Μπορεί το “My Name Is Human” να ήταν το πρώτο κομμάτι, που μονομιάς τρύπωσε, αισθητά και «λαίμαργα» στ’ αυτιά του ελληνικού κοινού, ωστόσο οι Highly Suspect, το εκρηκτικό, τετραμελές συγκρότημα από τη Μασαχουσέτη, είχε παραπάνω λόγους να «υπερηφανεύεται» για τα κατορθώματά του, αρκετό διάστημα πριν την κυκλοφορία του εν λόγω hit, από το sophomore album του “The Boy Who Died Wolf”. Έχοντας ξεκινήσει μια δεκαετία πριν, ως ένα cover band που έπαιζε κομμάτια των Sublime, Jimi Hendrix και Pink Floyd σε τοπικά bars στην περιοχή του Cape Cod, οι Highly Suspect, μας συστήνουν το ντεμπούτο τους “Mister Asylum”, στις 17 Ιουλίου του 2015, που έρχεται να κατακτήσει τον τίτλου του καλύτερου rock δίσκου (Best Rock Album), στην 58η τελετή των Grammy Awards, με το κομμάτι “Lydia” να ανακηρρύσεται την ίδια βραδιά, το καλύτερο rock κομμάτι της χρονιάς (Best Rock Song).
Με το δεύτερο album τους “The Boy Who Died Wolf”, περίπου έναν χρόνο μετά, να διαδέχεται τις τιμητικές διακρίσεις και το single “My Name Is Human να «γραπώνεται» από την κορυφή του Billboard US Mainstream Rock Songs chart, αλλά και το “Little One” να συναντάται στο no.2 του ίδιου chart, οι Johnny Stevens, Rich Meyer, Ryan Meyer και Matt Kofos, έπειτα από την τριετή δισκογραφική τους απουσία και την πραγματοποίηση περιορισμένων live εμφανίσεων το τελευταίο διάστημα, κρατούν σφιχτά τα αυθεντικά alternative rock στοιχεία τους, που μαζί με τους Royal Blood τους ανέδειξαν σε μία από τις καλύτερες σύγχρονες μπάντες του είδους, για να μας παρουσιάσουν παράλληλα αυτή τη φορά, μερικές «επιπρόσθετες» δημιουργικές ανησυχίες τους. Αυτές, έρχονται να αποτυπωθούν στο τρίτο τους μουσικό εγχείρημα “MCID”, που με ένα υπερβολικά λιτό, έως αδιάφορο εξώφυλλο να περιτυλίγει το -ευτυχώς- πιο ενδιαφέρον περιεχόμενό του, κυκλοφορεί από την Atlantic Records, την 1η Νοεμβρίου του 2019.
Ο frontman και βασικός κιθαρίστας των Highly Suspect, Johnny Stevens ή αλλιώς “Terrible Johny” όπως του αρέσει να αυτοαποκαλείται, μέσα από τις ενέργειές του στα social media, είχε μεριμνήσει αρκετά πριν την κυκλοφορία του “MCID”, να μας ενημερώσει για την αγάπη του προς την RnB και Trap μουσική, προμηνύοντας πως στη νέα τους δουλειά, θα συναντήσουμε αρκετά στοιχεία από αυτά τα είδη. Κρίνοντας επί του αποτελέσματος και με τις πιο rock και στιχουργικά “aggressive” στιγμές του album να έχουν ήδη «μαρτυρηθεί» μέσα από τα singles “Canals” (με τον χαρακτηριστικό στίχο “You wanna scream, Fuck the police!” να μας εξηγύρει), “Upperdrugs” και “16”, τα υπόλοιπα 13 κομμάτια του δίσκου, φαίνεται πως αρέσκονται στην πλειονότητά τους σε μία γλυκανάλατη, αρκετά pop-rock, χλιαρή, ως παλιομοδίτικη 00s διάθεση πειραματισμού, με την RnB και Trap μουσική να έχει την τιμητική της, οδηγώντας τη μοίρα του πονήματος σε εκείνη του «έκπτωτου αγγέλου», στην αρκετά πιο αισιόδοξη έκβασή της (για καλή τους τύχη).
