Ακούστε λοιπόν τι συνέβη, έκατσα και έφτιαξα ένα excel για να αποτυπώσω ημερομηνίες-σταθμούς της μουσικής, κομμένες και ραμμένες πάντα στα δικά μου προσωπικά γούστα. Οι συγκυρίες το έφεραν έτσι, που δύο από τους σημαντικότερους δίσκους στο κεφάλι μου, έχουν επέτειο κυκλοφορίας με μία μέρα διαφορά. Και αν για το black metal οι απόψεις για την στιγμή to=0 ποικίλουν, στο death metal τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Εκεί υπάρχει ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης και πρωτεργάτης της σκηνής, που δεν είναι άλλος από τους Death.
Για χρόνια υπάρχει η διαφωνία αν το “Seven Churches” των Possessed ή το “Scream Bloody Gore” των Death πρέπει να θεωρείται το πρώτο album στην μακρά ιστορία του death metal. Οι υποστηρικτές του δεύτερου, ανάμεσα σε αυτούς και ο γράφων, εστιάζουν στο μουσικό ύφος της κυκλοφορίας, το οποίο είναι αμιγώς death metal, ενώ ο «ανταγωνιστής» του, αν και προηγείται χρονολογικά, ακούγεται περισσότερο σαν ένα ακραίο thrash metal album. Εκεί εντοπίζω και την διαφωνία μου με τους μουσικούς μου συνοδοιπόρους στην «κόντρα» αυτή, καθώς ο λόγος που το SBG «βγαίνει από πάνω» δεν είναι το στυλ ήχου του, αλλά το ότι αποτελεί την πρώτη επίσημη γνωριμία του πλανήτη με το αδάμαστο, ακόρεστο και μοναδικό ταλέντο, της αξεπέραστης μουσικής ιδιοφυΐας που άκουγε στο όνομα, Chuck Schuldiner.
«Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα;», για χρόνια προσπαθούμε να δώσουμε απάντηση σε αυτόν τον εξελικτικό «γόρδιο δεσμό», αν τον παραφράσουμε ως εξής: «Ο Chuck έκανε το death metal ή το death metal έκανε τον Chuck;», αποτυπώνουμε μόνο μερικά ψήγματα της σπουδαιότητας του, αλλά και της διαλεκτής σύνδεσης που διέπει τον ίδιο με την μουσική που για χρόνια υπηρέτησε. Τόνοι μελανιού έχουν χυθεί κατά καιρούς για να αποτίσουν φόρο τιμής στον “Evil Chuck”, εκατομμύρια πατήματα πληκτρολογίων έχουν χρησιμοποιηθεί στην προσπάθεια οπαδών/«δημοσιογράφων» να εξυμνήσουν το έργο του. Απόρροια όλων αυτών είναι να έχουν γραφτεί κάθε λογής υπερβολές για την αφεντιά του, που όταν όμως ακούς τις συνθέσεις του, φαντάζουν απελπιστικά φτωχές.
Από σπάνια έως ποτέ, κάποιος που πάτησε σε δύο βάρκες κατάφερε να μείνει στεγνός, ο επονομαζόμενος “Godfather of Death Metal” όχι απλά το κατάφερε, αλλά το πήγε και ένα βήμα παραπέρα, αφού κατόρθωσε εν μέσω τρικυμίας, να πατήσει πάνω σε δύο jet skis με απαράμιλλη άνεση. Σας μπέρδεψα; Αν πούμε ότι οι Dream Theater είναι ο Leonhard Euler του Progressive Metal, τότε ο “Evil Chuck” είναι ο αριθμός π. Ατελείωτος, γεραρός, δυσνόητος, απαραίτητος, αξεπέραστος, καθολικά αποδεκτός και χωρίς να επαναλαμβάνεται ποτέ του.
Το Scream Bloody Gore λοιπόν μας εισάγει στο μεγαλείο του, ένας δίσκος ωμός και τραχύς, όπου «χλιαροί» και τεμπέληδες ακροατές δεν θα μπορέσουν να συνειδητοποιήσουν ποτέ την καλά κρυμμένη μαγεία του. Πολύ τον χαρακτηρίζουν ανώριμο, πράγμα που ασφαλώς και στέκει καθώς μιλάμε για ένα παιδί είκοσι ετών, αλλά αλήθεια, να κάνω μία ερώτηση, στην ίδια ηλικία πόσοι είχαν γράψει καλύτερους δίσκους; Λίγοι; Ελάχιστοι; Κανένας!
Σε 37 λεπτά, 10 κομμάτια, μία επίθεση αδιάκοπη, που εφαλτήριό της αποτελεί το “Infernal Death”, εκεί ακούμε σε εμβρυακή μορφή, για τα δεδομένα Του, όλα αυτά τα στοιχεία που θα συναντήσουμε στις μετέπειτα δουλειές του. Το riffing σε όλο τον δίσκο είναι κρυστάλλινο, ξέφρενο και ευφάνταστο, σε τέτοιο βαθμό που άλλοι με αυτές τις ιδέες θα γράφανε έξι δίσκους και όχι έναν. Στιχουργικά ο Chuck δεν καταπιάνεται με βαθιά ζητήματα όπως θα κάνει αργότερα, αλλά αντλεί την έμπνευση από ταινίες τρόμου και ίσως αυτό τελικά να τον οδήγησε στην δημιουργία ενός δίσκου, σκοτεινού και γεμάτου αγωνία. Ο μελωδικός του πλουραλισμός κυριαρχεί από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Ίσως για μας σήμερα που έχουμε ακούσει και ένα “Human”, ένα “Symbolic”, ένα “Spiritual Healing”, ένα “Individual Thought Patterns”, ένα “Leprosy” ή ένα “Sound of Perseverance” (αλήθεια προσπαθούσα να αφήσω κάποια έξω, αλλά απέτυχα οικτρά) να μην μας εντυπωσιάζει και τόσο, αλλά για σκεφτείτε να το ακούγατε πίσω το 1987…
Ιστορικά υπάρχουν πολλά παραδείγματα για γεγονότα που την στιγμή τέλεσης τους δεν έτυχαν της εκτίμησης και αποδοχής που τους αναλογούσε. Θέλετε ότι η κοινωνία την δεδομένη εκείνη στιγμή αδυνατούσε να τους καταλάβει, θέλετε ότι οι ίδιοι την είχαν προσπεράσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, θέλετε ένας συνδυασμός των παραπάνω, όπως και να έχει, τα παραδείγματα είναι πραγματικά αναρίθμητα. Στην περίπτωση του Chuck Schuldiner αυτό αποδεικνύεται από την γεωμετρικά αύξουσα δόξα και αναγνώριση που λαμβάνει μετά τον θάνατό του. Λογικό αν σκεφτεί κάποιος πως όσο η μουσική εξελίσσεται, τόσο τα αυτιά μας γίνονται πιο οικεία με τις εξαιρετικά καινοτόμες συνθέσεις του, όμως αυτή η ραγδαία μουσική εξέλιξη θα κάνει κάποια μπάντα να τον φτάσει; Αν ρωτάτε εμένα, δύσκολα, όπως μέσα σε τόσους αιώνες μουσικής εξέλιξης κανείς δεν κατάφερε να φτάσει τον Mozart, έτσι και ο Chuck Schuldiner θα παραμένει το άφθαστο επίπεδο μουσικής τελειότητας. Και όλα ξεκίνησαν 32 χρόνια πριν, με την κυκλοφορία του Scream Bloody Gore.