Το όνομα τους σημαίνει διένεξη, καβγάς, διαφωνία στα γαλλικά. Αυτοί, όμως, «διαφωνούν» στην αγγλική γλώσσα με μουσικά μέσα, που έχουν ακραίες διακυμάνσεις έντασης κι ύφους. Οι La Dispute, από το Michigan, κυκλοφόρησαν το νέο τους album, με τίτλο «Panorama» κι είναι έτοιμοι να περιοδεύσουν με αυτόν στις αποσκευές τους σε διάφορα μέρη στον κόσμο, αρχής γενομένης από τον τόπο γένεσης τους. Η μπάντα αποτελείται από τον Jordan Dreyer στα φωνητικά, τον Chad Morgan-Sterenberg στην lead κιθάρα, τον Corey Stroffolino στην ρυθμική κιθάρα, τον Adam Vass στο μπάσο και τον Brad Vander Lugt στα drums. Το νέο τους album είναι το 4ο κατά σειρά, με το προηγούμενο «Rooms of the House» να χρονολογείται 5 χρόνια πριν. Σε αυτή τη δισκογραφική δουλειά, οι La Dispute μας διηγούνται μια ιστορία για όντα που έχουν χαθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά και ψάχνουν δύναμη να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους, αντί να τρέχουν μακριά απ’ αυτούς. Το ύφος κι η τεχνική αυτού του δίσκου είναι στα ίδια κι ίσως καλύτερα επίπεδα σε σχέση με τον προηγούμενο, αλλά τα συναισθήματα, που σου δημιουργεί, σε συνδυασμό με την εικόνα των κομματιών, που έχουν και video clip, είναι περιέργως καθηλωτικά και σου δημιουργούν μια εσωτερική «έκρηξη» που πασχίζεις να βρεις πού οφείλεται. Πάμε, λοιπόν, να δούμε κάθε κομμάτι αυτής της ιστορίας των La Dispute ξεχωριστά, για να κατανοήσουμε μαζί αυτή την σπονδυλωτή δουλειά, τόσο μουσικά όσο και νοητικά.
Ο δίσκος αρχίζει με το «Rose Quartz», μια ατμοσφαιρική μελωδία διάρκειας ενός λεπτού περίπου, η οποία με την ηρεμία που την διέπει, λειτουργεί ως «γέφυρα» για τα 2 μέρη του «Fulton Street». Το πρώτο μέρος αρχίζει με clean κιθάρα κι αρκετά χαλαρά, τόσο ρυθμικά όσο κι ηχητικά. Σιγά-σιγά αρχίζουν και μπαίνουν όλα τα όργανα της μπάντας, καθώς κι ένα πολύ ταιριαστό ντέφι, που προσδίδει μια ψυχεδελική πληρότητα στο κομμάτι. Το «Fulton Street I» αποτελεί έναν εσωτερικό διάλογο του ανθρώπου με την φύση, όταν φεύγει πλέον από τη ρουτίνα της πόλης και συνειδητοποιεί πόσο την έχει παραμελήσει, για να κάνει τα υλικά του όνειρα πραγματικότητα. Το αποκορύφωμα του τραγουδιού είναι το refrain, όπου μπαίνουν δυνατά και με πολύ σκληρότερο post-hardcore ήχο όλα τα όργανα κι επικρατεί η αναζήτηση της απάντησης στο ερώτημα για το τι θα γινόταν αν κάναμε τα μισά από αυτά που μπορούμε, για να φροντίσουμε το τοπίο στο οποίο διαβιώνουμε. Από το δεύτερο, κιόλας, κομμάτι του δίσκου φαίνεται η δυναμική των drums του Lugt, η οποία ανεβάζει το τελικό αποτέλεσμα αρκετά επίπεδα. Ακολουθεί το «Fulton Street II», που χαρακτηρίζεται από πολύ σκληρότερο ήχο και φωνητικά, ενώ σίγουρα τα κιθαριστικά μέρη είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα σε σχέση με το πρώτο μέρος. Το κομμάτι αυτό έχει περισσότερες ρυθμικές διακυμάνσεις και το «κατέβασμα» του ρυθμού στην γέφυρα δημιουργεί μια αρκετά ευεργετική ανυπομονησία για το τελικό «χώσιμο» των κιθαρών και των κρουστών με αρκετό distortion. Γενικά, αυτό το hip hop στοιχείο, που επικρατεί στα φωνητικά, σχεδόν σε όλα τα κομμάτια, σου δίνει μια αίσθηση απαγγελίας, που αυξάνει την υπόνοια ότι αυτός ο δίσκος μιλάει για πραγματικές εμπειρίες και σκέψεις των συντελεστών.
