Ο δρόμος με έβγαλε ξανά σε ένα από τα πιο γνωστά σημεία της Αθηνάς. Φσικά μιλώ για την Αβραμιώτου, ένα στενό ανάμεσα σε δυο πολύβουες πλατείες. Το six d.o.g.s αποτελεί έναν πραγματικά εξαιρετικό χώρο όσον αφορά τον ήχο και τα vibes καθώς το stage του έχει υποδεχτεί κατά καιρούς αμέτρητες αθηναϊκές μπάντες. Αυτή την φορά φιλοξένησε ένα αρκετά ενδιαφέρον line-up με πρωταγωνιστές τους L.O.U.D., τον Tom Yosi και τους Gershaw.
Ανταπόκριση: Έφη Καραμουσάλη / Φωτογραφίες: Δημήτρης Δαλακλής (περισσότερες εδώ)
Η άφιξη μου πραγματοποιήθηκε με τη σφραγίδα του venue να αποτυπώνεται στο χέρι μου γύρω στις 20:00, ωστόσο ο χώρος μέχρι τις 21:00 δεν θα χαρακτηριζόταν ιδιαίτερα γεμάτος – ίσως θα έλεγα απογοητευτικά άδειος. Στις 20:40 οι κιθάρες των Gershaw συνδέθηκαν με τους ενισχυτές και έτσι ξεκίνησε ενα ολιγολεπτο σετ των επτά κομματιών. Γενικά, αρκετά δυναμικά φωνητικά με χαρακτηρίστηκα blues γυρίσματα και ένα εξαιρετικό γρέζι. Αρκετές εισαγωγές θύμιζαν λίγο The Raconteurs εντυπωσιάζοντας με ο μπασίστας με το σολάρισμα του, με μια έντονη, βαθιά μπασογραμμή, όπου εάν η έναρξη του είναι κάπως ετσι, σιγουρα η εξέλιξη και η πορεία του αναμένεται λαμπρή χωρίς να το κουράσει ιδιαίτερα. Αντιληπτές έγιναν οι επιρροές από Τhe Black Keys αλλά και Soundgarden χαρίζοντας μας γενναιόδωρους blues και alternative rock συνδυασμούς. Ωστόσο η επικρατούσα ατμόσφαιρα δεν ξεφεύγει από τα παραπάνω πλαίσια επιθυμώντας να δω την υπέρβαση από τους Gershaw. Δυστυχώς δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτερη ποικιλομορφία στο στυλ των blues-rock riffs, παραμένοντας σε safe επιλογές. Αξίζει να σημειωθεί πώς το “Riders” μου άφησε αρκετά καλές εντυπώσεις!
Ο δείκτης του ρολογιού μου έδειχνε 10:37 όταν τα τέσσερα από τα πέντε μέλη των Living On Universal Denial (aka L.O.U.D.) ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν τη δική τους performance. Ήταν τότε όπου μια ψιλόλιγνη ψυχεδελική φιγούρα εμφανίζεται ξαφνικά ως frontman, με την υψηλή αυτοπεποίθηση και με μια παρουσία on stage να παραπέμπει λίγο σε Steven Tyler αλλά και Kevin Ayers, ξαφνιάζοντας το κοινό ίσως ευχάριστα. Το αρχικό τραγούδι της setlist ήταν το “Dream On” από την προσωπική τους συλλογή με εκφραστικά φωνητικά και έντονη σκηνική παρουσία που δίχαζε αρκετές φορές. Στη συνέχεια η μπάντα επέλεξε το “Headlights”, το “Βig city” αλλά και το “We Get Away” το όποιο είναι διαθέσιμο σε Spotify και i-Tunes. Ένα αρκετά ραδιοφωνικό κομμάτι θα έλεγα, με μια σύγχρονη μουσική που έχει τη δυνατότητα να απευθύνει έκκληση σε ένα ευρύ φάσμα ακροατών. Οι Living On Universal Denial φαίνεται να προσπαθούν πάρα πολύ σκληρά για τη διαμόρφωση της μουσικής τους, αυτό είναι αρκετά θετικό καθώς διέκρινα μια ευγενή προσπάθεια να γράψουν καλή μουσική, τρανή απόδειξη το “We get away”. Ωστόσο δεν αποτέλεσε το μοναδικό κομμάτι που ξεχώρισε το βράδυ της παρασκευής καθώς η λίστα τους συμπεριλάμβανε αξιόλογα τραγούδια όπως το “sSve me”. Δεν παρέλειψαν να προσθέσουν σε αυτή διασκευές σε Coldplay, Kings of Leon, Stereophonics, Paolo Nutini και Black Keys, ωθώντας το κοινό να χορέψε στους rock n’ roll ρυθμούς του τραγουδιστή. Σίγουρα θα προτιμούσα κάποια ξεχωριστή διασκευή καθώς όπως μας απέδειξε περίτρανα ο lead vocalist σε κομμάτια όπως το “Αlways here” και “Dakota” (Stereophonics), πως τα φωνητικά του δεν υστερούν σε καμία περίπτωση. Ανέβασαν τον πήχη και οι προσδοκίες ήταν υψηλές, γι’ αυτό θα ήταν μια θαρραλέα κίνηση αλλά παράλληλα safe, να τολμήσουν και να υπερβούν τους εαυτούς τους! Η ζωντανή σπασμωδική κιθάρα με παρέπεμψε στο πνεύμα του Jimmy Page με τα μουσικά τους ινδάλματα να μένουν αναλλοίωτα. Η performance τους θα λάβει τέλος λίγο μετά τις 23:30 παίζοντας ξανά το “We get away”.
