Σε ένα από τα stand up comedy tour του, ο ηγέτης των Black Flag, Henry Rollins, είχε προσπαθήσει να περιγράψει τη συμπεριφορά του οπαδού των Maiden εν όψει μίας συναυλίας τους. Η περιγραφή του, παρότι κωμική, δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση. Ναι, τα recently played στο Spotify είχαν Maiden από την αρχή μέχρι το τέλος. Ναι, κοίταξα τα εισιτήρια χιλιάδες φορές για να επιβεβαιώσω τι θα δω προχθές και, ναι, οποιαδήποτε μπάντα ανοίγει για αυτούς είναι απλά ένα εμπόδιο μεταξύ εμού και των Iron Maiden. Όσοι από εσάς θυμάστε το επεισόδιο από το “Κωνσταντίνου και Ελένης” με τον τρελό με τους Zeppelin Ελληνοαυστραλό, μπορείτε να κάνετε τους δικούς σας παραλληλισμούς.
Ανταπόκριση: Χρήστος Ζαρκαδάκης
Καταμεσής ενός mini καύσωνα για τα δεδομένα της Βόρειας Αγγλίας (15 βαθμοί κελσίου), φτάσαμε στη Metro Radio Arena του Newcastle για να λάβουμε τις θέσεις μας. Ο αριθμός τριάντα που πλησιάζει απειλητικά αλλά και η διαρκώς αυξανόμενη κοιλιά της εγκυμονούσας συζύγου, δεν επέτρεπαν έξαλλα moshpit και πολύωρη ορθοστασία.
Προτού μπω στο “διά ταύτα”, θα μιλήσω λίγο και για τη συναυλία ως προϊόν. Όσοι από εσάς σκοπεύετε να ταξιδεύσετε στο Ηνωμένο Βασίλειο για να παρακολουθήσετε κάποια μπάντα, θα πρέπει να προσέξετε ορισμένα πράγματα. Σε ό,τι αφορά την επιλογή πόλης και χώρου, εάν δε θέλετε η τσέπη σας να στενάξει σε ρυθμούς Λονδίνου, μη φοβηθείτε να επιλέξετε μία μεγάλη πόλη όπως το Leeds ή το Manchester. Πιο συγκεκριμένα, επιλέξτε έναν χώρο κατασκευασμένο μόνο για συναυλίες. To Leeds είναι ένα καλό παράδειγμα, αφού το First Direct Arena είναι ένας τέτοιος χώρος με ήχο-κρύσταλλο στις φορές που το έχω επισκεφθεί. Η ποιότητα του ήχου ήταν τέτοια που, κατά τη διάρκεια του set των Gojira, υποψιάστηκα play back. Δυστυχώς, το Metro Radio Arena του Newcastle είναι ένας πολυχώρος που θυμίζει αρκετά την αίθουσα ξιφασκίας και το τάε κβον ντο στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα χώρο που φιλοξενεί (εκτός από συναυλίες) πάλη, darts, κωμικούς, μπάσκετ, disney on ice αλλά και χόκεϋ επί πάγου. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι ο ήχος ήταν ένα από τα μελανά σημεία της βραδιάς, πέραν του κλιματισμού που ήταν ανύπαρκτος. Η ζέστη ήταν αφόρητη, με αποτέλεσμα το νοσηλευτικό προσωπικό του χώρου να μην έχει την πολυτέλεια για μία ήσυχη νύχτα.
Επίσης, οι Iron Maiden είναι φρικτά αυστηροί με τα εισιτήρια και, συγκεκριμένα, το φαινόμενο της μεταπώλησής τους μέσω τρίτων. Στην Μεγάλη Βρετανία, είναι αρκετά συχνό να γίνονται old out εισιτήρια μέσα σε λίγα λεπτά και μετά από λίγες μέρες να επανεμφανίζονται ως διά μαγείας σε διπλάσιες τιμές. Οι Maiden τυπώνουν οι ίδιοι τα εισιτήριά τους και σε κάποιες περιπτώσεις δέχονται μόνο ψηφιακά εισιτήρια μέσω smartphone. Το mail επιβεβαίωσης απαιτούσε από τον αγοραστή να βρίσκεται αυτοπροσώπως με την υπόλοιπη παρέα του και να έχει μαζί του ταυτότητα αλλά και την κάρτα με την οποία αγόρασε τα εισιτήρια για ταυτοποίηση από το προσωπικό ασφαλείας.
