Η τελευταία επίσκεψη των Νορβηγών στη χώρα μας ήταν μάλλον ατυχής, τόσο λόγω τεχνικών προβλημάτων, όσο και λόγω του παράδοξου της support θέσης στους Slayer (!). Περιμέναμε λοιπόν με ανυπομονησία μία headline εμφάνισή τους για να επαναληφθεί το πολύ καλό live του 2018. Δεν γνωρίζαμε όμως τι εμπειρία ζωής μας περίμενε.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Αργύρης Λιόσης
Η αρχή έγινε μπροστά σε λιγοστό κοινό με τους, επίσης Νορβηγούς, Maraton. Η μουσική τους είναι παραπλήσια με αυτή των headliners με μία πιο pop εκφραστική άποψη. Το επί σκηνής attitude όμως είναι punkικο με τα μέλη του συγκροτήματος να μην στέκονται στιγμή ακίνητα, παρά την τεχνική δυσκολία των θεμάτων τους. Ο frontman τους Fredrik Klemp ίδρωσε το πουκάμισο σκαρφαλώνοντας στα monitors, κατεβαίνοντας από τη σκηνή, ισορροπώντας στην άκρη της και χορεύοντας και χοροπηδώντας διαρκώς χωρίς να χάνει νότα. Μπορεί ο ήχος τους να μην ήταν τέλειος, η διάθεση και η ορμή τους αλλά και το καλό υλικό τους κέρδισαν τον κόσμο ο οποίος τους καταχειροκρότησε. Ξεχώρισαν τα “Change Of Skin” και “Mosaic” από το album τους “Meta”, ενώ παρέλειψαν να παρουσιάσουν το μεγαλύτερο hit τους “Blood Music” (για το συγκεκριμένο είχε γίνει και ένας σχετικός χαμός όταν χρησιμοποίησαν το ίδιο εξώφυλλο οι καραγκιόζηδες Imagine Dragons).
Συνέχεια με τους Γάλλους Klone. Ο κόσμος που άρχισε να πληθαίνει έγινε μάρτυρας εξαιρετικού ήχου και υποδειγματικής εκτέλεσης των τραγουδιών τους με την άψογη φωνή του Yann Ligner να θυμίζει αναπαραγωγή από cd. Ο προσεγμένος φωτισμός και η προβολή μιας υπερκαταιγίδας πίσω τους αλλά και η επαγγελματική σκηνική παρουσία των μελών τους έφεραν το κοινό κοντά στη μουσική τους. Το “Yonder” με το οποίο άνοιξαν (δείτε οπωσδήποτε το εκπληκτικό video) μας ταξίδεψε για να μας επαναφέρουν στο τώρα τα γκάζια του υπέρβαρου “The Great Oblivion”. Μέσα στην επόμενη ώρα ακούσαμε δείγματα από το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας τους με τα “Nebulous”, “Grim Dance” αλλά και την διασκευή στο “Army of Me” της Björk να ξεχωρίζουν. Το πολύ προσεγμένο πακέτο των support συγκροτημάτων μας οδήγησε όμορφα στο “κυρίως πιάτο” της βραδιάς.
Το ότι λίγο πριν την εμφάνιση των Leprous, το ισόγειο καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του εξώστη του Fuzz είχε γεμίσει δείχνει πως οι Νορβηγοί έχουν αποκτήσει την αμέριστη στήριξη των οπαδών του προοδευτικού metal στη χώρα μας. Το εν λόγω κοινό φαίνεται να έχει εκτιμήσει επαρκώς το τελευταίο, πολύ καλό αλλά και ρηξικέλευθο album της μπάντας “Pitfalls”. Έτσι η έκρηξη στο πρώτο κουπλέ του εναρκτήριου “Below” αλλά και το groove του “I Lose Hope” που ακολούθησε φάνηκαν να αφορούν και τον τελευταίο παρευρισκόμενο στο venue. Τα συστατικά ενός τέλειου live ήταν εκεί από την αρχή. Ο άψογος, πεντακάθαρος ήχος και ο σεμιναριακά σκηνοθετημένος φωτισμός συνεπικουρούμενα από την ανεβασμένη διάθεση ακροατών και μουσικών εκτόξευσαν τη βραδιά στα ύψη.
Στα hits “Stuck” και “From the Flame” από το “Malina” lp τραγούδησαν και οι τοίχοι. Ο Einar Solberg απέδωσε τα πάντα τέλεια, ενώ ήταν ασυνήθιστα ομιλητικός ανάμεσα στα τραγούδια και φάνηκε ότι έχει οικειοποιηθεί το ρόλο του μεγάλου frontman. To setlist βασίστηκε στα τελευταία 4 albums και δεν μας χάλασε καθόλου γιατί ακούσαμε κομματάρες όπως τα “The Valley”, “Foe” και “The Flood”. To “Alleviate” σχημάτισε ένα χαμόγελο στα χείλη όλων μας, ενώ το βλέμμα μας τραβούσαν οι ταιριαστές με τα κομμάτια προβολές στο πίσω μέρος της σκηνής. Κανείς δεν κατάλαβε πως φτάσαμε στο τέλος του κανονικού set με το “Distant Bells”. Η μπάντα αποχώρησε για μερικά λεπτά πλην του τσελίστα Raphael Weinroth-Browne, ο οποίος ανέλαβε, χρησιμοποιώντας τις λούπες του delay να καλύψει τον κενό χρόνο με έναν φοβερό αυτοσχεδιασμό.
Το τι συνέβη στα δύο(!) encores που ακολούθησαν δεν περιγράφεται καθώς αποτελεί υπερβατική εμπειρία. Η ενέργεια που ανταλλάχθηκε μεταξύ κοινού και μπάντας στο “Τhe Price” είχε σαν αποτέλεσμα ο Solberg να παραπατήσει και να πέσει από το monitor στο οποίο είχε σκαρφαλώσει στο κενό, ευτυχώς χωρίς να χτυπήσει. Το “The Sky Is Red” ακούστηκε 100 φορές καλύτερο από τη στούντιο εκδοχή του ενώ ο συνδυασμός φωτισμών, ήχων αλλά και του παιξίματος του “εξωγήινου” Baard Kolstad στα τύμπανα άγγιξε το επίπεδο της καλλιτεχνικής performance. Ο ενθουσιασμός όλων μας είχε σαν αποτέλεσμα την, εκούσια αυτή τη φορά, βουτιά του ίδιου στο κοινό αλλά και την δεύτερη επιστροφή της μπάντας για να ακούσουμε το συγκλονιστικό “Slave” που μας αποτελείωσε.
Το Σαββατόβραδο αυτό θα μείνει στη συλλογική συναυλιακή μνήμη της πόλης μας για πολλά χρόνια ενώ το ραντεβού μας με τους πρωταγωνιστές του μοντέρνου prog στην επόμενη περιοδεία τους είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο.