Οι Γερμανοί Helloween, η μπάντα που όρισε το Ευρωπαϊκό Power Metal κάπου στα 80’s και παρέμεινε η κορυφαία ή μέσα στις κορυφαίες του είδους σχεδόν σε όλη την καριέρα της, έχουν μια ιστορία βγαλμένη από ταινία∙ από το εντυπωσιακό ξεκίνημα στην κατάκτηση του κόσμου, στην συντριβή με την εμπορική στροφή αλλά και στην αναγέννηση που κρατά ως τις μέρες μας. Τα δε μέλη της πέρασαν από ιστορικές καλλιτεχνικές κόντρες και μίση, αποχωρήσεις και αυτοκτονίες καταφέρνοντας να ξαναμονιάσουν στις μέρες μας υπό τη θαλπωρή του χρήματος αλλά και με καλλιτεχνικό έρεισμα. Η παγκόσμια περιοδεία του ενωμένου σχήματος με τη συμμετοχή των Kai Hansen και Michael Kiske σε κιθάρα και φωνή αντίστοιχα, το 2018 και 2019 αποδείχτηκε τεράστια επιτυχία ενώ συνοδεύτηκε από το πρώτο δείγμα νέου υλικού από την ομάδα, το single “Pumpkins United” που ενθουσίασε τους οπαδούς, κυρίως για λόγους νοσταλγίας.
Έφτασε λοιπόν η στιγμή για το πρώτο album μετά την επανένωση. Εννοείται ότι συνειρμικά η επιστροφή των Hansen και Kiske δημιούργησε προσδοκίες για επιστροφή στον ήχο του Keeper of the Seven Keys. Κάποιοι πιο συγκρατημένοι θα περίμεναν ένα album αντάξιο των καλύτερων που κυκλοφόρησε το σχήμα με τον Andi Deris στο τιμόνι και στη φωνή. Στη δημιουργία προσδοκιών συνέβαλε και το πανέμορφο εξώφυλλο του σταθερά ανερχόμενου Eliran Kantor που κλείνει το μάτι στους οπαδούς περιέχοντας στοιχεία από τα εξώφυλλα των πρώτων δίσκων. Στην πραγματικότητα η δεύτερη ομώνυμη κυκλοφορία του σχήματος μετά το ντεμπούτο Ep δεν ικανοποιεί καμία από τις προσδοκίες. Είναι ένας “περίεργος” δίσκος, με μηδενική συνθετική συμμετοχή του Kiske και ελάχιστη (μόνο ένα τραγούδι) του Hansen, που θυμίζει περισσότερο τους Unisonic (project των προαναφερθέντων) συνοδευόμενους από εμπορικά hard rock στοιχεία και πειραματισμούς που άλλοτε πετυχαίνουν το στόχο τους και άλλοτε όχι. Πάμε όμως να δούμε τα τραγούδια ένα ένα.
- “Out for the Glory”: Σύνθεση του Weikath απολύτως κατάλληλη για opener. Γρήγορο και μελωδικό power metal στο κλασσικό ύφος της μπάντας. Αμέσως γίνεται φανερό ότι η παραγωγή είναι κορυφαία και οι εκτελέσεις ιδανικές. Περνάς καλά ακούγοντάς το. Μόλις τελειώσει δεν θυμάσαι τίποτα.
- “Fear of the Fallen”: Ώπα μάγκες εδώ έχουμε θέμα. Έτσι θα έπρεπε να εξελιχθεί η μπάντα στο μέλλον. “Καθαρές” κιθάρες σε μαγνητίζουν στην ατμόσφαιρα του τραγουδιού. Η ζεστή ερμηνεία του Deris (του οποίου και η σύνθεση) στα κουπλέ και η στιβαρότητα του Kiske στα ρεφρέν συνδυάζονται άψογα. Ήταν πραγματικά απρόσμενο το πόσο ταιριάζουν οι φωνές τους στις διφωνίες. Μετά από το μελωδικό brake πάμε σε ένα ξεσηκωτικό φινάλε. Από τις κορυφές του δίσκου.
- “Best Time”: Ένοχη απόλαυση. Πολύ όμορφο pop power metal που σου φτιάχνει αμέσως τη διάθεση, ιδανικό για καλοκαιρινή οδήγηση. Μπόνους τα φωνητικά του Hansen. Καμία σχέση με Helloween. Μοιάζει περισσότερο με Unsonic.
- “Mass Pollution”: O Deris γυρίζει στις μέρες των Pink Cream 69 με ένα Hard Rock δυναμίτη. Τραγούδι φτιαγμένο για να παίζεται σε αρένες. Έχει μέχρι και ψεύτικες ιαχές κοινού. Καθόλου Helloween και πάλι. Να πούμε εδώ ότι τα περισσότερα solos στο album είναι κορυφαία σε σύλληψη και εκτέλεση.
- “Angels”: Αυτό το κομμάτι του Gerstner είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα. Αν και τα κουπλέ είναι κάπως αδύναμα το Malmsteen-ικό ρεφρέν σε συνδυασμό με την πάντα πανέμορφη φωνή του Kiske δίνει μια ξεχωριστή ποιότητα, όπως και το όμορφο solo πάνω από τα πλήκτρα. Ο Grosskopf “τραγουδάει” με το μπάσο του.
- “Rise Without Chains”: Η προσπάθεια του Deris να βαρύνουν τα πράγματα. Στο ύφος των τελευταίων albums πριν την επανένωση, στα οποία θα πήγαινε για B-side. Δεν αφήνει καμία ιδιαίτερη εντύπωση. Άξια λόγου μόνο τα φοβερά solos από τους 3 κιθαρίστες.
- “Indestructible”: Το τραγούδι αποτελεί την συνεισφορά του Grosskopf στις συνθέσεις του δίσκου. Ένα generic Helloween τραγούδι που tick-αρει όλα τα σωστά κουτάκια. Not great, not terrible.
- “Robot King”: Εδώ έχουμε κομματάρα. Χαρακτηριστικό της εποχής Deris το τραγούδι χαρακτηρίζεται από τον ιδανικό συνδυασμό βαρύτητας και μελωδικότητας. Από τα καλύτερα power metal που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια. Οι παραδοσιακοί Helloween οπαδοί από τα παλιά μπορεί να δακρύσουν λίγο στο solo. O Dani Löble δίχνει πόσο μεγάλος drummer είναι.
- “Cyanide”: Αν και η εισαγωγή μας προετοιμάζει για μπαλάντα στη συνέχεια έχουμε ένα tribute σε Βρετανικές μπάντες που πάντα επηρέαζαν τους Γερμανούς, όπως οι Judas Priest και οι Saxon. Δεν είναι άσχημο αλλά δεν σου μένει και τίποτα.
- “Down in the Dumps”: Η φάση βαραίνει και πάλι φτάνοντας σε thrash όρια στο αρχικό riff. Προσπαθεί να επαναφέρει κάτι από την αίγλη των πολύ παλιών Helloween του πρώτου δίσκου. Δεν το καταφέρνει, εκτός από το φινάλε του solo που σε γυρνάει λίγο στα όμορφα εκείνα χρόνια.
- “Orbit/Skyfall”: Τι να λέμε τώρα; Η μοναδική, 13λεπτη, συνεισφορά του Hansen στο album είναι με τεράστια διαφορά το καλύτερο κομμάτι. Μιλάμε για ένα έπος που περιέχει όλα αυτά που μας προσέφερε και αγαπήσαμε τόσα χρόνια ο θείος Kai. Αν και η στιχουργική εμμονή με τους εξωγήινους αλλά και τα περισσότερα μουσικά μέρη παραπέμπουν στους Gamma Ray, η ψυχή σου μόλις το ακούει φωνάζει “επιτέλους, αυτό ήρθαμε να ακούσουμε εδώ!”. Το τραγούδι περιέχει τα πάντα, πομπώδη μέρη, όμορφες μελωδίες, soundtrack-ικο σπάσιμο στα μισά με τη φωνή του Kai να μοιάζει αναλλοίωτη αλλά και αυτή την αίσθηση του έπους. Όλοι οι τραγουδιστές συνεισφέρουν εδώ με τα μέρη και το ύφος τους, αλλά θα ήταν ψέμα να πούμε ότι ο Kiske δεν ξεχωρίζει. Το φινάλε “δανεισμένο” από το “Catch the Rainbow” φέρνει την κορύφωση μέχρι το fade out.
Οι Helloween είναι τεράστιοι μουσικοί και έφτιαξαν ένα album με κάποιες πολύ όμορφες στιγμές, που δεν τους εκθέτει και είναι ικανό να τους ξαναβγάλει στο δρόμο όταν τελειώσει αυτή η αηδία της πανδημίας. Σε καμία περίπτωση όμως το υλικό που μας έδωσαν δεν δικαιολογεί το hype που είχε δημιουργηθεί. Ίσως σε μία μελλοντική δουλειά, αν υπάρξει, και με μεγαλύτερη συμμετοχή των Kiske και Hansen, να μας δώσουν ένα πραγματικά μεγάλο δίσκο, αντάξιο της ιστορίας τους.