Για τους πιο μερακλήδες, τα VIP εισιτήρια ήταν ένα extra ποσό 140 λιρών. Παρ’όλα αυτά, δεν προσέφεραν κάποια ιδιαίτερη πρόσβαση στη σκηνή, πέραν του δικαιώματος να μπει στο χώρο μία ώρα νωρίτερα από όλους τους υπόλοιπους. Πέραν αυτού, οι VIP είχαν πρόσβαση στο Trooper Beer pre party, με φαγητό για δύο και ποτά. Το συγκρότημα όμως δεν συμμετέχει ενώ εμφανίζεται μόνο ο Rod Smallwood και στους καλεσμένους δίνονται σακούλες με merch, το οποίο, δυστυχώς, είναι διαφημιστικό υλικό για την μπύρα. Σε αντίθεση με συγκροτήματα όπως οι Avenged Sevenfold που είχαν ειδικές καταπακτές στη σκηνή για τους VIP, το προϊόν των Maiden ήταν απογοητευτικό.
Κατά τις εφτά και μισή, οι Shinedown ανέβηκαν στη σκηνή για ένα set διάρκειας 45 λεπτών. Ο Brent Smith είναι ένας αδιαμφισβήτητα καλός frontman και το συγκρότημα κατάφερε να ζεστάνει ένα κοινό μεγάλου μέσου όρου ηλικίας και, ίσως, μη εξοικειωμένο με τον ήχο τους. Μοναδική παραφωνία ήταν η αποτυχημένη απόπειρα να δημιουργήσουν ένα wall of death. Ο Henry Rollins, στην ίδια ομιλία του, είχε ορθώς περιγράψει ότι είναι αδύνατον για οποιοδήποτε συγκρότημα να συγκινήσει τον κόσμο, όταν ακολουθούν οι Maiden. Ο δε αρκετά μπουκωμένος ήχος δεν επέτρεψε να εκτιμήσουμε τα μελωδικά περάσματα της δουλειάς τους, με αποτέλεσμα να πρέπει να τα φανταστούμε από τις studio εκτελέσεις.
Εν τέλει όμως, θα πρέπει να χαρούμε για το γεγονός ότι δεν φάγαμε στη μάπα την κόρη του Steve Harris για μία ακόμη φορά όπως έγινε σε προηγούμενες, μη φεστιβαλικές, περιοδείες τους όπως το 2006 και το 2008. Οι Shinedown έκλεισαν το set τους με δύο hits που αρκετοί εκατοντάδες τραγούδησαν δυνατά. Αυτά ήταν τα “Second Chance” και “Sound of Madness” με το “Cut the Cord” να παρεμβάλλεται ενδιάμεσα. Σίγουρα, μια ασφαλής επιλογή εάν επιλέξουν να περιοδεύσουν ως headliners στην Ευρώπη στο άμεσο μέλλον.
Για την ιστορία, το setlist είχε ως εξής:
Adrenaline / Fly From the Inside / Diamond Eyes / How Did You Love / Unity / Enemies / Second Chance / Cut the Cord / Sound of Madness
Μετά από ένα διάλειμμα τριάντα λεπτών για ποτά, κάπνισμα και μία επίσκεψη στο αποχωρητήριο, άρχισαν να ηχούν οι πρώτες…πενιές του “Doctor Doctor” με την Arena να σηκώνεται στο πόδι και να χειροκροτάει ρυθμικά. Ο μπόμπιρας που καθόταν δίπλα μου προσπαθούσε να καταλάβει τι γινόταν τη στιγμή που οι εκστασιασμένοι γονείς του προσπαθούσαν να του εξηγήσουν το εθιμοτυπικό της υπόθεσης. Για όσους δεν έχουν δει ποτέ τους Iron Maiden από κοντά, αυτό το τραγούδι πάντα προμηνύει την αρχή της εμφάνισής τους.
