεμάτο για όλα τα γούστα. Η επίσκεψη των Low στην χώρα μας όμως ήταν ένα από τα 90’s –και όχι μόνο- απωθημένα αρκετών, καθιστώντας την επιλογή μονόδρομο. Με δίσκους όπως τα “I Could Live in Hope”, “The Curtain Hits the Cast” και “The Great Destroyer” ήταν αδύνατον για πολλούς να αγνοήσουν αυτή την ευκαιρία. Όσο και δυνατό χαρτί της underground μουσικής βιομηχανίας να είναι η νέα ψυχεδελική γεμάτη ατελείωτα σόλο μουσική σκηνή, κάποια πράγματα παραμένουν σταθερές αξίες. Αν όχι για όλους, τουλάχιστον για μια μεγάλη μερίδα του αθηναικού κοινού…
Ανταπόκριση: Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος / Φωτογραφίες: Αθηνά Παπαγιάννη
Λίγο πριν τις δέκα οι νεοσύστατοι Kenny Freq που έως πρότινος αγνοούσαμε, μπροστά στο μέχρι στιγμής λιγοστό κόσμο, ανέβηκαν στη σκηνή να μας παρουσιάσουν κομμάτια της δουλειάς τους. Το εναρκτήριο Goodbye ζέστανε τον χώρο με το σταθερό tempo του και τα α λά Gun Club φωνητικά του αφήνοντας τις καλύτερες των εντυπώσεων. Η συνέχεια όμως περιορίστηκε σε κομμάτια σαφώς εμπνευσμένα από την mid 90’s indie pop σκηνή, που πέρα από τη συνολικά δεμένη σκηνική παρουσία, τον ενδιαφέρον ήχο τους και την εξαιρετική χρήση των πλήκτρων -που σπανίως συμβαίνει σε local μπάντα- δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο να αναδείξουν από άποψη συνθέσεων. Σίγουρα η μουσική τους ήταν η καλύτερη παρέα να πιείς το πρώτο σου ποτό και να τα πεις με τους γνωστούς σου, αλλά όχι κάτι που θα ασχοληθείς παραπέρα. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι δεν έχουν κλείσει ούτε χρόνο σαν group τους δίνει κάθε δικαίωμα να προσπαθήσουν να βρουν τον ήχο τους, αφού ήδη έχουν τα φόντα και την τεχνική κατάρτιση για να κάνουν κάτι παραπάνω.
Λίγες στιγμές αργότερα, με ένα χρονόμετρο που μετρούσε αντίστροφα δέκα λεπτά τις ώρας να προβάλλεται στο πίσω μέρος τις σκηνής, το κοινό -γεμίζοντας πλέον ικανοποιητικά τον χώρο- ανασυγκροτήθηκε και μάζεψε τα κουράγια του για να υποδεχτεί το τρίο από την Μινεσότα. Όταν αυτό μηδένισε, δίνοντας τη θέση του σε θεματικά projections, γίναμε όλοι συνένοχοι σε μια σχεδόν δίωρη, συναισθηματικά φορτισμένη σφαλιάρα από το παρελθόν. Η -γραφική πλέον- καχυποψία που σχεδόν πάντα έχεις όσον αφορά τον ήχο λίγες στιγμές πριν τα πρώτα ακόρντα οποιουδήποτε live, εξανεμίστηκε στην προκειμένη, αφού το εναρκτήριο “No Comprende” έλυσε πάσα αμφιβολία. Με μια από τις καλύτερες ποιότητες ήχου λοιπόν, η συγκλονιστική κατάθεση ψυχής των Low, είχε την πλήρη αφοσίωση του κοινού από το πρώτο λεπτό που περιορίστηκε στο θερμό χειροκρότημα, τις ελάχιστες κουβέντες, χωρίς -σχεδόν- κανένα τελευταίας τεχνολογίας κινητό να χαλάει την τελετουργική ατμόσφαιρα της βραδιάς.
Έχοντας την στόφα μεγάλης μπάντας και κρατώντας ένα χαμηλό προφίλ καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας τους, οι Low από την minimal indie rock περίοδο (ή slowcore αν προτιμάτε) των πρώτων album, έως και τις πιο “ορθόδοξες” μουσικές φόρμες της τωρινής δισκογραφίας τους, δεν έπαψαν ποτέ να έχουν εξαιρετικά τραγούδια ικανά να στοιχειώσουν και τον πιο δύσκολο ακροατή. Αυτή η νύχτα δεν είχε singalongs ούτε σπρωξιές, παρά μόνο μια βραδυφλεγής εσωτερική συγκίνηση που σιγά-σιγά σε έκανε να θες να ουρλιάξεις πόσο δυνατό είναι αυτό που νιώθεις, μια ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση που ελάχιστες μπάντες μπορούν να προκαλέσουν. Χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να ξεχωρίσουμε κάτι συγκεκριμένο σε ένα τέτοιο ξεχωριστό live, μεταξύ των “Monkey”, “Plastic Cup”, “Spanish Translation”, “Sunflower”, “Murderer” και πολλών άλλων που ακούστηκαν, το ανατριχιαστικό -όσο δεν πάει άλλο- “Lullaby” και το γλυκόπικρο “Death of a salesman” ίσως ήταν η πιο ζόρικες στιγμές της βραδιάς. Για καληνύχτα, ο Alan Sparhawk μας ευχήθηκε καλή τύχη για τις κυριακάτικες εκλογές. “I hope you win” μας είπε, ότι και να σημαίνει νίκη για τον καθένα. Το σίγουρο πάντως είναι πως την νύχτα την κέρδισαν οι Low οι οποίοι εξακολουθούν να είναι αισιόδοξοι μέσα στο σκοτάδι της μουσικής τους αποδεικνύοντας πως δεν χρειάζεται να γκαρίζεις με τέρμα τους ενισχυτές για να προκαλέσεις ακραία συναισθήματα.