Φτάνοντας στο six d.o.g.s, την ανακοινωθείσα ώρα για να ανοίξουν οι πόρτες και βλέποντας όχι μόνο να μην υπάρχει παρά ελάχιστος κόσμος απ’ έξω, αλλά να μην έχει ανοίξει ούτε το ταμείο για εισιτήρια, ομολογώ ανησύχησα μήπως βρεθούμε, και κυρίως οι μπάντες, στην αμήχανη κατάσταση να παίζουν σε άδειο χώρο.
Ανταπόκριση: Σταύρος Γαρεδάκης / Φωτογραφίες: Loose Ties
Τελικά μάλλον εγώ ήμουν που είχα χάσει το υπόμνημα, γιατί μέχρι τη στιγμή που, μισή ώρα περίπου αργότερα από αυτή που ανέφερε το πρόγραμμα, κλήθηκαν στη σκηνή να εκκινήσουν τη βραδιά οι Birds of Vale, το κοινό είχε συγκεντρωθεί. Και δε χρειάστηκε πολύ για να φτιαχτεί το κλίμα, όχι με μια τέτοια εντυπωσιακή παρουσία σαν του κουαρτέτου, δηλαδή των Λάζαρου Καγκελίδη (στην κιθάρα), Κωστή Παπαγιαννόπουλου (στο μπάσο), Νίκου Μανάτου (στα ντραμς) και έσχατου, αλλά καθόλου σε ρόλο, Νίκου Λιάκου στα φωνητικά.
Έχοντας μόνο ακούσει τα δύο κομμάτια που απαρτίζουν το ντεμπούτο 7ιντσό τους, είχα μεν σχηματίσει μια εικόνα για τη μουσική τους, hard rock στο πνεύμα των 70’s, που καλύπτει μια διαδρομή από Rolling Stones, στους οποίους παρέπεμπε το “Devil In”, μέχρι Led Zeppelin, αντίστοιχα το “Beautiful Girl”. Αυτό που δεν φανταζόμουν, γιατί στις στουντιακές ηχογραφήσεις υπάρχει η δυνατότητα πολλαπλών προσπαθειών, ήταν ότι θα μπορούσαν να αναπαραχθούν ζωντανά τα εντυπωσιακά φωνητικά, που έφερναν στο νου τον Robert Plant.
Να που όμως τελικά συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, ήταν η ηχογράφηση που δεν μπορούσε να καταγράψει πιστά αυτά που έκανε με τη φωνή του ο Νίκος επί σκηνής. Δεν ήταν μόνο η ένταση, αλλά το εύρος του, πόσο ψηλά έφτανε τη φωνή, αλλά πάνω απ’ όλα πόσο μπορούσε να διατηρείται εκεί πάνω, δίχως να διακρίνεται καν ίχνος προσπάθειας, σαν να ήταν ότι πιο φυσικό. Ούτε λόγος να γίνεται για πιθανότητα να μην έκλεβε την παράσταση με τέτοια απόδοση, και ειδικά όταν ερχόταν κοντύτερα στο σήμερα ο ήχος της μπάντας, προς το λεγόμενο stoner, ήταν που τα φωνητικά αναδείκνυαν περισσότερο τα κομμάτια, αφού πρόκειται για ένα είδος που, όσο καλές και να είναι οι συνθέσεις ή εκτελέσεις, όχι μόνο έχει συγκεκριμένες και περιορισμένες φόρμες, αλλά έχει επίσης εδώ και χρόνια υπερκορεστεί.
Αυτό ήταν βέβαια μόνο ένα από τα πρόσωπα που μας παρουσίασαν οι Birds of Vale, όμως ξεκάθαρα βρήκα περισσότερο της προτίμησής μου είτε το ηδονιστικό rock n’ roll τύπου Stones, είτε το heavy blues τύπου Zeppelin. Αν κρίνω από το υλικό του σετ τους, όταν, και ελπίζω σύντομα, κυκλοφορήσουν και το πρώτο άλμπουμ τους, θα έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετική δουλειά στην ευρύτερο χώρο του hard rock.
Για τους Loose Ties που ανέλαβαν το δύσκολο έργο να ανέβουν στη σκηνή μετά από μια τέτοια εμφάνιση, είχα σίγουρα καθαρότερη εικόνα, αφού είχα ακούσει ολόκληρο το πρόσφατο δεύτερο άλμπουμ τους”Odd One Out”. Έτσι, ήμουν εξαρχής ενθουσιασμένος που θα άκουγα τη μπάντα, ή πιο συγκεκριμένα τους Δέσποινα Θωμά στα φωνητικά, Πέτρο Πριντεζη στην κιθάρα, Παντελή Βαμβάκη στα πλήκτρα, Ντίνο Παπαδόπουλο στο μπάσο, και Γιώργο Ταντασάκη στα τύμπανα, αφού υπηρετούν ένα μουσικό είδος που μεν μου αρέσει αρκετά, αλλά σπανίως είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω ζωντανά.

Soul λοιπόν ο κοινός παρoνομαστής του ήχου της μπάντας, και πως θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά με μια τραγουδίστρια σαν τη Δέσποινα στο δυναμικό τους, που κατέχει πλήρως το αντικείμενο. Βέβαια όπως προανέφερα η μουσική των Loose Ties δεν είναι αποκλειστικά soul, αλλά και funk, rock, alternative rock και προσμίξεις όλων των παραπάνω. Κι αν το αγαπημένο μου ανάμεσα στα κομμάτια τους “Superhuman” παρέπεμπε κατ’ ευθείαν στη neo-soul της Joss Stone, διότι με τη Δέσποινα έχουν πολλά κοινά στοιχεία σαν φωνές, όταν κάποια στιγμή προς το τελείωμα έπαιξαν το άγνωστο ως τότε σε μένα “Damaskian day” από το πρώτο τους album, έμεινα άναυδος μ’ αυτό τον αναπάντεχο psych/prog-rock αμανέ.

Κλείνοντας, μια βραδιά σαν κι ετούτη είχαμε πραγματικά μάχη μεταξύ φωνών, κι όχι σαν αυτές στην οθόνη της τηλεόρασης. Επιχειρώντας μια αντιπαράθεση των δύο ερμηνευτών που ακούσαμε, εκεί που η φωνή του Νίκου ακουγόταν μια απελευθερωμένη δύναμη της φύσης σε όλο της το μεγαλείο, η Δέσποινα απ’ την άλλη διέθετε την κίνηση, το attitude, τη μαεστρία στη soul φόρμα, κι εκτελούσε τα φωνητικά ακροβατικά που αυτή επιτρέπει. Κι ανάμεσα εμείς, το κοινό, ευτυχείς που δεν χρειάστηκε να επιλέξουμε παρά απολαύσαμε και τα δύο μέσα σε στην ίδια αυτή βραδιά.