Η ώρα 23:55 ακριβώς εμφανίζεται στο stage ο Tom Yosi, ένας νεαρός μουσικός που μας φέρνει τον πιο blues αέρα της βραδιάς. Με έναν ολοκληρωμένο ρομαντισμό τόσο στο βλέμμα όσο και στις κινήσεις του, κάτι που το διαπιστώνεις από την μουσική του αλλά και από τον τρόπο ζωής του, καταφέρνει να γίνει αντιληπτός με έναν εκκεντρικό τρόπο χωρίς να προκαλεί. Ακούγεται οξύμωρο, παρ’ όλα αυτά είναι η πραγματικότητα. Οι jazz/blues επιρροές του ολοφάνερες με δεξιοτεχνία και αντίληψη εκτελεί με ακρίβεια τις συγχορδίες του. Δίνει την αίσθηση αυτοσχεδιασμού ωστόσο όλα είναι μελετημένα από πριν. Σε μια πλήρη αρμονία με την αμηχανία του μπασιστα, χωρίς αυτό να θεωρείται απαραίτητα αρνητικό, δημιουργήθηκε μια ισορροπία που διέπρεψε στην πορεία με την δύναμη των blues να δημιουργούν ισχύ. Η συνέχεια επιφύλασσε το απόλυτο μουσικό μυστήριο που σκόπευε να προβάλει αυτό το σχήμα. Αναγνωρίζοντάς τους ως συγγενικά πνεύματα οι τρεις μουσικοί εκτελούν έναν μουσικό διάλογο με leader την εξαιρετική δομή του Yosi. Η αίσθηση του χώρου σε συνδυασμό με τη κυκλοθυμική φύση της μουσικής είναι αρκετά κινηματογραφική, με τον «βρώμικο» ήχο της κιθάρας να ξεχωρίζει έναν χαρακτήρα που διαμορφώνεται σιγά σιγά και ακούει στο όνομα Tom Yosi. Όλο το υλικό της εκτέλεσης δημιούργησε μια ελευθερία έκφρασης και την ευκαιρία για προσωπικό αυτοσχεδιασμό, αλλά διατηρώντας τη δομή της σύνθεσης. Η συνεργασία θα χαρακτηριζόταν απροσδόκητα δυναμική και ρυθμική καθώς αντικατοπτρίζει τα ενδιαφέροντα και τις επιρροές του πρωταγωνιστή αυτής της performance. Σκοπός του ήταν να ηλεκτρίσει gospel κομμάτια με την ομάδα του και τα κατάφερε χωρίς καμία αμφιβολία, με έναν πρωταρχικό ήχο και drums με μπάσο να παίρνουν στροφές οδηγώντας σε ένα αποτέλεσμα ρυθμικής λειτουργιάς. Αξίζει να επισημανθεί πως οι ικανότητες του ντράμερ χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικά σε ένα αυτοσχεδιασμένο ντουέτο με τον Tom Yosi. Ξεκάθαρα ένας jazz καλλιτέχνης επικαλούμενος το πνεύμα της δεκαετίας του ’70 παρέχοντας μας ένα πλήρες μίγμα retro-soul και μια εκλεπτυσμένη εμφάνιση. Θα έλεγα με μεγάλη σιγουριά πως αντικατοπτρίζει το πνεύμα του John McLaughlin. Το set αποτελούνταν από οκτώ κομμάτια συνολικά, όπως τα “Blue and lonesome”, “Black magic woman” και “All your love”. Ο επίλογος «γράφτηκε» λίγο πριν τη μία, όταν όλοι οι lead vocalists ανεβαίνουν στο stage οδηγώντας σε έναν συλλογικό αυτοσχεδιασμό.
Το βράδυ της Παρασκευής κράτησε την υπόσχεση μια ποικίλης μουσικής βραδιάς, με τις blues επιρροές να διαδραματίζουν τον πρωταγωνιστικό ρολό. Σίγουρα θα τους ξαναέβλεπα με μεγάλη χαρά.