Ένας καλλιτέχνης τόσο κουλ, μυστήριος και artistic, με δομή διαμόρφωσης γεννημένη στη Νέα Ζηλανδία, avant-garde μουσικά και αισθητικά ως προς το indie ηχοστερέωμα του σήμερα, θα βρίσκεται σε λίγη ώρα επί σκηνής του Temple. Είμαι σχεδόν σίγουρη πως δεν πρόκειται μόνο για μια επιφανειακή, κατασκευασμένη περίπτωση. Η ώρα είναι 21:00, οι πόρτες ανοίγουν, και η ουρά που έχει σχηματιστεί (εγκαρδιωτικά), εισέρχεται στα εντός. Στα ηχεία παίζει Lana Del Rey.
Ανταπόκριση: Κική Ηλιάδου / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (πλήρες photo report εδώ)
Laptop, κονσόλα-sound system, τα βασικά εργαλεία του Warm Graves από το Leipzig της Γερμανίας. Στα πλήκτρα επιτυγχάνεται η ζωντανή, πρόσθετη πληροφορία, ως μουσική επένδυση. Το μικρόφωνο του, εντυπωσιακά σικ, μια ορθογωνισμένη ράβδος. Χορευτικά τα beats, χαμηλά τονικά τα φωνητικά από τον ίδιο, κάποια έξτρα ηχογραφημένα, πολυφωνικά μέρη. Ενώ στην dark κυμαίνεται η γενική αίσθηση του ρυθμού, pop πινελιές σκορπίζονται διακριτά συνάμα στην σύνθεση, φωτεινές και γήινες, με groovy ενδιαφέρον και post εσάνς μελωδίες.
Κατά την electro ο κόσμος του φορτίζει την ατμόσφαιρα, ατμοί, χαμηλός φωτισμός υποβοηθούν. Ιδιότροπο το στυλ του, φαίνεται να πιάνει τον παλμό του κόσμου που τον χειροκροτεί για τη γνωριμία. Λιγότερο από μισάωρο κράτησε το set που μας συστήθηκε, ευχάριστο και σύντομο, όσο ένα αναγκαίο warm-up.

Χωρίς καθυστερήσεις, ο Jonathan Bree και το επιτελείο του καταλαμβάνουν το stage. H μπάντα, ντυμένη αυστηρά στα μαύρα, περούκες, γυαλιά ηλίου πάνω από τα χαρακτηριστικά, άσπρα, full face spandex προσωπεία τους (πλην του ίδιου, που αναρωτιόμαστε πώς να μας βλέπει άραγε, δίχως τα απαραίτητα γύρω από την περιοχή των ματιών ανοίγματα), να συμπληρώνουν το outfit. Μαζί τους, δύο χορεύτριες/performers να διεπλέκονται στην πορεία και με όργανα και στα φωνητικά. Ντυμένες στα άσπρα, η αντίθεση επικοινωνεί επιπλέον παραστατικά στο action της διάδρασης.
“Epicurian” εκκίνηση, βεντάλιες αερίζουν τις συνάψεις με την αεροβική άσκηση, μίας τύπου Betty Boo, μεταξύ ρεβεγιόν και cheerleader, κινηματογραφικής χορογραφίας. Το video wall μας ταξιδεύει, εν αρχή, στα αστέρια. Ο ήχος αγγίζει αισθητηριακά τους νευρώνες, σαν λειτουργική μονάδα του συστήματος που συλλέγει τα σήματα και προκαλεί κατευθείαν σύνδεση με τις συχνότητές μας. Εναρμονισμένη, downtempo η ακουστική, υπερβολικά έντονη σε συναίσθημα και δονήσεις. “Until We’re Done”, στημένοι και δουλεμένοι επακριβώς στα images-icons των 60’s pop, φουτουριστικά φέρονται στις ενορχηστρώσεις και rock-άρoυν στα beats. H επιβλητική, ψηλή φιγούρα του Jonathan διατηρεί το μίνιμαλ στην κίνηση και την έκφρασή της, με δυναμική τη χροιά στα χαμηλά του λεγόμενα και ειρωνικά ρομαντική στις υψηλές του επεκτάσεις, πείθει. Φωτογραφικά συνηθίζει να κινείται, ποζάρει και με pause-πάγωμα, αντιδρά στα κενά του. Από τα Star Trek εμπνευσμένη η βάση του μικροφώνου του, συμμετέχει κι αυτή στην elegant διαμόρφωση της ατμόσφαιρας.

Αρτιστική η ψυχεδέλεια που εμφανίζεται μέσα στο avant-garde και baroque-pop/disco σύμπαν τους, some kind of “Destiny” o διάλογος για τη ρομαντζάδα και “Pre-Code Hollywood” οι διακλαδώσεις. Στα δεύτερα φωνητικά συμμετέχουν ενεργά και οι συμπαίκτες του, οι αλλαγές στα όργανα, ηλεκτρική κιθάρα, μεταλλόφωνο, μπάσο, ακουστική κιθάρα, πλήκτρα, γίνονται παιχνιδάκια στα χέρια τους. Πανέμορφα φτερουγίζει το “Blur”, τα φιλιά του στέλνει στην ανάγκη για πολύτιμες Βαλεντίνες/Βαλεντίνους, “Valentine”. “Miss You”, το πιο πρόσφατο single (feat. Princess Chelsea στουντιακά), μας χορεύει στο νωχελικό, μα αστραφτερό disco-groove, λίγο πριν μας κατακτήσει και στη ζωντανή του απόδοση, το υπέρτατο λίκνισμα του hit, “You’re So Cool”. Είναι πράγματι, το επιβεβαιώνω. “Most people are crushed into servitude”.
“We’ll All Be Forgotten” με κέφι, ντέφι και κραυγή ματαιοδοξίας. Η επιστροφή για το “Steel And Glass” του encore, ακόμη πιο grande στυλιστικά, μπέρτες-φτερά. Υποκλίσεις καληνύχτας μέσα σε ένα κλίμα αισιοδοξίας και ένα mood για έρωτα, σε όλες του τις εκφάνσεις. “Βut I can’t help falling in love” το κερασάκι στα ηχεία του μαγαζιού, για να επανέλθουμε με πλατιά χαμόγελα και χωρίς παράπονα στην πραγματικότητα του τέλους, έχοντας μόλις γευτεί την εμπειρία ενός, θαρρείς, κοινού ονείρου, που έλαμψε.