Το εναρκτήριο κομμάτι, “Fly”, εκθέτει τον ακροατή σε έναν εσωτερικό διάλογο του Johnny Stevens, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου είναι η συναισθηματική ειλικρίνεια, ως απόρροια των εμπειριών του με τη ψυχική ασθένεια και την εξάρτηση από τις ουσίες, θεματικές που γενικότερα διατρέχουν το album. Το “16”, με την μελωδική, ερωτική επίκλησή του στο συναίσθημά μας, χτίζει τη γέφυρα, που θα το ενώσει έπειτα από το «χλιαρό» “Freakstreet”, με το προαναφερθέν, δυναμικό “Canals”,που κάνει τη δική του επανάσταση στιχουργικά και το “Upperdrugs”, δύο tracks τα οποία πέραν της εξαιρετικής παραγωγής τους, που άλλωστε χαρακτηρίζει ολόκληρη τη δουλειά του group, αγκυροβολούν στην ηχητική ταυτότητα των Highly Suspect «που αγαπήσαμε», με το χαρακτηριστικό γρέζι του Johnny, την πυγμή της χροιάς του και τους λυγμούς της κιθάρας.
Για το “Tokyo Ghoul”, ο Johnny Stevens υιοθετεί τον χαρακτήρα που έχει πλάσει για τον εαυτό του, μετονομάζεται σε “Terrible Johnny” και συνεργάζεται με τον Young Thug, σε ένα κομμάτι με γλυκανάλατες swag ορέξεις. Προτού καλά προλάβει να τελειώσει, το ενδιαφέρον μας μοιάζει και πάλι να αφυπνίζεται, χάρη στη συνεργασία των Highly Supsect με τους Gojira, στο track “SOS”. Το album-«ωδή» στα… featurings, προσκαλεί τους ανερχόμενους Nothing But Thieves, στο συναισθηματικό “@tddbear”, που δυστυχώς δεν καταφέρνει να ενθουσιάσει, παρά την άρτια κι αρμονική σύμπλευση των φωνητικών των δύο frontmen και την ηχητική κορύφωση από το 4:25 κι έπειτα. Λίγο αργότερα, οι trap και swag κλίσεις του συγκροτήματος, προσγειωμένες σε pop έδαφος, εκτοξεύονται για εκείνους, με τη συμμετοχή του rapper Tee Grizzley στο “The Silk Road”, που αποτελεί και το τελευταίο απ’ τα αρκετά featurings του “MCID”.
Η επαναφορά στο “rock”, λίγο πριν το κλείσιμο του δίσκου, γίνεται με το αρκετά grunge “These Days” και “Snow White”, που έρχονται να μας υπενθυμίσουν τις ένδοξες στιγμές του αγνού, ρουφηχτικού και φρέσκου rock “n” roll των Highly Suspect, που φροντίζει να τους χαρίζει τις τιμητικές διακρίσεις, τα εκατομμύρια views και τους ολοένα αυξανόμενους θαυμαστές ανά τον κόσμο, καθιστώντας τους μία από τις καλύτερες, σύγχρονες alternative rock μπάντες. Τι κι αν στην τελική επιλογή των κομματιών για στο “MCID”, θα ενσωμάτωνα τα μισά περίπου από αυτά, το αμερικανικό group αποφάσισε να κάνει αυτό που εξέφρασε τα μέλη του στην παρούσα περίοδο της ζωής και της δημιουργίας τους, με στιχουργική, προσωπική ειλικρίνεια, βολές κατά της αστυνομίας και των πολιτικών εξελίξεων στην «Τραμπο-κρατούμενη» Αμερική, αλλά και το «αναρχικό» διαμαντάκι που ακούει στο όνομα “Canals” και επιδέχεται ατελείωτο singalong.