Το «Fulton Street II» τελειώνει με ωραία εφέ του synthe και τις μπαγκέτες των drums να χτυπούν ¾ για να μπει το «Rhodonite and Grief». Σε αυτό το σημείο, παρατηρείται ότι σε όλα τα κομμάτια περιέχεται, ως στίχος, ο τίτλος είτε του προηγούμενου είτε του επόμενου κομματιού. Το τραγούδι αυτό είναι αρκετά πιο απλό μελωδικά και το στοιχείο που ξεχωρίζει είναι τα πνευστά, που θυμίζουν κάτι από Sigur Ros και Beirut, στο πιο δυναμικό τους. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα riffs, αλλά κι η ιστορία που συνεχίζει να διέπεται από ματαιότητα, μιλώντας για την ρουτίνα της ζωής μας και τις ασυνείδητες και στερεότυπες συνδέσεις, που έχουμε κάνει με πράγματα και καταστάσεις, ώστε να θεωρούμε ορισμένες στιγμές ευτυχείς εμπειρίες ζωής. Όπως και στα προηγούμενα κομμάτια του δίσκου, έτσι και αυτό τελειώνει με την αρχή του επόμενου, που φέρει τον τίτλο «Anxiety Panorama» και μιλάει ακριβώς γι’αυτό. Η εσωτερική σύγχυση μας όταν αγχωνόμαστε, πανικοβαλλόμαστε κι ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο της αυτοκαταστροφής, μας ωθεί σε σκέψη να χαστουκίσουμε τον εαυτό μας για να «ξυπνήσουμε» από αυτόν το αέναο και μάταιο λήθαργο. Αυτή, λοιπόν, η κατάσταση περιέχεται στου στίχους αυτού του τραγουδιού, οι οποίοι έχουν επενδυθεί μουσικά με psychedelic και punk στοιχεία, ενώ οι συνεχείς αλλαγές ρυθμού και δυναμικής αντιπροσωπεύουν την αμφιταλάντευση μεταξύ υγείας και παράνοιας. Τα επόμενα 2 κομμάτια, το «In Northern Michigan» και το «View From Our Bedroom Window», μιλούν για τις αναμνήσεις του Dreyer, σε σχέση με τα παιδικά χρόνια του και τα συναισθήματα του όταν αποχωρίστηκε το σπίτι του. Η αντίθεση του τότε, που αντιπροσωπεύεται από το πρώτο κομμάτι και του τώρα, που αντιπροσωπεύεται από το δεύτερο, είναι εμφανής και σε στιχουργικό και σε ενορχηστρωτικό επίπεδο. Η λιτότητα κι η γαλήνη του «In Northern Michigan» έρχεται σε αντίθεση με την «φασαρία» και τον urban ήχο του το «View From Our Bedroom Window». Βέβαια, το δεύτερο είναι πολύ ωραιότερο τραγούδι με δουλεμένα riffs και electronic εφέ, ενώ μου θύμισε κάτι από Linkin Park στα καλά τους. Το τελείωμα του κομματιού, με τα συνεχή κοψίματα, ήταν αρκετά ενδιαφέρον για να οδηγηθούμε στο καλύτερο κομμάτι του δίσκου, κατά την γνώμη μου.