Με το εντυπωσιακό intro του Eddie να τρέχει σε κατακόμβες των Ίνκας, τα φώτα έκλεισαν και οι πρώτες νότες του “If Eternity Should Fail” μετέδωσαν στον γράφοντα την πρώτη ρίγη ενθουσιασμού. Σε αντίθεση με το “The Final Frontier Tour”, ο Bruce Dickinson επέλεξε να κάνει live την αφήγηση με τους προβολείς στραμμένους πάνω του και τον Nico McBrain να ακολουθεί το τέλος κάθε δίστιχου. Η επιλογή ήταν άκρως επιτυχημένη αφού σε εκείνη την περιοδεία, ένιωσα ότι το ηχογραφημένο “Satellite 16” παρέτεινε ανούσια την εισαγωγή.
Η μπάντα, ως είθισται, μπήκε τρέχοντας στη σκηνή με τον Dickinson να πηγαίνει πέρα δώθε σαν να έχει ακόμη να αποδείξει ότι είναι ο καλύτερος frontman όλων των εποχών. Οι Maiden δείχνουν σαν να είναι μία πολύ καλή παρέα επί σκηνής με τον Gers να έχει πάρει τη θέση του McBrain ως ο τρελός του χωριού. Οι Smith και Murray είναι οι σύγχρονοι διόσκουροι ενώ ο Harris ακόμη δε λέει να καταλάβει ότι ο μόνος μπασίστας που εδικαιούτο τον τίτλο του frontman ήταν ο Lemmy. Ναι, ο Steve Harris είναι για τους Maiden ότι η Θεσσαλονίκη για την Ελλάδα. Co-frontman. Σε ό,τι αφορά τον Gers, ειλικρινά, πείτε μου οι ειδικοί, θεωρείτε ότι όντως παίζει κιθάρα στη σκηνή;
Και ενώ το “Speed of Light” ολοκληρώνεται, ο Dickinson σταματάει για να μιλήσει στο κοινό. Εξηγεί, λοιπόν, ότι οι γεννημένοι το 83-84 οπαδοί των Maiden είναι… “Children of the Damned” αφού οι γονείς τους ερωτροπούσαν ακούγοντας το “Number of the Beast” που είχε κυκλοφορήσει τότε. Ευτυχώς, η απόδοσή του σε ένα από τα πιο δύσκολα τραγούδια των Maiden, έκανε τους άμεσα ενδιαφερόμενους να ξεχάσουν το mental image του πώς ήρθαν σε αυτόν τον κόσμο.
Παρά τις πομπώδεις συνθέσεις τους, τα περίπλοκα concepts και τους στίχους από βιβλία ιστορίας, οι Maiden συνεχίζουν να είναι ένα συγκρότημα που δεν παίρνει 100% στα σοβαρά τον εαυτό του. Ειδικά ο Dickinson. Τα μαϊμουδίστικα χορευτικά στο “climb like a monkey” του “Death or Glory” που έγιναν viral πέρυσι, έχουν περάσει σε νέο επίπεδο. Χιλιάδες κόσμου σηκώνουν τα χέρια τους και σκαρφαλώνουν σαν μαϊμούδες ενώ ο Dickinson έχει φορέσει μάσκα και ξύνει τα πισινά του, πειράζοντας όλα τα μέλη και πάνω απ’όλα τον δύσμοιρο Nico McBrain που φαίνεται μόνο στη γιγαντοοθόνη.
