Την τελευταία βραδιά του Ιανουαρίου έμελε να την περάσω ίσως σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα spots του αθηναϊκού κέντρου. Τo six Dogs, θα φιλοξενούσε μια από τις πιο ισχυρές παρουσίες στον εγχώριο κιθαριστικό χώρο, την Irene Ketikidi η οποία όπως αποδείχθηκε στάθηκε με ταπεινότητα και μοναδικό όπλο το ταλέντο της, αντιμέτωπη με όσους υποστηρίζουν υποτιμητικά, πως η γυναικεία παρουσία στον κόσμο της Απολλώνιος τέχνης φαντάζει ανίσχυρη. Opening act, ο πλέον “υιοθετημένος γιος” του six dogs, Tom Yosi.
Ανταπόκριση/Φωτογραφίες: Έφη Καραμουσάλη (περισσότερες φωτογραφίες εδώ)
Ο Tom Yosi επιστρέφει, ενθαρρύνοντας και πάλι τους ακροατές του να αγκαλιάσουν τα blues με τον μοναδικά προσωπικό του τρόπο. Έχοντας δημιουργήσει μια περσόνα, έναν ρόλο στον οποίο αποδίδει τον πιο oldschool χαρακτήρα της αμερικανικής και δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, ο οποίος με διχάζει όλο ένα και περισσότερο. Ωστόσο θα ήθελα να χρησιμοποιήσω την εξής έκφραση: ο Tom Yosi δημιουργεί μια προοδευτικά πειραματική εκδοχή των blues καθώς δεν διστάζει να εξελίξει τον ήχο της μπάντας που τον συνοδεύει. Η ένταξη φυσαρμόνικας σε αυτό το μεγαλείο που αποκαλεί προκλητικά “εκκλησιασμό”, οδηγεί στο συμπέρασμα πως αναφερόμαστε σε μια υπέρ ρεαλιστικά οραματική μορφή. Άκρως εντυπωσιασμένη με τον πιτσιρικά, τον Ανδρέα που έφερε τον country αέρα στο six dogs με την ταλαντούχα αυτοδίδακτη τεχνική του στη φυσαρμόνικα, μας απέδειξε πως έχει το potential να καταλήξει σε κάτι αρκετά σπουδαίο. Αυτή η ικανότητα ολοκληρώθηκε ιδανικά, καθώς συνδυάστηκε με την drum n’ bass γκρούβα, μια γκρούβα που είχε πολύ καιρό να αγγίξει απαλά τα μάγουλα μου στο πέρασμα της, όπως εκείνο το απαλό καλοκαιρινό αεράκι, που πλέον η θύμησή του φαντάζει τόσο θολή όσο και ο φωτισμός του venue.
Η “κομπανία” του Yosi, δίνει ξανά στο έργο του μια απροσδόκητη συστροφή, παίζοντας “Purple Haze”, εκτελώντας με ακρίβεια τις υπέρτατες συνθέσεις του Jimi Hendrix. Αξίζει να σημειωθεί πως το set βασίστηκε σε covers, διατηρώντας το gospel vibe και τα aesthetic elements του χαρακτήρα της μπάντας. Η εξέλιξη ήταν ολοφάνερη, αυτών που επέλεξαν να αναβιώσουν τo live experience και τα παρελθοντικά μουσικά στοιχεία, στοιχειώνοντας το τέταρτο και τελευταίο τεταρτημόριο ενός groovy κύκλου, ίσως μια παρακαταθήκη των δεκαετιών 60 και 70, εκείνης της αίσθησης του αργόσυρτου “μπλου” όπου οι στίχοι περιττεύουν, γιατί όπως ειπώθηκε κάποτε από έναν σοφό γέροντα, οι λέξεις πετούν σαν άμμος στον άνεμο…
Η συνέχεια ανήκει στην πρωταγωνίστρια της βραδιάς, την κιθαρίστρια Irene Ketikidi. Η ανάδειξη ενός καλλιτεχνικού πλούτου αλλά και ενός χαρακτήρα που αντιστέκεται στα στερεοτυπικά σχόλια περί “γυναίκας και μουσικής” από αρκετούς στενόμυαλους, “επαρχιώτες της πόλης”, πήρε σάρκα και οστά, παρουσιάζοντας μας το νέο της album “A Sky For All”. Η istrumental prog προσέγγιση της ανέβασε τον πήχη, κάνοντας μια εξαιρετική επιλογή από μουσικούς να την συντροφεύσουν στο stage του six dogs. Αξιοζήλευτη από πολλούς, η μοναδικά εκστασιασμένη μορφή που έλαβε μόλις αντίκρισε την ανταπόκριση του κοινού το οποίο δεν έχανε ευκαιρία να της υπενθυμίζει κραυγαλέα, την παρουσία του όχι μόνο στον χώρο αλλά και στο πλευρό της. Εκτελώντας άψογα με ακρίβεια τις δημιουργίες της, κατάφερε να εκτοξεύσει την δυναμική του ρομαντισμού κάθε κομματιού στην ατμόσφαιρα. Επιλέγοντας να επενδύσει το playlist της με επτά προσωπικές, βιωματικές δημιουργίες, μας μετατόπισε σε μια διαφοροποιημένη εμπειρία από την προηγούμενη. Μια παλέτα από εναλλασσόμενα ορχηστρικά ημί – τζαμαρίσματα και εντυπωσιακά solo, που εστίαζαν στην απαλή διάβρωση της ψυχής, συγκλονίζοντάς την τόσο απρόσμενα. Γενικότερα η performance της αποτελούνταν από σκοτεινές καθαρόαιμες prog/rock συνθέσεις για πιο εξειδικευμένο κοινό, με αφηγηματικές αναλύσεις στον χαρακτήρα τους, με ελαφριές πινελιές του μπάσου να υπαινίσσεται τις ρίζες του.
Όσο εξελίσσονταν η συγκεκριμένη οπτικό-ακουστική εμπειρία, διαπίστωσα πως ο βασικός σκοπός της μουσικού, ήταν ακόμη πιο ουσιαστικός από ότι πίστευα. Στόχος της ήταν η μετάδοση του κάθε κομματιού έτσι ώστε να αντιληφθούμε πλήρως την διαδικασία εντρύφησης της στην γραφή άλλα και εγγραφή αυτών αποφεύγοντας τις φανφάρες τόσο στο επικοινωνιακό κομμάτι όσο και στο μουσικό. Αφήνοντάς μου γενναιόδωρες δόσεις ευγένειας και εκλεπτυσμού, με καθόρισε, οδηγώντας με στην αναθεώρηση αρκετών απόψεων περί τοξικότητας στην ανθρώπινη συμπεριφορά, παρουσιάζοντας μας, με αυτόν τον τρόπο το πιο ιδιαίτερο κομμάτι της βραδιάς, το “Snake Eyes”.
Συμπερασματικά μια “καλοστημένη” παράσταση, με την αυλαία να πέφτει πριν την άφιξη του Φεβρουαρίου. Ολοκληρωμένες ηχητικές περιπτύξεις που πάγωναν τα βλέμματα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, μια ικανότητα που ανήκει αποκλειστικά σε αυτή την μορφή τέχνης, σε μουσικές στιγμές τόσο εξελιγμένες και διφορούμενες ώστε να συνδέουν αλλά και να απομακρύνουν ταυτόχρονα.