Και, ναι, έχουμε νικητή. Κάθε φορά που το άκουγα, όλο και περισσότερο ξεχώριζε στα αυτιά μου συγκριτικά με τα υπόλοιπα κομμάτια του album. Το «Footsteps At The Pond» αναδεικνύει όλα τα όργανα κι όλη την τεχνική του μπασίστα και του drummer, που έχουν κάνει αξιοθαύμαστη δουλειά σε αυτή την δισκογραφική προσπάθεια. Δυνατό, χορευτικό και με στίχους που σημαίνουν την «αφύπνιση» του πρωταγωνιστή της ιστορίας αυτής, ώστε να διεκδικήσει τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα του απ’ όσους του τα στέρησαν. Θέλω, κιόλας, να επισημάνω την ορθή επιλογή διάφορων μουσικών μερών από πλήκτρα με εφέ, που ταιριάζουν απόλυτα με το σύνολο των κομματιών, ενώ κι η εναλλαγή clean κι άκρως «βρώμικου» ήχου των κιθαρών συμβάλλει στην ανώμαλη μετάβαση από την μια συναισθηματική κατάσταση στην άλλη, που είναι και το ζητούμενο, ώστε να είναι ρεαλιστικό όλο αυτό που θέλουν να αποδώσουν οι La Dispute στο δίσκο τους. Στο «There You Are (Hiding Place)», που ακολουθεί, γίνεται ξεκάθαρη πλέον η διαμάχη του καλού και του κακού εαυτού μας, η οποία αποδίδεται και σε στιχουργικό και σε μουσικό επίπεδο, με αισιόδοξα λόγια και χαλαρή κιθάρα με reverb από τη μια και με «σκοτεινά» λόγια και γεμάτες «θυμό» και distortion κιθάρες από την άλλη.
Και ποιος επικρατεί στο τέλος του δίσκου; Το «You Ascendant» φαίνεται να δίνει την απάντηση, καθώς μέσα από την επανάληψη όλων των ερωτημάτων, που τίθενται στα προηγούμενα τραγούδια, προκύπτει ότι η πρωταγωνιστής της ιστορίας αποφασίζει «να κάνει το οτιδήποτε» για να είναι πάντα ο καλός κι ευτυχισμένος εαυτός του, όπως λέει χαρακτηριστικά στο κομμάτι. Η μονοτονία, που παρατηρείται στο τελευταίο κομμάτι με συγκεκριμένη μπασογραμμή και ρυθμικό πρότυπο, σαν μια αρμονική αλυσίδα, έρχεται σε αντίθεση με όλα τα κομμάτια που έχουν προηγηθεί, ενώ η ηλεκτρακουστική κιθάρα σε συνδυασμό με τον, κατά κόρον, ποιητικό λόγο του τραγουδιστή, δημιουργούν ένα «κρυστάλλινο» και «καθαρό» αποτέλεσμα, τόσο ηχητικά όσο και συναισθηματικά.
Πολύ ωραίος δίσκος. Προσεγμένος μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας κι είχε να πει πολλά. Βασίστηκε στις πραγματικές σκέψεις του Jordan Dreyer, όταν ταξίδευε από την πόλη του σε άλλες για την περιοδεία του συγκροτήματος, ενώ δικαίωσε και την έμπνευση του ονόματος της μπάντας από την ομώνυμη κωμωδία πρόζας του Pierre de Marivaux, απαγγέλοντας σε όλο το album σχεδόν. Νομίζω πως ήταν ο ορισμός της ικανοποίησης των προσδοκιών για έναν δίσκο που μεσολάβησαν 5 χρόνια για την δημιουργία του. Επίσης, η παραγωγή της Epitaph Records ήταν φοβερή, όπως ανέμενα εξάλλου κι ίσως το μόνο που θα διόρθωνα ήταν η ισοστάθμιση των εντάσεων μεταξύ φωνής κι οργάνων σε ορισμένα σημεία. La Dispute, λοιπόν, κι επιβάλλεται μια επίσκεψη τους στην Ελλάδα για να μας «μυήσουν» σε αυτόν τον κόσμο αντιθέσεων και συνεχούς αναζήτησης για το προσωπικό και κοινό καλό.