Η τριάδα των “The Red and the Black”, “The Trooper” και “Powerslave” που ακολούθησε έδεσε τέλεια το παλιό με το νεώτερο. Η μπάντα είναι άψογη επί σκηνής ενώ οι νότες που χάνονταν στα αμέτρητα περάσματα και σόλο, δεν έγιναν αντιληπτές, μέσα στο κύμα ενθουσιασμού που έφερε η εικόνα του Dickinson στην κόκκινη στολή με το Union Jack ανά χείρας.
Τα περίπου 20 λεπτά των “The Great Unknown” και “The Book of Souls” ίσως και να κούρασαν τον κόσμο αφού το πρώτο, ήταν κατ’ εμέ, μία από τις αδύναμες στιγμές του δίσκου. Θα μπορούσαν να είχαν αντικατασταθεί από το αριστουργηματικό “Empire of the Clouds”, δεδομένου ότι το συγκρότημα ήθελε να παρουσιάσει στη σκηνή το τραγούδι με ειδικά σκηνικά και πιάνο από τον Dickinson. Ίσως να το δούμε στο μέλλον.
Η συνέχεια έδωσε τη σκυτάλη σε πιο κλασικές επιτυχίες των Maiden, προς τέρψιν των αμετανόητα ανόητων που περιμένουν να ακούσουν best of setlist σε περιοδεία για νέο δίσκο. Το “Fear of the Dark” και το “Iron Maiden” έκλεισαν το κυρίως μέρος του set, με το “Hallowed be thy Name” να λάμπει διά της απουσίας του. Ας είναι, δεν χρειάζεται κάθε φορά που τους βλέπουμε το ένα τρίτο του set να είναι σταθερό και αμετακίνητο, επειδή κάποιοι “οπαδοί” τους δε λένε να καταλάβουν ότι το ημερολόγιο γράφει 2017. Βλέποντας τη σκηνή, οι φωτιές και ο τεράστιος Eddie δεν έλειψαν αλλά οι συγκρίσεις με ένα φεστιβαλικό, ανοιχτού χώρου, stage ήταν αναπόφευκτες. Σίγουρα, ήταν πιο λιτό αλλά ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε στο δεύτερο σκέλος της περιοδείας, που γίνεται σε κλειστούς χώρους και μόνο.
Όπως αναμενόταν, οι Maiden επέστρεψαν στη σκηνή και ολοκλήρωσαν το set τους με τα “The Number of the Beast”, “Blood Brothers” και “Wasted Years”, με το δεύτερο να εισέρχεται σιγά σιγά στο πάνθεον του κλασικού, αφού αποτελεί σταθερή αναφορά στα setlists των τελευταίων δέκαπέντε ετών, πλην των δύο περιοδείων με επιλογές αποκλειστικά από τη δεκαετία του ’80.
Verdict: Οι Maiden αποτελούν σταθερή εγγύηση για ένα βράδυ γεμάτο συγκινήσεις. Είτε είναι η πρώτη σου συναυλία είτε η χιλιοστή, δεν υπάρχει περίπτωση να μην περάσεις καλά. Και ακόμη και αν συμβεί αυτό, θα το έχουν προκαλέσει εξωγενείς παράγοντες και όχι η απόδοση της μπάντας. Τέλος, σημαντικό είναι να αναφέρουμε και τη διαφορά στη διάθεσή τους. Είναι εμφανές, παρά την εμπειρία και την ηλικία τους, ότι αντλούν αυτοπεποίθηση όταν η περιοδεία γίνεται για μία καλή κυκλοφορία όπως το “The Book of Souls” και όχι για ένα μέτριο δίσκο όπως το “The Final Frontier”. Τα αρνητικά; Ότι ακόμη και οι Maiden είναι άνθρωποι και μεγαλώνουν. Και, δυστυχώς, η ώρα που θα εγκαταλείψουν τις σκηνές του πλανήτη ή θα μειώσουν τις στάσεις της περιοδείας τους σε μερικές εμφανίσεις μεγάλων σταδίων (βλέπε Rolling Stones, U2 κλπ) είναι κοντά…